Μορφή της αμερικανικής διπλωματίας, όταν «αμερικανική διπλωματία» σήμαινε τελικά μια ομάδα γραφειοκρατών και πολιτικών να αποφασίζει και να ορίζει τις τύχες των λαών και των κρατών. Ενας σοφός του 20ού αιώνα, αλλά με τον κυνισμό του 20ού αιώνα. Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, το πνεύμα και το ύφος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά εν τέλει και ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής —νόμιζε κανείς ότι αυτός ο πανούργος και ρεαλιστής πολιτικός δεν θα έφευγε ποτέ από δίπλα μας. Κι όμως, ο Χένρι Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί των ημερών του Ρίτσαρντ Νίξον και του Τζέραλντ Φορντ στην προεδρία, πέθανε στα 100 του χρόνια.
Βασικός διαμορφωτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ο Κίσινγκερ, γόνος οικογένειας Γερμανοεβραίων, «πέθανε στο σπίτι του στο Κονέτικατ», ανέφερε το ίδρυμα που ίδρυσε ο ίδιος.
Ο Κίσινγκερ πιστώθηκε την προσέγγιση με τη Μόσχα και με το Πεκίνο. Αλλά χρεώνεται την τραγωδία της Κύπρου, το αιματοβαμμένο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή, όταν με τη στήριξη των ΗΠΑ ο Πινοσέτ ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο Σαλβαδόρ Αλιέντε καθώς και μια σειρά άλλες «παρεμβάσεις» του αμερικανικού παράγοντα σε πραξικοπήματα.
Επί των ημερών του εξάλλου είχε κυκλοφορήσει το εξής ανέκδοτο: «Γιατί στις ΗΠΑ δεν γίνονται πραξικοπήματα; Γιατί στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμερικανική πρεσβεία».
Ο Guardian το έγραψε σε λίγες λέξεις στη νεκρολογία που δημοσίευσε: Ο Κίσινγκερ ήταν ένας άνθρωπος «με ασύγκριτες διπλωματικές δεξιότητες, ακάματη ενέργεια και ανελέητη επιθυμία να προστατεύσει τα συμφέροντα της χώρας του».
Στον ίδιο αποδίδεται η εξής φράση, την οποία είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλά έδειχνε τον απίστευτο κυνισμό του: «Το παράνομο το κάνουμε αμέσως. Το αντισυνταγματικό παίρνει λίγο παραπάνω».
♦ Διαβάστε: Κίσινγκερ, ο σκοτεινός άνθρωπος χωρίς συνείδηση
Ενδειξη της αύρας και της επιρροής του βραχύσωμου άνδρα με τα χοντρά γυαλιά, την μπάσα φωνή και τη χαρακτηριστική γερμανική χροιά της προφοράς του στα αγγλικά: παρά την πολύ προχωρημένη ηλικία του, τον συμβουλευόταν συχνά μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ, και όχι μόνο, ενώ όχι σπάνια τον υποδέχονταν στο εξωτερικό αρχηγοί κρατών.
Στο τελευταίο του μείζον ταξίδι, τον Ιούλιο, επισκέφθηκε το Πεκίνο, για να συναντηθεί με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Αυτός ο τελευταίος εξήρε τον «θρυλικό διπλωμάτη» ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην προσέγγιση της Κίνας και των ΗΠΑ τα χρόνια του 1970.
Ουδείς άλλος σημάδεψε όσο αυτός την αμερικανική εξωτερική πολιτική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Φημισμένος για τις απαράμιλλες διαπραγματευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσινγκερ ταυτόχρονα συχνά επεδείκνυε ροπή στον αυταρχισμό.
Ο πραγματιστής πολιτικός που πιστώνεται την «αμερικανική Realpolitik» ήταν πάντα αληθινό «γεράκι» της Ουάσινγκτον – υπήρξε περίπλοκη προσωπικότητα, που γεννούσε τόσο θαυμασμό όσο και μίσος.
Ο ναζισμός σημάδεψε ανεξίτηλα τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Αλφρεντ Κίσινγκερ, που γεννήθηκε την 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία): στα 15 του, μετατρεπόταν σε πρόσφυγα στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 χρόνια του, θα κατατασσόταν στον στρατό και θα υπηρετούσε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.
♦ Διαβάστε: Ο πατέρας μου, ο Χένρι Κίσινγκερ
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας διακαώς να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ – από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό –και ιδιαίτερα φιλόδοξο– καθηγητή. Ήταν εξάλλου τα χρόνια της αμερικανικής εμπλοκής στο Βιετνάμ, στην κορύφωση πια του Ψυχρού Πολέμου και του ανταγωνισμού με την ΕΣΣΔ.
Ομως ο διοπτροφόρος πανεπιστημιακός δεν θα μετατρεπόταν σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας παρά την περίοδο του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν αρχικά έγινε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών – κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.
Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη Σοβιετική Ενωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα –με άκρα μυστικότητα– για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.
Διεξήγαγε εξάλλου, επίσης με άκρα μυστικότητα, ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι, διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.
Το αμφιλεγόμενο Νομπέλ
Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν το απένειμε το Νομπέλ Ειρήνης το 1973 – όμως ο βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση του Κίσινγκερ για έναν πόλεμο κατά τον οποίο οι ΗΠΑ έσπειραν τον θάνατο και την καταστροφή στη μισή Ινδοκίνα, πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην Ιστορία.
Επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.
Ομως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του: ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ»: σκοπός του ήταν η εξάλειψη με κάθε μέσο των δημοκρατικών –και συνήθως αριστερών– αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική στα χρόνια του 1970 και του 1980.
Μολαταύτα, ο συγγραφέας των βιβλίων «Διπλωματία» (1994) και «Παγκόσμια Τάξη» (2014), πατέρας δυο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη φιλάνθρωπο Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και –φυσικά– παρέμενε γεράκι: τον Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος-μέλος του NATO.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News