Σπάτα, απόγευμα Παρασκευής 31 Αυγούστου 2018. Μετά την παραίτησή του από τη θέση του Εκτελεστικού Διευθυντή της ΠΑΕ «για προσωπικούς λόγους» ο Ντούσαν Μπάγεβιτς περνά την πόρτα του προπονητηρίου της ΑΕΚ, ίσως για τελευταία φορά. Αποχαιρετά τους πρώην συνεργάτες του, τους ποδοσφαιριστές και το τεχνικό τιμ με δυο λόγια – ποτέ δεν έλεγε πολλά. Το βάρος πέφτει σε πέντε λέξεις: «ο δικός μου κύκλος έκλεισε». Μαχαιριά στην καρδιά, για ‘κείνους που γνωρίζουν τι είναι ο Μπάγεβιτς για την ΑΕΚ. Αλήθεια, ποιος μπορεί να πει τι είναι -τελικά- ο Μπάγεβιτς για την ΑΕΚ;
Ασφαλώς, είναι μια μεγάλη ιστορία, που κράτησε 41 ολόκληρα χρόνια: από το 1977 μέχρι χθες. Είναι ο πρωταγωνιστής των έξι από τους 12 τίτλους πρωταθλήματος που έχει κατακτήσει η «Ενωση», με συμμετοχή σε έναν ακόμη: τον εφετινό. Είναι ο εμβληματικός σκόρερ, που αγαπήθηκε όσο λίγοι. Είναι ο προπονητής – θρύλος, που επί των ημερών του η ΑΕΚ έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα (ακόμη κι όταν δεν έβγαινε πρώτη). Είναι ο άνθρωπος που ξεσήκωσε τα πιο ακραία πάθη, σε μια θυελλώδη σχέση εναλλαγής λατρείας και μίσους. Είναι ο «αλάθητος» που γιγάντωσε την ΑΕΚ και ύστερα την «πρόδωσε». Ναι, αλλά τι μένει απ’ όλα αυτά; Ο «Πρίγκηπας», ή ο «Βάτραχος»;
«Ο ήλιος έδυσε». Ενα θλιμμένο Σάββατο του 1981 ο «Δικέφαλος» του Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη αποχαιρέτησε τον ποδοσφαιριστή Μπάγεβιτς, ο οποίος επέστρεφε στο Μόσταρ της σημερινής Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, με αυτόν τον τίτλο, που μίλησε στις καρδιές όλων των ΑΕΚτζήδων. Ο «Ντούσκο» είχε έρθει στην ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1977, σε μια εποχή που οι «παιχταράδες» δεν της έλειπαν. Είχε Παπαϊωάννου, Δομάζο, Μαύρο, Νικολούδη, Βιέρα, Νικολάου, Ραβούση… Κι όμως, οι οπαδοί της τον αγάπησαν όσο κανέναν. Οχι μόνο για τα 65 γκολ που πέτυχε σε 106 αγώνες – ο Θωμάς έβαζε περισσότερα. Κυρίως για το αρχοντικό του στιλ. Ψηλός (1,85), ευθυτενής, έπαιζε με το κεφάλι ψηλά, με μια τεχνική πρωτοφανή στα ελληνικά γήπεδα. Σαν πρίγκηπας. Εξ’ ου και το προσωνύμιο.
Στο ξενοδοχείο όπου διέμενε τον πρώτο καιρό, έναντι του Πεδίου του Αρεως, οι βραδινές συγκεντρώσεις οπαδών που μαζεύονταν με την ελπίδα να τον συναντήσουν ήταν σύνηθες φαινόμενο. Το ωραίο φύλο του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Στην ιδιωτική κλινική στην οποία είχε νοσηλευτεί έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό (κάταγμα ζυγωματικού) σε διεθνή αγώνα της ΑΕΚ, ο αχανής διάδρομος έξω από το δωμάτιό του ήταν γεμάτος δακρυσμένα κοριτσόπουλα, που κρατούσαν λουλούδια ή κάποια δωράκια. Η νεολαία της ΑΕΚ αντιμετώπιζε τον 30χρονο «Ντούσκο» σαν ποπ-σταρ.
Εφυγε με ένα νταμπλ (1977-1978), ένα Πρωτάθλημα (1978-1979) και τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της σεζόν 1979-1980 (25 γκολ). Οταν επέστρεψε, επτά χρόνια μετά, ως προπονητής πια, στη Νέα Φιλαδέλφεια ήχησαν οι καμπάνες. Ηταν νέος και άπειρος. Ε, και; Για τους ΑΕΚτζήδες ήταν ο «δικός τους άνθρωπος». Τον περιέβαλαν με απόλυτη εμπιστοσύνη. Κι εκείνος τους δικαίωσε. Δημιούργησε μία αξιόμαχη και σχετικά ελκυστική ομάδα, και κατέκτησε το Πρωτάθλημα του 1989. Στην πρώτη του, κιόλας, σεζόν. Στα χρόνια της απουσίας του η ΑΕΚ είχε κερδίσει μόνον το Κύπελλο του 1983.
Η οκταετία 1988-1996 ήταν παραμυθένια. Ιδίως μετά το 1992, που ανέλαβαν τη διοίκηση ο Μελισσανίδης με τον Καρρά. Ο σερβο-βόσνιος τεχνικός (το 1994 πήρε και την ελληνική ιθαγένεια) και ο Δημήτρης Μελισσανίδης έγιναν αχώριστοι φίλοι. Αλλά και προτού συμβεί αυτό, ο Μπάγεβιτς ήταν ο απόλυτος άρχοντας στην ομάδα, πάνω από θεσμούς και αξιώματα. Η Ορίτζιναλ -ο σύνδεσμος των φανατικών φίλων της ΑΕΚ- ήταν πρόθυμη να «τα βάλει» με όποιον του πήγαινε κόντρα. Οι επιτυχίες ήταν του «Ντούσκο». Οπως τα τρία διαδοχικά Πρωταθλήματα (1992, 1993, 1994) που κατακτήθηκαν. Για τις αποτυχίες έφταιγαν όλοι οι άλλοι. Ο «Πρίγκηπας», ποτέ.
Η ΑΕΚ έπαιζε την καλύτερη μπάλα. Η ομάδα του 1995-1996 (που έχασε τον τίτλο από τον Παναθηναϊκό) υπήρξε, κατά πολλούς, η πιο θεαματική όλων των εποχών στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Μπάγεβιτς θα έμενε για πάντα στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα γινόταν ο Αλεξ Φέργκιουσον της Ενωσης, εάν ο Μελισσανίδης με τον Καρρά δεν ήταν υποχρεωμένοι -για λόγους άσχετους με το ποδόσφαιρο- να εγκαταλείψουν την ΠΑΕ. Ο Μιχάλης Τροχανάς, που τους διαδέχτηκε, πρέσβευε ένα «περίεργο» μοντέλο διοίκησης. Και, πάντως, δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί την αυθεντία του προπονητή.
Οι καυγάδες Τροχανά – Μπάγεβιτς ήταν δημόσιοι και οξύτατοι. Δεν άργησαν να επηρεάσουν και τις σχέσεις του «Ντούσκο» με κάποιους παίκτες του. Οι οργανωμένοι παρεμβαίνουν και πάλι. Κηρύσσουν ανηλεή πόλεμο στον νέο πρόεδρο. Ο Μπάγεβιτς, όμως, δεν αντέχει άλλη πίεση. Ολη η ΑΕΚ πέφτει στα πόδια του. Τον εκλιπαρεί να κάνει υπομονή, να μην παραιτηθεί. Τότε εκείνος κάνει το «μοιραίο» λάθος. Υπόσχεται πως «αν πάρουμε το Κύπελλο, θα μείνω». Στον τελικό η «Ενωση» νικά τον Απόλλωνα Αθηνών (του Ντέμη Νικολαΐδη) με 7-1. Το ΟΑΚΑ δονείται από τους πανηγυρισμούς: «Ντούσαν, ψυχάρα, για πάντα ΑΕΚάρα». Αλλά, ο Μπάγεβιτς φεύγει. Πάει στον Ολυμπιακό. Και, το χειρότερο; Οπως αποκαλύπτεται, η συμφωνία του με τον Σωκράτη Κόκκαλη χρονολογείται από τις 22 Φεβρουαρίου (1996).
Ο «Ντούσκο» είχε πει ψέματα. Είχε προδώσει τους ΑΕΚτζήδες που τον λάτρεψαν. Θαμπώθηκε από τα χρήματα του Ολυμπιακού, σε μια χρονική στιγμή που (λέγεται ότι) είχε απωλέσει όλες του τις οικονομίες σε ένα ατυχές επιχειρηματικό άνοιγμα. Οι φωνές που τον υπερασπίζονταν -«επαγγελματίας είναι, έπρεπε να κοιτάξει και το συμφέρον του»- χάνονταν μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο της οργής. Πάνω απ’ όλα οι οπαδοί της ΑΕΚ δεν του συγχώρεσαν το ότι προσπάθησε να πάρει μαζί του στον Πειραιά, εκτός από τον Ρέφικ Σαμπανάντζοβιτς, και τους Στέλιο Μανωλά και Ηλία Ατματσίδη.
Τη βραδιά που επέστρεψε, ως αντίπαλος, στο «Νίκος Γκούμας» (12 Ιανουαρίου 1997) δεν θα την ξεχάσει κανείς απ’ όσους την έζησαν. Φορώντας κόκκινη φόρμα (ο αθεόφοβος) και περικυκλωμένος από αστυνομικούς, βάδισε με το κεφάλι σκυφτό για να καθίσει στον πάγκο των φιλοξενούμενων, μέσα σε Κόλαση. Στη διαδρομή, το έξαλλο πλήθος του πετούσε φωτοτυπίες χαρτονομισμάτων με τη μορφή του, τον έβριζε, τον έφτυνε. Οι παίκτες της ΑΕΚ είχαν αναλάβει το ιερό καθήκον να τιμωρήσουν τον «Πρίγκηπα» που έγινε «Βάτραχος». Νίκησαν 2-0. Πιο επιδεικτικά από όλους πανηγύρισε τα γκολ ο άλλοτε στενός του φίλος, Νίκος Πανταζής, φυσιοθεραπευτής της ομάδας επί δεκαετίες. Τόσο μίσος, μόνον η προδοσία ενός μεγάλου έρωτα μπορεί να προκαλέσει.
«Είμαι ΑΕΚτζής». Η αποκλειστική συνέντευξη του Μπάγεβιτς στον Τάκη Χαραλαμπίδη (ΤΑ ΝΕΑ), το καλοκαίρι του 2002, ήταν ο προπομπός της επιστροφής του. Ο Μάκης Ψωμιάδης, κόντρα στην Ορίτζιναλ, τον έφερε ξανά στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο κόσμος δεν είχε ξεχάσει. Ακουσε χυδαία συνθήματα, ήρθε στα χέρια με οπαδούς στην Εθνική οδό, του έστειλαν σφαίρες στο σπίτι του. Ενα εμετικό πανό, στο εντός έδρας παιχνίδι με τον Ηρακλή το 2004, ξεπέρασε κάθε όριο. Ο «Ντούσκο» άφησε τον αγώνα στη μέση και αποχώρησε, ξανά, από την ΑΕΚ.
Ηταν έκπληξη που γύρισε, τον Νοέμβριο του 2008. Αλλά, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Σε ένα φιλικό στην Καλλιθέα, τον Αύγουστο του 2010, καμιά δεκαριά οπαδοί της ΑΕΚ τον γρονθοκόπησαν. Επειτα από λίγες εβδομάδες παραιτήθηκε. Ο Μελισσανίδης, ένας από τους λίγους που δεν του κράτησαν κακία, τον πήρε μαζί του το καλοκαίρι του 2013 όταν ανέλαβε την ομάδα. Ηταν η τελευταία του επιστροφή.
Εφυγε από την ΑΕΚ πέντε φορές. Την πρώτη, οι ΑΕΚτζήδες έκλαψαν. Τη δεύτερη, τον μίσησαν. Την τρίτη και την τέταρτη, τον λυπήθηκαν. Τώρα, αδιαφόρησαν. Δεν βοήθησε κι ο ίδιος, να τον συγχωρήσουν. Ποτέ δεν μίλησε για την «προδοσία», δεν τους εξήγησε, δεν τους άνοιξε την καρδιά του. Μόνο για το ψέμα που τους είπε, ζήτησε συγγνώμη.
Ο «Ντούσκο» πλησιάζει τα 70 (τα κλείνει στις 10 Δεκεμβρίου) και το ερώτημα παραμένει. Τι είναι -τελικά- ο Μπάγεβιτς για την ΑΕΚ; Οι μισοί τίτλοι της ιστορίας της; Η διαστημική μπάλα που έπαιξε στη δεκαετία των ’90s; Η πρώτη της συμμετοχή (και πρώτη ελληνικού συλλόγου) στο Champions League; Οι μεγαλύτερες στιγμές της, δηλαδή, τα τελευταία 40 χρόνια; Ή, μήπως, η απαρχή όλων της των δεινών μετά το 1996; Αυτό το ερώτημα χώρισε, κάποτε, οικογένειες ΑΕΚτζήδων στα δύο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News