Η Θεσσαλονίκη του Ζουλφί Λιβανελί
Ένας από τους γνωστότερους και δημοφιλείς προσκεκλημένους ήταν ο Τούρκος μουσικοσυνθέτης Ζουλφί Λιβανελί, ο οποίος παρουσίασε το τελευταίο μυθιστόρημά του «Στη ράχη της τίγρης» (εκδ. Πατάκη, μετάφραση Φραγκώ Καραογλάν). «Πρωταγωνιστής» εκεί είναι ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αμπντουλχαμίτ Β’, τον οποίο οι Νεότουρκοι στέλνουν εξόριστο στη Θεσσαλονίκη.
Πολλές από τις σελίδες του βιβλίου περιγράφουν την πόλη στις αρχές του περασμένου αιώνα. «Η πιο ευρωπαϊκή αυτή πόλη της αυτοκρατορίας εξακολουθούσε να μυρίζει θαλασσινή αύρα, ψάρι, ρακί και ούζο, όμως τελευταία μύριζε, επίσης, εξέγερση και μπαρούτι. Εδώ και μερικά χρόνια, η Θεσσαλονίκη είχε γίνει μια πόλη πολύ επικίνδυνη για τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς και υπαλλήλους που στέλνονταν από την Ισταμπούλ: έπεφταν, ο ένας μετά τον άλλο, θύματα δολοφονίας. Οι γηγενείς της πόλης, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Ντονμέδες, Πομάκοι, Έλληνες, Γάλλοι, Ιταλοί και χίλιοι δυο άλλοι διαφορετικοί κι αλλιώτικοι λαοί, αντιλαμβάνονταν την πολιτική ατμόσφαιρα σ’ αυτή την πιο ελεύθερη και κοσμοπολίτικη πόλη της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με τη λέξη κεγίφ, “κέφι”, που είχε βρει τη θέση της και στις γλώσσες τους. Εδώ, η αλμυρή μυρωδιά του ζέφυρου ανακατευόταν με την ευωδιά του γλυκάνισου. Έτσι είχε η κατάσταση τουλάχιστον στις χριστιανικές και τις εβραϊκές συνοικίες. Ενώ στους μουσουλμανικούς μαχαλάδες επικρατούσε μια πιο αγέλαστη, θεοσεβούμενη ησυχία, όπου άλλο δεν ακουγόταν εκτός από το κάλεσμα του μουεζίνη σε προσευχή τις καθορισμένες ώρες και η φωνή του νυχτοφύλακα που χτυπώντας το ραβδί του πάνω σε πέτρες φώναζε “Τάξη και ασφάλεια, καλό ξημέρωμα”».
Ο Μυριβήλης στη μάχη του Κιλκίς και στην Αμφίπολη
Κατά την παρουσίαση της επαυξημένης έκδοσης της «Εστίας» για τη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη (η α’ έκδοση γράφτηκε το 1924), η επιμελήτρια Νίκη Λυκούργου και η δημοσιογράφος Κατερίνα Δασκαλάκη έφεραν στην επιφάνεια τα στοιχεία που καθιστούν το έργο διαχρονικό.
Η Λυκούργου, στο επίμετρο, παρέχει και αρκετές πληροφορίες για τις στρατιωτικές «διαδρομές» του μυθιστοριογράφου (ΕΠΑΝΩ), που πολύ συχνά χάνονται ανάμεσα σε άλλες. «Ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής και των εθνικών επιδιώξεων του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Μυριβήλης επιστρέφει από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους στη Λέσβο, έχοντας αποκομίσει ένα τραύμα στο πόδι, στη μάχη του Κιλκίς (σ.σ: Ιούνιος 1913)… Στις 13 Οκτωβρίου 1915 κατατάσσεται στο Έμπεδον Τμήμα Πεζικού της 15ης Μεραρχίας, η οποία ανήκει στο Ε’ Σώμα Στρατού· στις 16 “ντύνεται φαντάρος” και στις 17 φεύγει για τη Θεσσαλονίκη… Από τη Θεσσαλονίκη μεταβαίνει πεζή στη μονάδα του, στον 1ο Λόχο του 43ου Συντάγματος Πεζικού. Είναι το Λεσβιακό Σύνταγμα, που αριθμεί 3.500 άνδρες και στρατοπεδεύει έξω από τη Μπαλάφτσα (=το Κολχικό)… Στις 17 Νοεμβρίου, το Σύνταγμα μετακινείται νοτιοανατολικά και κάνει “επισταθμία” στο χωριό Κλείσαλι (=Προφήτης), ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη». Ακολουθεί η πορεία προς ανατολάς μέσω Ρεντίνας, Βρασνών, Ασπροβάλτας, Ευκαρπίας Σερρών, για να φτάσει τελικά στην αρχαία Αμφίπολη. Θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1917.
Ο Τσίρκας και η Coca Cola
Το 1946 ο Στρατής Τσίρκας βλέπει στην Αλεξάνδρεια την ταινία «Τζίλντα» του Τσαρλς Βίντορ, με τη Ρίτα Χέιγουορθ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κατά τύχη είναι η χρονιά που φτάνει στην Αίγυπτο η Coca Cola και η εικόνα των θεατών να καταναλώνουν το καινούριο αναψυκτικό παρακολουθώντας τον ηδυπαθή χορό της Χέιγουορθ στην πιο φημισμένη σκηνή της ταινίας τον αναστατώνει, καθώς εντοπίζει τον «αισθητικό βαρβαρισμό» που φέρνει η αποικιοκρατία. Θα γράψει μάλιστα και ένα κείμενο -ανέκδοτο μέχρι πρότινος- με τίτλο «Ο Μποντλέρ, οι μπετουβίνοι και η Coca Cola». Ο γάλλος ποιητής αναφέρεται επειδή όταν ο Τσίρκας βλέπει τη σκηνή των Αιγυπτίων να πίνουν το αναψυκτικό και να τρώνε ποπ κορν αναρωτιέται τι θα έλεγε ο Μποντλέρ αν έβλεπε μια τέτοια εικόνα.
Η αυτοκράτειρα που απεχθανόταν την αρχαία Ελλάδα
Το φθινόπωρο του 1869 η αυτοκράτειρα της Γαλλίας Ευγενία Μοντίγιο, συνοδευόμενη από δεκάδες αυλικούς, ξεκινά περιοδεία με τελικό προορισμό την Αίγυπτο. Πρώτος σταθμός είναι η Βενετία και τρίτος η Κωνσταντινούπολη, από την οποία η Ευγενία -σύζυγος του Λουδοβίκου Γ’ Βοναπάρτη- εντυπωσιάζεται.
Δεύτερος σταθμός ήταν προηγουμένως η Αθήνα, όπου έζησε μια πολύ κολακευτική υποδοχή. «Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ κήρυξε επίσημη αργία και την ξενάγησε, μέχρι να αποπλεύσει… Επισκέφθηκαν την Ακρόπολη, αλλά η Ευγενία δεν έδειξε ενθουσιασμό» όπως διαβάζουμε στο βιβλίο «Μ’ ένα μαγικό χαλί» (εκδ. Εντευκτήριο) της δημοσιογράφου Βάνας Χαραλαμπίδου, όπου συγκεντρώθηκαν ιστορίες από διαφορετικές κουλτούρες του κόσμου. «Τα ελληνικά αγαλματίδια δεν σήμαιναν τίποτα γι’ αυτήν· προσπέρασε με μια βιαστική ματιά τον ναό του Ολυμπίου Διός. Η αρχαία Ελλάδα τής ήταν απεχθής, όπως και η Αθήνα της εποχής της. Τα ερείπια των αρχαιοτήτων τής εντυπώθηκαν ως άθλια, και ολόκληρος ο τόπος ως φτωχός και βρόμικος. “Αυτοί οι Έλληνες”, είπε, “ήταν τόσο αφόρητα κουραστικοί, τόσο φλύαροι, ζούσαν αιωνίως σε εμφυλίους πολέμους και φασαρίες, και ίντριγκες. Στην πραγματικότητα, ένας λαός που είναι αδύνατον να κυβερνηθεί!”».
Το ματωμένο καρναβάλι της Ρομάν
Η παρουσίαση για το έργο του Τζέιμς Σ.Σκοτ «Κυριαρχία και οι τέχνες της αντίστασης» (εκδ. Ψηφίδες, 2024) αντιστοιχούσε σε μεγάλο βαθμό στο ερώτημα «γιατί οι καταπιεσμένοι διαφορετικών εποχών δεν εξεγέρθηκαν ποτέ μαζικά». Ο Σκοτ πιστεύει ότι μπορεί να μην εξεγέρθηκαν μαζικά, αλλά ανέπτυξαν τεχνικές αντίστασης. Από εκεί και μια ιστορία καρναβαλιού το 1580. Ένας νεόπλουτος πατρίκιος της γαλλικής Ρομάν, νοτιοανατολικά της Λυών, είχε αγοράσει γη από κατεστραμμένους χωρικούς και είχε αποκτήσει τίτλους που την εξαιρούσαν από τη φορολόγηση. Πολύ γρήγορα το καρναβάλι στο Ρομάν εξελίχθηκε σε τόπο σύγκρουσης ανάμεσα στην αριστοκρατία και τους μικροϊδιοκτήτες. Η πομπή των τεχνιτών και των ανταρτών (τα λεγόμενα Καπόνια) φώναζε ότι οι πλούσιοι είχαν μαζέψει πλούτο εις βάρος των φτωχών. Οι χορευτές των πατρικίων και των Καθολικών, από την άλλη (με την κωδική ονομασία Πέρδικες), φοβήθηκαν τόσο πολύ ώστε κινήθηκαν πρώτοι και δολοφόνησαν τον Πομιέρ, αρχηγό των ανταρτών. Ξεκίνησε έτσι ένας μικρός εμφύλιος στον οποίο έχασαν τη ζωή τος περίπου 30 άτομα και πάνα από χίλια στη γύρω επαρχία.
Ένα κλέφτικο τραγούδι στο Άουσβιτς
Η έκδοση «Τα τραγούδια του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων» της Μαριάντζελας Χατζησταματίου (εκδ. Αλεξάνδρεια) παρουσιάστηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Το υλικό με τα 16 τραγούδια από τον εκτοπισμό έως και μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς προέκυψε ύστερα από πολυετή έρευνα της συγγραφέως. Από αυτά το «Μαύρη ζωή» είναι βασισμένο στο παραδοσιακό «Κλέφτικη ζωή». Όπως σημειώνει η Χατζησταματίου, «βάσει των στίχων καταλήγουμε πως το τραγουδούσαν στο γυναικείο τμήμα του Μπιρκενάου, αν και δεν αποκλείεται να το τραγουδούσαν και οι άντρες όμηροι»:
Μαύρη μωρέ, μαύρη η ζωή που κάνουμε
με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε
με φόβο περπατάμε, με φόβο περπατάμε.
Στη βρύσ’ μωρέ, στη βρύση να πάω δεν μπορώ
παντού μου λέει ο σκοπός «είσαι φυλακισμένη,
είσαι φυλακισμένη, γερμανοκρατουμένη».
Δεν ‘ε-,μωρέ, δεν έκλεψα ούτε σκότωσα
Εβραιοπούλα ήμουνα, γι’ αυτό με φυλακίσαν
γι’ αυτό με φυλακίσαν, στο Άουσβιτς με κλείσαν.
Χαλάλι μωρέ, χαλάλι στα Εγγλεζάκια μας.
Αυτά θα μας γλιτώσουν και θα μας λευτερώσουν,
πιο μέσα θα μας χώσουν.
Εβραιοπούλα ήμουνα, γι’ αυτό με φυλακίσαν,
στο Άουσβιτς με κλείσαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News