Στις 17 Απριλίου ο κόσμος έμαθε ότι το «The Movie Critic» δεν πρόκειται να γυριστεί, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο να είναι η δέκατη και τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, προγραμματισμένη να γίνει μέσα στους επόμενους μήνες. Ο Ταραντίνο το είχε, κατά κάποιον τρόπο, προαναγγείλει το 2016 στο συνέδριο δημιουργικών ιδεών Adobe Max, δηλώνοντας: «Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ως σεναριογράφο, εμπιστεύομαι τη διαδικασία μου. Ποτέ δεν προσπαθώ να βγάλω κάτι πολύ νωρίς. Αν το κάνω, το συνειδητοποιώ και το επαναφέρω». Και πρόσθεσε: «Δεν χρειάζεται να γυρίζεται κάθε ταινία. Δεν πρέπει να γίνεται κάθε ταινία», αναφέρει το περιοδικό The Hollywood Reporter.
Λεπτομέρειες για το σενάριο δεν είναι γνωστές, αλλά φαίνεται ότι στο επίκεντρο θα βρισκόταν ένας μοναχικός και διαταραγμένος (στο στυλ του Τράβις Μπικλ/Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή» του Σκορσέζε) κριτικός ταινιών δεύτερης διαλογής, που έγραφε σε ένα φανταστικό πορνό περιοδικό στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Δευτερεύων χαρακτήρας, δε, μπορεί να ήταν ένας 16χρονος Ταραντίνο, ο οποίος εμπνεύσθηκε το στόρι από ένα παρόμοιο άτομο στην πραγματική ζωή. Στη συνέχεια, μέσω μιας σειράς αλλαγών, εξελίχθηκε αθόρυβα σε κάτι που έμοιαζε με spin-off της ένατης ταινίας του, «Κάποτε στο… Χόλιγουντ».
Οι φήμες έλεγαν, μάλιστα, ότι επρόκειτο να ξαναγυριστούν ορισμένες εμβληματικές σκηνές ταινιών της δεκαετίας του 1970, όπως το «Χτυπούσε σαν Κεραυνός» του 1977, σε σενάριο του Πολ Σρέιντερ, μια ταινία-σταθμός για τον Ταραντίνο, που του «άλλαξε τη ζωή» όταν την είδε με τη μητέρα του την ημέρα που βγήκε στα σινεμά, όπως είπε στο master class του πέρυσι στις Κάννες.
Ακούστηκε, επίσης, ότι μια σειρά από σταρ, μεταξύ των οποίων οι Τζον Τραβόλτα, Μπραντ Πιτ, Μάργκοτ Ρόμπι και Τζέιμι Φοξ, που πρωταγωνιστούσαν σε προηγούμενες παραγωγές του διάσημου σκηνοθέτη, θα εμφανίζονταν –ίσως μάλιστα παίζοντας τους προηγούμενους χαρακτήρες τους– σε ένα είδος «αποχαιρετιστήριου metaverse», σημειώνει ο Τιμ Ρόμπι στην Telegraph.
Ο Ταραντίνο μάς έκανε να περιμένουμε, όχι ένα έπος με το οποίο θα ολοκλήρωνε την καριέρα του –γιατί πιστεύει ότι αυτό το πέτυχε ήδη με το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ»– αλλά «μάλλον έναν επίλογο». Το γιατί, όμως, τσεκούρωσε αυτή την ταινία, χωρίς μάλιστα να κάνει οποιαδήποτε δήλωση σχετικά, έχει γίνει θέμα ακραίων σχολίων στο διαδίκτυο. Ωστόσο, στο παρελθόν έχει πει ότι «οι τελευταίες ταινίες των περισσότερων σκηνοθετών είναι άθλιες», και ίσως η πίεση να βγει από πάνω τον έκανε να σταματήσει. Στο παρελθόν, εξάλλου, έχει παραιτηθεί από πολλά άλλα σενάρια.
Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η λογική που τον έκανε να αλλάξει γνώμη για το «The Movie Critic», γεγονός είναι ότι το τελευταίο ανολοκλήρωτο project του Ταραντίνο μπαίνει στο πάνθεον των ταινιών που δεν έγιναν ποτέ, αν και μπορεί να ήταν υπέροχες, γράφει ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου στην Telegraph και αναφέρει οκτώ παραδείγματα, ίσως τα πιο χαρακτηριστικά:
1. «Ναπολέων» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Τον Σεπτέμβριο του 1968 εκατοντάδες βιβλία για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στάλθηκαν από το Παρίσι στο γραφείο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο Λονδίνο. Ο αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός άρχισε να τα διαβάζει με εμμονική ζέση –όπως συνήθιζε, άλλωστε– κάνοντας έρευνα για την ταινία του. Το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» είχε μόλις κυκλοφορήσει και ο «Ναπολέων» θα ήταν η επόμενη ταινία του, «ένα επικό ποίημα δράσης», όπως σχεδίαζε.
Δουλεύοντας το σενάριο έπαιξε με την ιδέα του Ντέιβιντ Χέμινγκς ή του Οσκαρ Βέρνερ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά τελικά αποφάσισε ότι ο πιο κατάλληλος θα ήταν ο Τζακ Νίκολσον, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι.
Υπήρξαν, όμως, αρκετοί παράγοντες, που τον σταμάτησαν, όπως η απογοητευτική αποτυχία που είχε στο box office το «Βατερλό» του Σεργκέι Μπονταρτσούκ (1970). Ο Κιούμπρικ προσπάθησε να αναβιώσει τον «Ναπολέοντά» του αργότερα, αλλά τα οικονομικά της εποχής δεν το επέτρεψαν: οι τεράστιοι ρυθμοί πληθωρισμού σήμαιναν ότι ο απαραίτητος προϋπολογισμός για ένα πολεμικό έπος τριών ωρών ήταν πολύ επικίνδυνος για οποιοδήποτε αμερικανικό στούντιο. Αυτή η ταινία θα στοίχειωνε τον Κιούμπρικ για χρόνια, και πιθανότατα (αν ζούσε) δεν θα τον παρηγορούσε το γεγονός ότι ο Ρίντλεϊ Σκοτ κατάφερε τελικά να γυρίσει τη δική του παιχνιδιάρικη εκδοχή.
2. «Dune» του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι
Μισό αιώνα πριν από τον Ντενί Βιλνέβ και μια δεκαετία πριν από τον Ντέιβιντ Λιντς, ο Αλεχάντρο Χοντορόφσκι, θέλοντας να ξεπεράσει κάθε όριο, επιστράτευσε τα καλύτερα ονόματα της εποχής και έβαλε την ψυχή του στην προσπάθεια να γυρίσει το κλασικό έπος επιστημονικής φαντασίας «Dune».
Ο διάσημος για τις υπερρεαλιστικές ταινίες του «El Topo» (1970) και «The Holy Mountain» (1973) σκηνοθέτης έπεισε μια κοινοπραξία γάλλων παραγωγών ότι το όραμά του θα μπορούσε να επιτευχθεί, παρά το γεγονός ότι το έργο του Φρανκ Χέρμπερτ («στο μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου») θα διαρκούσε τουλάχιστον 11 ώρες στην οθόνη και θα κόστιζε 15 εκατ. δολάρια.
Μόνο ο Σαλβαδόρ Νταλί ζήτησε 100.000 δολάρια την ώρα για να παίξει τον Αυτοκράτορα του Γνωστού Σύμπαντος Σαντάμ Κορίνο Δ’, πλάι στον Ορσον Γουέλς στον ρόλο του «αιωρούμενου χοντρού» βαρόνου Βλαντιμίρ Χαρκόνεν, τον Μικ Τζάγκερ ως Φάιντ-Ράουτα Χαρκόνεν και γενικά ένα τρελό διεθνές καστ, που περιλάμβανε ακόμη τους Γκλόρια Σουάνσον, Αλέν Ντελόν, Ερβέ Βιλσέζ, Ούντο Κίερ, Τζεραλντίν Τσάπλιν και Ντέιβιντ Κάρανταϊν, ενώ ο Μπρόντις, ο 12χρονος γιος του Χοντορόφσκι, θα έπαιζε τον Πολ Ατρείδη.
Το εντυπωσιακό είναι ότι συγκεντρώθηκαν περίπου 10 εκατ. δολάρια, με τα δύο εξ αυτών να έχουν δαπανηθεί κατά την προ-παραγωγή, σε σχέδια πλασμάτων του Moebius, σκηνικά του HR Giger, ειδικά εφέ του Νταν Ο’Μπάνον (συν-σεναριογράφος της κωμωδίας επιστημονικής φαντασίας του 1974 «Σκοτεινό Αστέρι») και μουσική των Pink Floyd.
Αλλά τελικά ο γαλλοχιλιανός σκηνοθέτης δεν τα κατάφερε. Το ντοκιμαντέρ «Jodorowsky’s Dune» (2013) του Φρανκ Πάβιτς, με βασικό πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Χοντορόφσκι, αφηγείται την επική δονκιχωτική προσπάθεια που έφαγε πολλά χρόνια από τη ζωή πολλών ταλαντούχων ανθρώπων, προτού τους τσακίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
3. «Η Καρδιά του Σκότους» του Ορσον Γουέλς
Το 1939, ο 24χρονος Ορσον Γουέλς είχε ήδη αποδείξει τις ικανότητές του με τη σκηνοθεσία του «Ιουλίου Καίσαρα» και την επική φάρσα του από το μικρόφωνο του CBS στις 30 Οκτωβρίου 1938. Στην εκπομπή «The Mercury Theatre on the Air» ο Γουέλς μετέδωσε μια επικαιροποιημένη ραδιοφωνική δραματοποίηση, με τη μορφή ζωντανών ειδήσεων, του κλασικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς «Ο Πόλεμος των Κόσμων», προκαλώντας «ένα τεράστιο κύμα μαζικής υστερίας» σε χιλιάδες ακροατές του σταθμού, που πίστεψαν ότι είχαν όντως εισβάλει οι Αρειανοί, σπέρνοντας τον θάνατο και την καταστροφή στο Νιου Τζέρσεϊ και στη Νέα Υόρκη, όπως έγραψαν το επόμενο πρωί οι New York Times.
Ο νεαρός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και πολλά άλλα παρουσιάστηκε στο RKO Pictures –τότε ένα από τα πέντε μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ– με ένα σενάριο 174 σελίδων βασισμένο στη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ «Η Καρδιά του Σκότους» (1899), θέλοντας να κάνει με αυτήν το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη.
Ο ίδιος ο Γουέλς θα έπαιζε τον Μάρλοου, σχεδόν εξ ολοκλήρου σε voiceover, επειδή στόχος του ήταν να αφηγηθεί την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος μέσα από το βλέμμα του χαρακτήρα, με συνολικά 165 πλάνα του αφηγητή, τα οποία περιγράφονταν σχολαστικά στο σενάριο. Ταυτόχρονα σκόπευε να παίξει και τον συνταγματάρχη Κουρτζ, θέλοντας να υπογραμμίσει τη δυαδικότητα του ανθρώπου.
Ωστόσο η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ. Ο προϋπολογισμός του ενός εκατ. δολαρίων θεωρήθηκε τεράστιος για έναν νέο σκηνοθέτη, αλλά αυτό που κυρίως τρόμαξε τα στελέχη του RKO ήταν η πρόθεση του Γουέλς να φέρει επανάσταση στην κινηματογραφική αισθητική. Τους ανησύχησε το θέμα της λαγνείας για την εξουσία, ενώ η σαφής στάση του σεναρίου ενάντια στον φασισμό το έκανε επικίνδυνο, με τις διεθνείς σχέσεις να βρίσκονται, τότε, στην κόψη του μαχαιριού.
Ο Γουέλς, λοιπόν, πέρασε στο plan B, που ήταν ο «Πολίτης Κέιν». Ωστόσο η «Καρδιά του Σκότους» δεν ήταν η μόνη ταινία που εγκατέλειψε ο ταλαντούχος δημιουργός. Ανάμεσα στα ανολοκλήρωτα projects του ήταν επίσης οι ταινίες «Δον Κιχώτης», «Εμπορος της Βενετίας» και «The Other Side of the Wind».
4. «Ο Δράκουλας» του Κεν Ράσελ
Κάποια στιγμή, ανάμεσα στο μιούζικαλ «Tommy» (1975) και την ταινία τρόμου «Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις» (1980), ο Κεν Ράσελ έγραψε το δικό του σενάριο για τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ (εκδ. Στοχαστής), μεταφέροντας την πλοκή από τη δεκαετία του 1890 στη δεκαετία του 1920 και μετατρέποντας την αθώα Λούσι σε ντίβα της όπερας και τον Κόμη Δράκουλα σε έναν αισχρό εστέτ που αλλάζει προσωπικότητα. (Αργότερα, μάλιστα, θα κατηγορούσε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα για λογοκλοπή ιδεών για την εκδοχή του το 1992.)
Υπολόγιζε, δε, στους ηθοποιούς Πίτερ Ο’ Τουλ ή Ολιβερ Ριντ για τον ρόλο του Δράκουλα, στον Πίτερ Ουστίνοφ ως Βαν Χέλσινγκ, στη Μία Φάροου ως Λούσι, στη Σάρα Μάιλς ως Μίνα, στον Μάικλ Γιορκ ως Τζόναθαν Χάρκερ και –το πιο παράξενο από όλα– στον ντράμερ Μικ Φλίτγουντ για έναν άγνωστο ρόλο. «Βρήκα έναν λόγο για τον οποίο ο Δράκουλας θα ήθελε να ζήσει για πάντα» έγραψε ο Ράσελ. Ωστόσο δεν ήταν ο δικός του Κόμης Δράκουλας, που θα ζούσε για πάντα.
Το 1979 κυκλοφόρησαν τρεις διαφορετικές εκδοχές: ο «Δράκουλας» του Τζον Μπάνταμ, με τον Φρανκ Λαντζέλα στον ομώνυμο ρόλο, το «Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας» του Βέρνερ Χέρτσογκ, με τον Κλάους Κίνσκι, και η κωμωδία «Love at First Bite» του Σταν Ντραγκότι, με τον Τζορτζ Χάμιλτον.
5. «Η Γένεση» του Ρομπέρ Μπρεσόν
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν, ο πρωτοπόρος γάλλος σκηνοθέτης που επηρέασε βαθύτατα το σινεμά, με τον Σκορσέζε να παραμένει πάντα μεγάλος θαυμαστής του μινιμαλιστικού ύφους του, μετά από μια σειρά αριστουργήματα, παραλίγο να πραγματοποιήσει την ιδέα της μεταφοράς του βιβλίου της Γένεσης στην οθόνη το 1963.
Ο Ντίνο Ντε Λαουρέντις είχε συμφωνήσει να αναλάβει την παραγωγή της ταινίας, που θα μας μετέφερε από τη δημιουργία του Σύμπαντος ως το κτίσιμο του Πύργου της Βαβέλ. Εκανε μάλιστα και μερικές δοκιμαστικές λήψεις, αλλά η σεκάνς της Κιβωτού του Νώε αποδείχθηκε μεγάλος πονοκέφαλος.
Ο Ντε Λαουρέντις είχε βρει δεκάδες ζευγάρια άγριων ζώων, τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να πειστούν να παίξουν τόσο καλά όσο ο γάιδαρος στην ταινία του Μπρεσόν «Κατά Τύχη ο Βαλτάσαρ» («Au Hasard, Balthazar», 1966). Η λύση του σκηνοθέτη «να φανούν μόνο τα ίχνη τους στην άμμο» δεν έπεισε τον παραγωγό και τα γυρίσματα σταμάτησαν.
Πολύ αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Μπρεσόν προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναβιώσει την ταινία. Θα ήταν η τελευταία του. «Θέλω πάρα πολύ να την κάνω», είπε το 1983 στον κριτικό Μισέλ Σιμάν, «θα ορμήσω όπως κάποιος ορμάει στον ωκεανό».
6. «Ρόνι Ρόκετ» του David Lynch
Αφού μάγεψε τους σινεφίλ με το θρυλικό «Eraserhead» (1977), την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, ο Ντέιβιντ Λιντς αποφάσισε στη συνέχεια να γυρίσει το «Ρόνι Ρόκετ» σε δικό του σενάριο, με υπότιτλο «Το Παράλογο Μυστήριο των Παράξενων Δυνάμεων της Υπαρξης». Η υπόθεση αφορούσε έναν ντετέκτιβ, που μπορεί να στέκεται στο ένα πόδι και προσπαθεί να μπει σε μια μυστηριώδη δεύτερη διάσταση, αλλά τον καταδιώκουν οι «Donut Men», που χρησιμοποιούν ως όπλο τον ηλεκτρισμό.
Παράλληλα εξελίσσεται και η ιστορία του Ρόναλντ Ντ’Αρτε, ενός έφηβου νάνου που, για να επιβιώσει μετά από ένα χειρουργικό ατύχημα, είναι αναγκασμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα να συνδέεται στο ρεύμα. Το αγόρι ονομάζει τον εαυτό του Ρόνι Ρόκετ, γίνεται ροκ σταρ και κάνει σχέση με τη χορεύτρια Ελέκτρα-Κιουτ.
Πέρα από αυτούς τους χαρακτήρες, το βασίλειο της ταινίας θα ήταν τα καπνογόνα, οι ηλεκτρικοί σπινθήρες και οι πετρελαιοκηλίδες, ενώ το σενάριο περιλάμβανε «την κουλτούρα της δεκαετίας του 1950 εξιδανικευμένη, βιομηχανικό ντιζάιν, νάνους και παραμορφωμένα σώματα». Στην ουσία, δηλαδή, ήταν ένα προσχέδιο όλων των ταινιών που θα γύριζε ο Λιντς στη συνέχεια.
Το πρόβλημα, ως συνήθως, ήταν οικονομικό: ο σκηνοθέτης χρειάστηκε να γυρίσει τον «Ανθρωπο Ελέφαντα» (1980) και το δικό του «Dune» (1984) πριν μπορέσει να εξασφαλίσει ένα τόσο μεγάλο budget. Την παραγωγή δέχτηκαν κατά καιρούς να αναλάβουν μεγάλα ονόματα, όπως ο Ντίνο ντε Λαουρέντις, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Μελ Μπρουκς. Αλλά είτε φαλήρισαν οι εταιρίες τους είτε αποσύρθηκαν λίγο πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, αναγκάζοντας τον Λιντς να βάλει την ιδέα του στο συρτάρι.
7. «Λένιγκραντ: 900 μέρες», του Σέρτζιο Λεόνε
Οπως περιέγραφε συχνά ο Σέρτζιο Λεόνε, η τελευταία του ταινία θα ξεκινούσε με ένα κοντινό πλάνο στα χέρια του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στο πιάνο, ενώ ψάχνει τις νότες της έβδομης συμφωνίας του, της επονομαζόμενης «Συμφωνίας του Λένινγκραντ». Είναι το καλοκαίρι του 1941 και ο μεγάλος ρώσος συνθέτης βρίσκεται στο Λένινγκραντ κατά την πολιορκία των 900 ημερών της πόλης από τους Γερμανούς, όταν και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη της συμφωνίας.
Στην πιο περίτεχνη και ακριβή, μοναδική σκηνή που γυρίστηκε εκείνη την εποχή, η κάμερα του Λεόνε, με το σαρωτικό κρεσέντο της μουσικής, περνούσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του συνθέτη για να δείξει την «ανοιχτή πληγή» της πόλης την αυγή: ουρές από πεινασμένους Ρώσους, πτώματα, εγκαταλειμμένες κηδείες, αιχμάλωτοι γερμανοί στρατιώτες που μαστιγώνονται, τραμ που διασχίζουν ένα προάστιο, φορτηγά σε ανώμαλη πορεία στα χαρακώματα και μια στέπα όπου μια λεγεώνα χιλίων τανκς Black Panzer περιμένει διαταγές για επίθεση.
Το πρόβλημα ήταν ότι, αν και ο Λεόνε ισχυρίστηκε πως είχε διαλέξει τον Ρόμπερτ ντε Νίρο (ο οποίος πρωταγωνιστούσε στο επικό κύκνειο άσμα του ιταλού σκηνοθέτη «Κάποτε στην Αμερική», του 1984) για τον ρόλο ενός παγιδευμένου αμερικανού φωτορεπόρτερ, ο ίδιος ο Ντε Νίρο δεν το… ήξερε. Επίσης, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κανένα σενάριο πέρα από την ιδέα για την αρχή της ταινίας. Ο σκηνοθέτης πέτυχε θεωρητικά να συγκεντρώσει 15 εκατ. δολάρια ρωσικής χρηματοδότησης, δεν κατάφερε όμως ποτέ να κάνει τα γυρίσματα μέχρι το 1989, που πέθανε.
8. «Στα Βουνά της Τρέλας», του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
Η πιο διάσημη ταινία αυτού του αιώνα, που δεν γυρίστηκε ποτέ, είναι ίσως η μεταφορά της κλασικής ιστορίας του Χ.Φ. Λάβκραφτ «Στα Βουνά της Τρέλας» του 1931 (εκδόσεις Οξύ), που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο τόσο με την ανεξερεύνητη τότε Ανταρκτική όσο και με την καταγωγή αρκετών στοιχείων της Μυθολογίας Κθούλου. Σύμφωνα με το στόρι, ο εξέχων καθηγητής Γεωλογίας Ντάιερ μαθαίνει ότι μια επιστημονική αποστολή θα αναχωρήσει σύντομα για την Ανταρκτική ακολουθώντας τα βήματα του ταξιδιού που είχε κάνει ο ίδιος, λίγα χρόνια πριν. Με την ελπίδα να αποτρέψει την προσπάθεια, ο Ντάιερ αποφασίζει να κάνει μια πλήρη αφήγηση για τον αρχαίο εξωγήινο πολιτισμό, που κρύβεται πίσω από την οροσειρά των Βουνών της Τρέλας, και τα τραγικά γεγονότα τα οποία είχε βιώσει εκείνος, αυτή τη φορά χωρίς να παραλείψει τα αποσπάσματα που είχε αποσιωπήσει κατά την επιστροφή του, από φόβο μήπως τον θεωρήσουν τρελό.
Η ιστορία δύσκολα θα μπορούσε να είναι περισσότερο συντονισμένη με τις εφιαλτικές εμμονές του Ντελ Τόρο. Και όπως συμβαίνει με σχεδόν όλες τις ταινίες αυτής της λίστας, στοιχεία της εμφανίζονται σε πολλές άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, πριν και μετά την απόπειρά του να γυρίσει τα «Βουνά της τρέλας».
Ο Ντελ Τόρο ήταν έτοιμος για τα γυρίσματα τον Ιούνιο του 2011, με τον Τομ Κρουζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο του εξερευνητή και τον Τζέιμς Κάμερον στην παραγωγή. Κόλλησε όμως γιατί τελικά η Universal έκανε πίσω όταν έμαθε πως σκόπευε να γυρίσει μια ταινία με την εμπορικά ζοφερή βαθμολογία R (ακατάλληλη κάτω των 17 ετών) και με προϋπολογισμό που θα ξεπερνούσε τα 150 εκατ. δολάρια. Προσπάθησαν να την κατεβάσουν στο PG-13 (με γονική καθοδήγηση κάτω των 13 ετών), αλλά ο Ντελ Τόρο δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στον Λαβκραφτ. Και έτσι, η παραγωγή κατέρρευσε. Ωστόσο, ο μεξικανός σκηνοθέτης δεν εγκατέλειψε τον αγαπημένο του συγγραφέα. Πρόσφατα κατάφερε να διασκευάσει δύο από τα διηγήματά του για τη σειρά του Netflix, «Cabinet of Curiosities», ενώ ακούγεται ότι μπορεί τελικά να γυρίσει και τα «Βουνά της τρέλας» με το Netflix.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News