Ο γάλλος σκιτσογράφος Ζαν-Ζακ Σεμπέ, γνωστός για την εικονογράφηση της σειράς παιδικών βιβλίων «Ο μικρός Νικόλας» (Le petit Nicolas) και τις γελοιογραφίες του στον Τύπο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, όπως ανακοίνωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP) η σύζυγός του Μαρτίν Γκοσιό Σεμπέ.
Ο Ζαν-Ζακ Σεμπέ άφησε την τελευταία του πνοή το απόγευμα της Πέμπτης, «στο εξοχικό του, περιτριγυρισμένος από τη σύζυγο και στενούς φίλους του», δήλωσε στο AFP ο Μαρκ Λεκαρπεντιέ, βιογράφος του και φίλος του σκιτσογράφου.
Ο Σεμπέ που γεννήθηκε το 1932 σε ένα χωριό κοντά στο Μπορντό και ήθελε να γίνει πιανίστας της τζαζ, έμελλε να γίνει ο εικονογράφος της παιδικής ανεμελιάς. Ομως δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Παράτησε το σχολείο στα 14 του και είπε ψέματα για την ηλικία του ώστε να μπορέσει να καταταγεί στον στρατό. Οπως ανέφερε ο Guardian, ούτε ο στρατός τού πήγε και έτσι άρχισε να βγάζει τα προς το ζην πουλώντας σκίτσα σε παριζιάνικες εφημερίδες.
Η εργασία του στα μέσα ενημέρωσης τον έφερε κοντά στον Ρενέ Γκοσινί, τον σεναριογράφο του Αστερίξ (με σκίτσα του Αλμπέρ Ουντερζό) και του Λούκυ Λουκ (στα σχέδια του Μορίς). Ο Γκοσινί, ένας επαγγελματίας του γαλλικού χιούμορ, πλησίασε τον Σεμπέ και του πρότεινε να δημιουργήσει κόμικ με ένα άτακτο παιδί. Η πρώτη απόπειρα έγινε τον Σεπτέμβριο του 1955 με τον Γκοσινί να υιοθετεί το ψευδώνυμο Agostini. O Σεμπέ δεν ένιωσε άνετα ως δημιουργός κόμικ και επέστρεψε στο κλασικό εικονογραφημένο κείμενο: με τη μορφή αυτή –κείμενα Ρενέ Γκοσινί, σχέδια Ζαν-Ζακ Σεμπέ– έκανε την εμφάνισή του το 1959 στο ιστορικό εβδομαδιαίο περιοδικό Pilote ο «Μικρός Νικόλας».
Δεν ήταν επιτυχία από την αρχή. Ομως με την πάροδο του χρόνου, αυτή η παιδική παρέα που έμοιαζε με ένα άλλο γαλατικό χωριό –αυτή τη φορά τοποθετημένη σε μια ανώνυμη γαλλική πόλη του 1950– έγινε παγκόσμια επιτυχία: περισσότερα από 15 εκατ. βιβλία έχουν πωληθεί σε περισσότερες από 45 χώρες, πολλά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
To 1978 o Σεμπέ ήταν πια τόσο διάσημος που ο New Yorker τον προσέλαβε για να εικονογραφεί τα εμβληματικά εξώφυλλά του. Εκανε υπέροχες δουλειές στο νεοϋορκέζικο έντυπο ο Σεμπέ, όμως ο «Μικρός Νικόλας» ήταν αυτός που σφράγισε την εργογραφία του.
Ο Γκοσινί είχε πει για τον «Μικρό Νικόλα» ότι ήταν η δική τους απόπειρα να ξαναγίνουν παιδιά. «Δεν ήμουν ποτέ Γαλάτης, ούτε καουμπόης, ήμουν όμως παιδί, και ο Σεμπέ το ίδιο, φυσικά. Οι ιστορίες γεννήθηκαν από τις δικές του αναμνήσεις, όπως μου τις αφηγήθηκε, και από τις δικές μου στην Αργεντινή. Η μυρωδιά του κρουασάν με σοκολάτα μετά το σχολείο, η ατμόσφαιρα του διαλείμματος, όλο αυτό το ατελείωτο πηγαινέλα της παιδικής ηλικίας που ο Σεμπέ, από την πλευρά του, είχε τόσο έντονα νιώσει».
Ο Σεμπέ είχε μια πιο σκοτεινή θεώρηση. Είχε ζήσει σε ανάδοχη οικογένεια όπου το ξύλο ήταν καθημερινότητα και μετά επέστρεψε στη μητέρα του, η οποία επίσης τον έδερνε. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του. «Οι ιστορίες του “Μικρού Νικόλα” ήταν ένας τρόπος να ξαναδώ αυτή τη μιζέρια, την οποία άντεξα και τελικά όλα πήγαν καλά», είχε πει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News