Αφότου η Λούσι Φλόρες, πολιτικός προσκείμενη στο Δημοκρατικό Κόμμα από τη Νεβάδα, αποκάλυψε την περασμένη Παρασκευή πως στο παρελθόν ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν την έκανε να αισθανθεί άβολα, μυρίζοντας τα μαλλιά της και φιλώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού της, κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου οι ιστότοποι και οι σελίδες των αμερικανικών εφημερίδων γέμισαν με άρθρα γνώμης, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ιδιαίτερα επικριτικά.
Τη Δευτέρα, ωστόσο, σημειώνει σε κείμενό του ο Ντέιβιντ Λίονχαρτ των New York Times, η στάση αρθρογράφων αλλά και αναγνωστών ήταν ηπιότερη και λιγότερο αρνητική. Ο γνωστός για τις φιλελεύθερες απόψεις του σχολιαστής της νεοϋορκέζικης εφημερίδας σημειώνει ότι η υπερβολική διαχυτικότητα του Μπάιντεν είναι πράγματι «λίγο περίεργη». Και αυτό σημαίνει πως θα πρέπει άμεσα να αντιληφθεί πως η συνήθειά του να αγγίζει τους ανθρώπους, ενδέχεται όντως να τους κάνει να αισθάνονται άβολα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, θεωρεί πως το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα που θα καθορίσει την προεκλογική του εκστρατεία, στην περίπτωση που διεκδικήσει τελικά, όπως φημολογείται έντονα, το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών.
Στη συνέχεια ο Λίονχαρτ δίνει τον λόγο στην Θίντα Σκόπολ, μια πολιτειολόγο του Χάρβαρντ, αναδημοσιεύοντας ένα mail που του απέστειλε τις προηγούμενες ημέρες. Στο σύντομο σχόλιό της η αμερικανίδα ακαδημαϊκός σημειώνει καταρχάς ότι πιστεύει τους ισχυρισμούς και των δύο (τεσσάρων πλέον) γυναικών που επέλεξαν να μιλήσουν δημόσια για την ενοχλητική συμπεριφορά του. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι δεν μίλησαν ούτε για καταχρηστική συμπεριφορά στον χώρο εργασίας ούτε για σεξουαλική παρενόχληση. Και διερωτάται, απαντώντας στη συνέχεια η ίδια, γιατί επέλεξαν να μιλήσουν τη συγκεκριμένη περίοδο.
«Η μία, η οποία υποστήριζε έναν πολιτικό αντίπαλο του Μπάιντεν, παραδέχεται ότι μιλάει γιατί ο Μπάιντεν σκέφτεται να διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα ενώ άλλη δηλώνει πως εάν ο Μπάιντεν σέβεται πραγματικά τις γυναίκες δεν θα πρέπει να θέσει υποψηφιότητα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για ικανές γυναίκες που θα θέσουν υποψηφιότητα», σημειώνει, προτρέποντας στη συνέχεια τους αναγνώστες να διερωτηθούν: «Είναι αυτό το νόημα της ισότητας των φύλων; Είναι αυτή η κοινωνία στην οποία θέλουμε να ζούμε, μια κοινωνία όπου οι δεξιοί μπορούν να κάνουν στον οποιονδήποτε οτιδήποτε κακό θέλουν και να μην δίνει κανείς σημασία ενώ άνθρωποι της Κεντροαριστεράς καλούνται να αποβάλλουν από το δημόσιο βίο οποιονδήποτε λέει μια λάθος κουβέντα ή προέβη κατά το παρελθόν καλοπροαίρετα σε μια κίνηση η οποία τώρα δεν συνάδει με τους νέους κανόνες κοινωνικής συνύπαρξης;».
Η ίδια, πάντως, δεν θέλει ούτε να ζήσει σε μια τέτοια Αμερική ούτε να συμμετάσχει στις εσωκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών υπό αυτές τις συνθήκες και δηλώνει πως, εάν ο Μπάιντεν αποφασίσει τελικά να θέσει υποψηφιότητα για το προεδρικό χρίσμα, θα ήθελε να ακούσει αυτά που έχει να πει και να τον συγκρίνει, ακριβοδίκαια, με τους αντιπάλους του.
Οσον αφορά την υπερβολική διαχυτικότητα του, υπενθυμίζει πως «ο Μπάιντεν είναι γνωστός εδώ και πολλά χρόνια ως ένας συναισθηματικός άνθρωπος που αγκαλιάζει όλους εκείνους για τους οποίους τρέφει φιλικά αισθήματα, άνδρες και γυναίκες. Πλέον τα κοινωνικά ήθη έχουν αλλάξει. Ο Μπάιντεν πρέπει να δηλώσει πως το συνειδητοποιεί αυτό και να αλλάξει τη συμπεριφορά του».
Social norms are changing. I understand that, and I’ve heard what these women are saying. Politics to me has always been about making connections, but I will be more mindful about respecting personal space in the future. That’s my responsibility and I will meet it. pic.twitter.com/Ya2mf5ODts
— Joe Biden (@JoeBiden) April 3, 2019
Οσον αφορά όλους τους υπόλοιπους, θα πρέπει καταρχάς να ηρεμήσουν και, κυρίως, να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται πως οποιοσδήποτε ενοχλείται με τα λεγόμενα ή τις πράξεις κάποιου άλλου θα πρέπει να τον ενημερώνει άμεσα, ζητώντας του αλλάξει τη συμπεριφορά του, «αντί να περιμένει μια δεκαετία και να απευθύνεται στα Μέσα την κατάλληλη στιγμή».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News