Συζητήθηκε και αναλύθηκε ευρέως η στρατηγική στροφή των ΗΠΑ από τον Ατλαντικό Ωκεανό στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Ωστόσο σήμερα αποτελεί γεγονός ότι μέσω μιας σειράς υπερβολικών αξιώσεων που σόκαραν τη διαιρεμένη και αποπροσανατολισμένη Ευρώπη, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανάγκασε την Ουάσιγκτον να επικεντρώσει εκ νέου την προσοχή της στη Γηραιά Ηπειρο, ωθώντας, συγχρόνως, τη Δύση, στο σύνολό της, να συσπειρωθεί γύρω από την Αμερική.
«Εχουν περάσει χρόνια από τότε που αυτή η φράση μπορούσε να γραφτεί ξεκάθαρα. Η Ρωσία επέφερε αυτό που φοβάται – μία Δύση που επιδεικνύει κάτι που προσεγγίζει την αποφασιστικότητα», αναφέρει σχετικά σε άρθρο του ο Εντουαρντ Λους των Financial Times, υποστηρίζοντας πως οι Αμερικανοί επέστρεψαν και σκοπεύουν να παραμείνουν στην Ευρώπη.
Ωστόσο, ειδικά όσον αφορά την ουκρανική κρίση, υφίσταται ένα κρίσιμο ζήτημα το οποίο αναδεικνύει σε άρθρο του στους New York Times ο Ιβαν Κράστεφ, πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών της Σόφιας και μόνιμο μέλος του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης.
Ο επιφανής πολιτικός επιστήμονας από τη Βουλγαρία αρχίζει την ανάλυσή του παραθέτοντας ένα ιστορικό ανέκδοτο από την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Λίγες εβδομάδες πριν τον τερματισμό του, ένας γερμανός στρατηγός έστειλε τηλεγράφημα στους αυστριακούς συμμάχους του, συνοψίζοντας την κατάσταση, η οποία κατά τη γνώμη του ήταν «σοβαρή αλλά όχι καταστροφική». Ομως οι Αυστριακοί τον ενημέρωσαν από την πλευρά τους ότι «εδώ η κατάσταση είναι καταστροφική αλλά όχι σοβαρή». Σύμφωνα με τον Κράστεφ αυτή ακριβώς η φράση αποτυπώνει σήμερα τη βασική διαφωνία μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης όσον αφορά την εκρηκτική κατάσταση στην Ουκρανία.
Πόλεμος ή μπλόφα;
Την ώρα που ο πρόεδρος Μπάιντεν εγκρίνει την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, θεωρώντας κάθε άλλο παρά απίθανο το ενδεχόμενο να εισβάλει τελικά στην ουκρανική επικράτεια η Ρωσία, οι Ευρωπαίοι δείχνουν να μην το πολυπιστεύουν. «Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι ο Πούτιν θα διεξάγει έναν ολικό πόλεμο. Οι Ευρωπαίοι έχουν τη γνώμη ότι μπλοφάρει», ανέφερε σχετικά ανώτερος γερμανός διπλωμάτης.
Ο Κράστεφ αναγνωρίζει πως η εν λόγω άποψη είναι απόλυτα εύλογη και δικαιολογημένη και αναμενόμενη για τους Ευρωπαίους, καθώς στην αντίληψή τους ένας ολικός πόλεμος είναι αδιανόητος τόσο όσο είναι και «μία εισβολή εξωγήινων». Επιπρόσθετα, λόγω της πολυετούς ειρήνης που απολαμβάνουν αλλά και της μεγάλης εξάρτησής τους από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας, οι Δυτικοευρωπαίοι τείνουν σχεδόν αυτομάτως να πιστεύουν πως οι όποιες επιθετικές ενέργειες του Κρεμλίνου αποτελούν τεχνάσματα.
Εντύπωση, ωστόσο, στον βούλγαρο επιστήμονα προκαλεί το γεγονός πως, παρά τον αρχικό πανικό, τώρα φαίνεται ότι την ευρωπαϊκή άποψη συμμερίζεται και η κυβέρνηση της Ουκρανίας. Αμφιβολίες για την πραγματική απειλή που μπορεί να συνιστά για την πατρίδα του η παρουσία 130.000 ρώσων στρατιωτών στα σύνορά της, εξέφρασε την προηγούμενη εβδομάδα και ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δηλώνοντας πως η κατάσταση είναι «επικίνδυνη αλλά αμφίρροπη».
Ολέθρια απειλή
Διερωτώμενος πως εξηγείται αυτό, ο Κράστεφ προσφέρει μια απάντηση αναμφίβολα αξιοσημείωτη και άλλο τόσο παράδοξη. Οι Δυτικοευρωπαίοι και Ουκρανοί αμφιβάλλουν ότι οι Ρώσοι θα εισβάλουν ολοκληρωτικά στην Ουκρανία όχι επειδή η γνώμη που έχουν για τον Πούτιν είναι καλύτερη από την αντίστοιχη αμερικανική, αλλά «γιατί τον θεωρούν ακόμη πιο κακόβουλο. Ο πόλεμος, υποστηρίζουν, δεν είναι το αγαπημένο παιχνίδι του Κρεμλίνου – αυτό μάλλον είναι μια πλούσια γκάμα τακτικών που σχεδιάστηκαν για την αποσταθεροποίηση της Δύσης. Για την Ευρώπη, η απειλή πολέμου θα μπορούσε να αποβεί πιο ολέθρια και από τον ίδιο τον πόλεμο», σημειώνει ο Κράστεφ.
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συμφωνούν ότι στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι να αποζημιωθεί, έστω συμβολικά, η Ρωσία για όλα όσα υπέστη κατά τη δεκαετία του 1990, μέσω της ανατροπής τους στάτους κβο που εγκαθιδρύθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο πλαίσιο μιας νέας δομής ασφαλείας για την Ευρώπη που θα αναγνωρίζει τη ρωσική σφαίρα επιρροής στη μετασοβιετική επικράτεια και θα απορρίπτει την οικουμενικότητα των δυτικών αξιών, επισημαίνει ο Κράστεφ, εξηγώντας πως στόχος του Κρεμλίνου δεν είναι η παλινόρθωση της Σοβιετικής Ενωσης αλλά η επάνοδος αυτής που ο Πούτιν ορίζει ως ιστορική Ρωσία.
Δεν θα κάνει πίσω το Κρεμλίνο
Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες επίσης συμφωνούν ότι το Κρεμλίνο σε καμία περίπτωση δεν θα μείνει με τα χέρια σταυρωμένα, πως αργά ή γρήγορα σε κάποια ενέργεια θα προβεί. Το ενδεχόμενο απλά να οπισθοχωρήσει απορρίπτεται από αμφότερες τις πλευρές.
Αλλά ενώ οι Αμερικανοί δείχνουν να πιστεύουν πως για να επιτύχει τους στόχους του ο Πούτιν πρέπει να διεξάγει πόλεμο, οι Ευρωπαίοι και μάλλον και οι Ουκρανοί θεωρούν πως εφαρμόζοντας μία «υβριδική στρατηγική – με στρατιωτική παρουσία στα σύνορα, “οπλοποίηση” των ενεργειακών ροών και κυβερνοεπιθέσεις», ο ρώσος ηγέτης θα μπορούσε να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά του.
Η ευρωπαϊκή άποψη σίγουρα δεν στερείται επιχειρημάτων. Κανένας δεν αμφιβάλλει πως σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το ΝΑΤΟ θα αναγκαστεί να απαντήσει επιθετικά και ενιαίως. Σκληραίνοντας τη στάση του, ο Πούτιν αναπόφευκτα θα συσπειρώσει περαιτέρω τους αντιπάλους του. Θα μπορούσε, όμως, να πετύχει το αντίθετο αποτέλεσμα διατηρώντας την αυτοκυριαρχία του: «η πολιτική της μέγιστης πίεσης, χωρίς μια εισβολή, μπορεί στο τέλος να διχάσει και να παραλύσει το ΝΑΤΟ», προειδοποιεί ο Κράστεφ.
Ο ρόλος του Βερολίνου
Για να διαπιστωθεί πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, ο βούλγαρος πολιτειολόγος εστιάζει την προσοχή του στη Γερμανία. Πριν από την τρέχουσα κρίση το Βερολίνο ήταν ο πιο στενός σύμμαχος της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη ενώ καυχιόταν για την ιδιαίτερη σχέση του με τη Μόσχα, όντας συγχρόνως ο πιο σημαντικός εταίρος των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης.
Σήμερα, όμως, κάποιοι στην Ουάσιγκτον αμφιβάλλουν για την προθυμία του Βερολίνου να αντιταχθεί στη Ρωσία, η σχέση του με το Κρεμλίνο επιδεινώνεται ενώ πολλοί Ανατολικοευρωπαίοι εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι και δυσαρεστημένοι εξαιτίας της εμφανούς διστακτικότητας της Γερμανίας να προασπιστεί τα συμφέροντά τους. «Οι δυσκολίες της Γερμανίας προμηνύουν τι θα μπορούσε να συμβεί εάν ο Πούτιν συνεχίσει την πολιτική των άκρων, δίχως να παρέχει τη βεβαιότητα ότι θα εισβάλει», υποστηρίζει ο Κράστεφ.
Ειδικά για την Γερμανία και, κατ’ επέκταση, για την Ευρώπη εξηγεί πως δεν άλλαξαν αυτές αλλά ο κόσμος καθώς πλέον η γεωπολιτική ισχύς δεν εξαρτάται από την οικονομική ευρωστία αλλά από την αντοχή στις στερήσεις.
Σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, πλέον «ο εχθρός δεν είναι κάποιος πίσω από ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα αλλά κάποιος με τον οποίο συναλλάσσεσαι, από τον οποίο παίρνεις αέριο και στον οποίο εξάγεις προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Η ήπια ισχύς έχει αντικατασταθεί από την ανθεκτικότητα», γράφει ο Κράστεφ, υπογραμμίζοντας πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για την Ευρώπη.
Οι προκλήσεις για την ΕΕ
Εάν η έκβαση της κρίσης εξαρτηθεί από την ικανότητα των δυτικών κοινωνιών να αντεπεξέλθουν στην πίεση των υψηλών τιμών της ενέργειας, της παραπληροφόρησης και της πολιτικής αστάθειας για μια παρατεταμένη περίοδο, τότε ο ρώσος πρόεδρος έχει βάσιμους λόγους να αισιοδοξεί. Γιατί στην παρούσα φάση η Ευρώπη είναι σαφώς απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Για να διορθωθεί η κατάσταση, ανεξάρτητα από την ουκρανική κρίση, η Ευρώπη καλείται άμεσα να προβεί σε επενδύσεις με στόχο να αυξηθεί η στρατιωτική της ισχύς, να περιοριστεί η ενεργειακή της εξάρτηση και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή.
Οσον αφορά το τι μέλλει γενέσθαι στην Ουκρανία ο Κράστεφ θεωρεί πως οι Ευρωπαίοι έχουν δίκιο να πιστεύουν ότι δεν είναι αναπόφευκτη μια ρωσική εισβολή, αναγνωρίζοντας, μάλιστα, πως ενδέχεται να μην είναι αυτό ούτε το πιο πιθανό σενάριο. «Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε αυταπάτες ότι μπορούμε να αποφύγουμε το τεστ αντοχής. “Εάν προσκαλέσεις μια αρκούδα να χορέψετε, δεν αποφασίζεις εσύ πότε τελειώνει ο χορός αλλά η αρκούδα”, λέει μια ρωσική παροιμία», σημειώνει πολύ εύστοχα ο βούλγαρος αναλυτής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News