«Ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων αποδέχομαι την επερχόμενη ευθύνη που θα επωμιστώ θεωρητικά ή πρακτικά, σας ζητώ να μου την αναθέσετε και είμαι βέβαιος ότι θα την ασκήσω, αν χρειαστεί, με τρόπο που να δικαιώνει τις προσδοκίες σας». Αυτό υπογράμμισε με έμφαση ο Πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, μιλώντας στην Ολομέλεια, κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».
Οπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Διοικητής της ΕΥΠ υποβάλλει στον Προέδρο της Βουλής αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα, μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, προκειμένου ο Πρόεδρος να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών.
Οπως επεσήμανε ο κ. Τασούλας, «η απόφαση αυτή είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πολιτειακό φίλτρο το οποίο θα λάβει υπόψιν περισσότερες παραμέτρους από ότι ένας υπηρεσιακός παράγων θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί όταν θα ενέκρινε μια τέτοια πρωτοβουλία τόσο σοβαρή εφόσον αφορά σε πολιτικά πρόσωπα».
Ο κ. Τασούλας υπογράμμισε ακόμη ότι «η μεγαλύτερη επιβεβαίωση της ορθότητας αυτής της πρωτοβουλίας, παρά το βάρος της ευθύνης, είναι η βάσιμη αίσθηση που έχω ότι εάν αυτό υπήρχε πριν δύο χρόνια πολλά πράγματα θα είχαν αποτραπεί», προερχόμενα από το «απαράδεκτο συμβάν της παρακολουθήσεως του κ. Ανδρουλάκη». Και σχολίασε ότι πρόκειται για «μία σωστή πρωτοβουλία την οποία αξίζει να αναλάβουμε καθώς αναθέτει μια ευθύνη η οποία έχει να κάνει με την προστασία της χώρας, με την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου, αλλά και με την προστασία της εθνικής ασφαλείας».
Αναφέρθηκε τέλος στη «μεγάλη σημασία της ύπαρξης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία επιτελεί εθνικό έργο και μέσω της περαιτέρω θεσμικής θωράκισης της λειτουργίας της, φιλοδοξούμε να βοηθηθεί στην αντιμετώπιση θεμάτων εθνικής ασφαλείας, στους τομείς της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής, την ενεργειακής ασφάλειας και της κυβερνοασφάλειας».
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Τασούλα στην Ολομέλεια της Βουλής
Ήταν τόσο τρυφερός ο κ. Καστανίδης έναντι του κυρίου Υπουργού για την ομιλία του, που μου θύμισε κύριε Καστανίδη ένα που γράφει ο Ιώβ. «Επί τω εμώ ρήματι ου προσέθεντο, περιχαρείς δε εγένοντο οπόταν αυτοίς ελάλουν». Είναι μια περιγραφή κάποιου που όσοι τον ακούν είναι περιχαρείς. Φαίνεται, έτσι θέλουμε να σας ακούμε, κύριε Υπουργέ, και να είμαστε περιχαρείς.
Στο θέμα μας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Δεν συνηθίζω να τοποθετούμαι επί νομοσχεδίων. Άλλωστε ο Πρόεδρος της Βουλής ως μονοπρόσωπο άμεσο όργανο του κράτους που ασκεί τις αρμοδιότητές του όπως περιγράφονται στο Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τους νόμους, μέσα στο πλαίσιο της αυτονομίας της Βουλής οφείλει, χωρίς να το καταφέρνει πάντα, να επιδεικνύει αμεροληψία στα καθήκοντά του και διακριτικότητα εν σχέσει με την κομματική του προέλευση.
Παρά ταύτα ο Πρόεδρος της Βουλής, επαναλαμβάνω, ως μονοπρόσωπο άμεσο όργανο του κράτους έχει προικισθεί, έχει θωρακιστεί με σημαντικές αρμοδιότητες -και το λέω αυτό για να φανεί ότι η καινούργια του άρθρου 4 του παρόντος νομοσχεδίου δεν είναι κάτι το παράταιρο- οι οποίες έχουν να κάνουν φερ’ ειπείν με την αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, έχουν να κάνουν με την υπογραφή του ψηφίσματος για το ισχύον Σύνταγμα της χώρας, με την προσυπογραφή της αποφάσεως για διενέργεια δημοψηφίσματος, την απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος την υπογράφει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος της Βουλής.
Έχει καθήκοντα μεταγενέστερα του Συντάγματος του 1975, σχετικά πολύ πρόσφατα, τα οποία δεν υπήρχαν στον Κανονισμό της Βουλής μέχρι πρότινος και έχουν να κάνουν με το ότι προεδρεύει μιας ολιγομελούς επιτροπής της Βουλής οι εργασίες της οποίας είναι απόρρητες, η οποία ενημερώνεται από το Υπουργείο Εξωτερικών για τα απόρρητα κονδύλια, τις απόρρητες δαπάνες του Υπουργείου Εξωτερικών.
Προεδρεύει διαδικασιών βάσει των οποίων επιλέγονται οι διοικήσεις Ανεξάρτητων Αρχών και η ηγεσία της Δικαιοσύνης. Και ως μονοπρόσωπο όργανο μπορεί βάσει του άρθρου 83 του Κανονισμού της Βουλής να στέλνει πίσω αίτηση άρσεως ασυλίας χωρίς να πηγαίνει στην Επιτροπή δεοντολογίας αυτή η αίτηση και πολλώ δε μάλλον εις την ολομέλεια, εφόσον κρίνει ο ίδιος ότι αυτή αφορά σε νέα δίωξη η οποία όμως στηρίζεται στα ίδια πραγματικά στοιχεία προγενέστερης απόπειρας ασκήσεως δίωξης η οποία δεν ευδοκίμησε εις την ολομέλεια της Βουλής.
Συνεπώς ο Πρόεδρος της Βουλής έχει σημαντικές αρμοδιότητες απονεμημένες από το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο. Και τώρα στο άρθρο 4 έρχεται μία σημαντική αρμοδιότητα, μια σημαντική ευθύνη την οποίαν αν κανείς εις το πνεύμα της εποχής ήταν ιδιαίτερα φυγεύθυνος, θα εδικαιούτο να την αποποιηθεί.
Ωστόσο αν κάνει κανείς μία αναδρομική απόπειρα εφαρμογής αυτής της διατάξεως πριν από το απαράδεκτο, όπως όλοι έχουν ομολογήσει, συμβάν της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, θα μπορούσε να σκεφθεί ότι η ορθότητα αυτής της προβλέψεως μπορεί και να πηγάζει μόνο και μόνο από την εξέταση του τι αποτέλεσμα θα είχε εάν τότε που έγινε αυτό ίσχυε, αυτό δηλαδή που θα ψηφιστεί σε λίγο να ερωτάται ο Πρόεδρος της Βουλής για αυτό το οποίο τελικώς κάκιστα έγινε.
Συνεπώς, είναι μία βαριά αλλά καλοδεχούμενη υπό την έννοια της θεσμικής θωράκισης της χώρας και της συγκεκριμένης ανάγκης αρμοδιότητα, η οποία προφανώς μετά την ψήφιση της και θα ενσωματωθεί και στον Κανονισμό της Βουλής.
Η ιδιότητά μου επαναλαμβάνω δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε επιμέρους άρθρα του νομοσχεδίου είναι γύρω στα 50. Θα περιοριστώ όμως στο άρθρο το οποίο αφορά τον Πρόεδρο της Βουλής αλλά και σε μία γενικότερη ανάγκη να υπογραμμίσω στους συναδέλφους ότι παρά όλη αυτή τη φασαρία, παρά όλη αυτή την αντιπαράθεση, παρά όλη αυτή τη δριμύτατη κριτική και τις νέες θεσμικές πρωτοβουλίες, αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει που είναι το βασικότερο κατά τη γνώμη μου, είναι η μεγάλη σημασία της ύπαρξης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία επιτελεί εθνικό έργο. Και η περαιτέρω προφανώς θωράκιση της λειτουργίας της -θεσμικά εννοώ- φιλοδοξούμε να την βοηθήσει σε αυτό το εθνικό έργο προς αντιμετώπιση θεμάτων εθνικής ασφαλείας να μπορεί να βελτιωθεί. Και δεδομένου ότι η εθνική ασφάλεια πλέον περιγράφεται και αφορά στην άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια, αντιλαμβάνεστε ότι όλοι αυτοί οι τομείς είναι υψίστης σημασίας για την καλή πορεία των θεμάτων της χώρας.
Ας δούμε από το παρελθόν, από το 1957, μία περίπτωση χρησιμότητας αυτής της υπηρεσίας. «Στη σύνοδο του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ στη Βόννη έφτασε στο αποκορύφωμά του ένα ανορθόδοξο επεισόδιο που είχαμε με την Αγγλική Πρεσβεία Αθηνών. Θα το μνημονεύσω με κάθε δυνατή συντομία. Όταν επέστρεψα πληροφορήθηκα πως η ΚΥΠ είχε ανακαλύψει ότι όργανα της Αγγλικής Πρεσβείας είχαν παγιδεύσει ένα νέο κάπως πιο εμπιστευτικό τηλέφωνο της κατοικίας του Πρωθυπουργού και ότι σε κάποιο γραφείο τους κατέγραφαν στο μαγνητόφωνο τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Την επομένη με πάρα πολύ κόπο κατόρθωσα να πείσω τον Πρόεδρο της κυβερνήσεως να ενεργήσω κατά τον τρόπο που εγώ προτιμούσα και πού ψυχικά δεν του πήγαινε. Έτσι έκανα το εξής: Έγραψα σε ένα χαρτί με το χέρι μου το περιεχόμενο τριών συνομιλιών που θα έκανα τηλεφωνικώς με τον Πρωθυπουργό και σημείωσα σε επικεφαλίδα ότι οι συνομιλίες αυτές θα γίνονται αποκλειστικά με το σκοπό η Βρετανική Πρεσβεία που παγίδευσε το τηλέφωνο του Προέδρου να μεταδώσει το περιεχόμενό τους στον Αμερικανό Πρεσβευτή. Το χαρτί αυτό σφραγισμένο σε φάκελο το έστειλα στη Βέρνη της Ελβετίας και ο εκεί Πρεσβευτής μας το κατέθεσε προς φύλαξη στον γνωστότερο συμβολαιογράφο της ελβετικής πρωτεύουσας. Στο μεταξύ και ενώ συνεχίζαμε τη χρήση του παγιδευμένου τηλεφώνου κατά τρόπο που να φαίνεται ότι δεν είχαμε καθόλου υποψιαστεί την παγίδευση, κάναμε τις τρεις ψεύτικες συνομιλίες.
Η πρώτη ήταν ότι κατά ασφαλείς πληροφορίες η ΕΟΚΑ είχε στείλει στην Αθήνα μέλη της για να δολοφονήσουν τον Πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών και αν ήταν δυνατόν και τα μέλη της οικογενείας του. Η δεύτερη ψεύτικη συνομιλία ήταν επί της συζητήσεως για τη δημιουργία άξονα Βελιγραδίου-Αθηνών-Καΐρου», την περίοδο του ψυχρού πολέμου. «Η τρίτη ψεύτικη συνομιλία ήταν να κάνω επίσκεψη στη Μόσχα.
Όλα αυτά λέγονταν με τις λεπτομέρειες που είχαν γραφτεί στο χαρτί και το οποίο είχε κατατεθεί στη Βέρνη. Όταν έγιναν οι τρεις συνομιλίες και πέρασαν λίγες μέρες, κάλεσα στο γραφείο μου τον Αμερικανό Πρεσβευτή Τζορτζ Άλεν. Είμαστε στο καλοκαίρι του 1957. Μπροστά στον Γιώργο Σεφεριάδη», δηλαδή τον Σεφέρη που ήταν ανώτατο στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών, «τον ρώτησα αν είχε ακούσει τίποτε για τα τρία θέματα που προαναφέρθηκαν.
Μου απάντησε καταφατικά. Μου είπε ο Πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας του τα είχε θίξει, επιμένοντας ότι ήταν άριστα πληροφορημένος. Αμέσως μετά κάλεσα τον Βρετανό Πρέσβη Σερ Τσαρλς Πηκ και πάλι μπρος στον Σεφεριάδη του ανακοίνωσα το βρώμικο παιχνίδι, το οποίο προφανώς εν αγνοία του είχε παίξει εις βάρος μας και εις βάρος του Intelligence Service. Ήταν μια πολύ θλιβερή συνομιλία. Η σύγχυση του ξένου Πρεσβευτή δύσκολα μπορεί να περιγραφεί.
Όταν ήρθαν τα πειστήρια από τη Βέρνη, κάλεσα τον Αμερικανό Πρεσβευτή μαζί με τον επίσημο διερμηνέα της Πρεσβείας τον Καλιγγά, πρόσωπο που όλοι το εμπιστευόμαστε. Τους παρέδωσα έναν φάκελο σφραγισμένο με βουλοκέρι που έφερε την επικεφαλίδα του Ελβετού συμβολαιογράφου. Στο εξωτερικό του φακέλου ο τελευταίος έγραφε ιδιόχειρα το ιστορικό, την ημερομηνία της κατάθεσης προς φύλαξη κλειστού φακέλου, τις διαστάσεις, την αίτηση του Πρεσβευτή να του τον επιστρέψει κλειστός όπως ήταν, μέσα στο δικό του φάκελο.
Η ημερομηνία της καταθέσεως ήταν σαφώς προγενέστερη των πληροφοριών Πηκ προς Άλεν. Η ημερομηνία της αναλήψεως ήταν των τελευταίων ημερών. Ανοίχτηκαν οι φάκελοι και το ιδιόχειρο χαρτί διαβάστηκε από τον Καλιγγά που μετέφραζε φράση προς φράση. Επιβεβαίωνε πλήρως και αναμφισβήτητα όσα είχα πει στον Τζόρτζ Άλεν.
Μόλις έφτασα στη Βόννη για τη Σύνοδο του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ, ζήτησε αμέσως να με δει ο Ντάλες, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών. Γελούσε όλο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μου είπε, γελούσε επί μέρες με το πάθημα της Intelligence. «Τι καταπληκτική παγίδα τους στήσατε;». Είπε και άλλα ανάλογα, ακόμη. Ρωτούσε με πολλή περιέργεια λεπτομέρειες.
Τελικά, όμως, με ύφος βαρύθυμο παρατήρησε ότι υπήρχε και η δυσάρεστη πλευρά. Είχαμε κάνει διεθνή μάρτυρα κατηγορίας κατά της Μεγάλης Βρετανίας -το 1957 τη Μεγάλη Βρετανία, όχι τώρα, αυτοκρατορία- έναν Πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συνομιλία έγινε ξαφνικά ψυχρή, δυσάρεστη και από τις δύο πλευρές. Στο τέλος είπα ότι ενώ ξέραμε πόσο οδυνηρή θα ήταν η αποκάλυψη για τη Βρετανία και ενώ ξέραμε πόσο η αποκάλυψη θα μας ωφελούσε κομματικά στο εσωτερικό, δεν το είχαμε κάνει. Ήταν, όμως, αδύνατο να καλείται συνεχώς η Ελλάδα να πληρώνει τα σπασμένα όλου του κόσμου.
Αν οι Άγγλοι εξακολουθούσαν, βάσει φημών, να μας κατηγορούν ότι εμείς είμαστε πίσω από την ΕΟΚΑ, εμείς την τροφοδοτούμε με όπλα, τότε θα γινόταν γνωστές όλες οι λεπτομέρειες για να μάθει ο κόσμος ότι οι αγγλικές υπηρεσίες είχαν τις πληροφορίες που εμείς θέλαμε να έχουν. Γι’ αυτό τόσο η παγίδευση που προαναφέρθηκε όσο και μια άλλη παγίδευση του τηλεφώνου του Κύπριου Βουλευτή στη Βουλή των Ελλήνων Σάββα Λοϊζίδη που ήταν, επίσης, άριστα θεμελιωμένη, θα αποτελούσαν το αντικείμενο μιας μικρής βίβλου με φωτογραφίες και φωτοτυπίες. Αν χρειαζόταν θα τη μοιράζαμε κατά τη συζήτηση του ΟΗΕ. Αν δεν χρειαζόταν, θα την ξεχνούσαμε».
Πώς τελειώνει αυτή η ιστορία; «Δεν χρειάστηκε, όμως, να τη χρησιμοποιήσουμε αυτή τη «Λευκή Βίβλο». Κατηγορίες για τον ανεφοδιασμό της ΕΟΚΑ δεν επαναλήφθηκαν και δύο φορές που κάτι σχετικό έμμεσα ελέχθη, τη μια από τον Σέλγουιν Λόυντ, την άλλη από τον Υφυπουργό του των Εξωτερικών τον Νόουμπλ, ήρκεσε ένας υπαινιγμός μου για τις πηγές των πληροφοριών για να μην επιμένουν».
Σας διάβασα και σας κούρασα και ζητώ συγγνώμη, μια περιγραφή που έκανε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας του πώς χειρίστηκε μια πληροφορία που του έδωσε η τότε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Ελλάδος πως η Αγγλική Πρεσβεία παρακολουθούσε το τηλέφωνο του Έλληνα Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή το καλοκαίρι του 1957.
Η πληροφορία αυτή ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Δεν αντιμετωπίστηκε ούτε με θόρυβο ούτε με εσωτερική πολιτική αξιοποίηση. Αντιμετωπίστηκε προκειμένου να φέρει αντάλλαγμα εις την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τη μη επίκληση από τη Βρετανική Κυβέρνηση στον ΟΗΕ της μομφής -γιατί ήταν μομφή τότε αυτό, στα μάτια άλλων χωρών, όχι τα δικά μας- ότι η Ελλάδα τροφοδοτεί την ΕΟΚΑ με οπλισμό ο οποίος προκαλεί όλη αυτή την αναστάτωση στην Κύπρο, μια αποικία τότε της Αγγλίας και πριν την ανεξαρτησία της.
Το διάβασα για να σας δείξω και να σας πείσω με ένα παράδειγμα και όχι με μία περιγραφή και επιθετικούς προσδιορισμούς, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος μιας εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών που δουλεύει σωστά και που το λεγόμενο πολιτικό σύστημα την αξιοποιεί σωστά.
Έχω εδώ στα χέρια μου και μια άλλη έκθεση. Αυτή δεν είναι τόσο παλιά για τα δικά μου μάτια. Το 1981 είναι πολύ κοντά. Οι περισσότεροι είστε νεότεροι από εμένα.
«Ελληνική Δημοκρατία. Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. Επιτελικόν Γραφείον Αρχηγού Αθήνα 24 Μαρτίου 1981. Έχουμε την τιμή να σας υποβάλουμε κείμενο υπό τον τίτλο «Σοβιετικά πολεμικά σχέδια». Γεώργιος Βάμβας, Αρχηγός της ΕΥΠ».
Το 1981 η τότε ΕΥΠ υπέβαλε προς την Κυβέρνηση μία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση σχετικά με τα σχέδια της τότε Σοβιετικής Ένωσης, μέσα στα οποία περιγράφουν λεπτομερέστατα ένα σχέδιο που έχει να κάνει με την ενεργειακή εξάρτηση της Δύσης από τη Σοβιετική Ένωση. Και αν το διαβάσετε αυτό -που δεν θα το κάνω τώρα- θα δείτε ότι όλη αυτή η σημερινή ιστορία της ενεργειακής ταλαιπωρίας της Δύσης που προκαλείται από τη συμπεριφορά της Ρωσίας, περιγράφεται το 1981 ως συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκληθεί από τη Σοβιετική Ένωση για να αποδυναμώσει ενεργειακά τη Δύση.
Συνεπώς -και το κλείνω εδώ- δεν υπάρχει αμφιβολία -και αναφέρομαι σε πληροφορίες από το παρελθόν, για να μην τα μπλέξω με τα σημερινά και τα χθεσινά- ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών πρέπει να είναι όνομα και πράγμα Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε κινδύνους υπαρκτούς και όχι από δική μας επινόηση, που έχουν να κάνουν και με τους τέσσερις τομείς που το νομοσχέδιο ξεχωρίζει πλέον ως τομείς εθνικής ασφαλείας: άμυνα, εξωτερική πολιτική, ενεργειακή ασφάλεια και κυβερνοασφάλεια.
Πρέπει, συνεπώς, να επανέλθει η αξιοπιστία. Και στον βαθμό που το άρθρο 4 το πετυχαίνει φορτώνοντας στον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής μία μεγάλη ευθύνη, επαναλαμβάνω ότι αυτό είναι καλοδεχούμενο.
Ακούστηκαν διάφορες απόψεις νομικές από συνταγματολόγους και από πολιτικούς για την αρμοδιότητα αυτή του Προέδρου της Βουλής. Οφείλω να αναγνωρίσω ότι πρώτη φορά σε αυτή την Αίθουσα άκουσα την πρόταση για ανάμειξη του Προέδρου της Βουλής από τον κ. Καστανίδη, όταν συζητιόταν εδώ η επικύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του φετινού Αυγούστου με την οποία πάρθηκαν τα πρώτα «πυροσβεστικά» μέτρα βελτίωσης της κατάστασης του θεσμικού πλαισίου της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Και ακούστηκαν διάφορες απόψεις για το κατά πόσον ο Πρόεδρος της Βουλής πρέπει να είναι πριν ή μετά τους εισαγγελικούς λειτουργούς, κατά πόσον ο Πρόεδρος της Βουλής θα είναι αντικειμενικός, δεδομένου ότι ο Πρόεδρος της Βουλής έχει κομματική προέλευση και ιδιότητα και παρελθόν και ελπίζω και μέλλον. Όλα αυτά, βεβαίως, έχουν ένα νόημα, αλλά αν το δούμε θεσμικά και κάπως το αποπροσωποποιήσουμε, νομίζω πως δικαιούμαι να πω πως αυτή η διαδικασία μοιάζει πολύ, απλώς είναι πολύ πιο ολιγάνθρωπη, με τη διαδικασία της ασυλίας.
Προσέξτε λίγο τη διαδρομή. Η ασυλία ζητείται από τη Βουλή. Η άρση του απορρήτου ζητείται από τον Πρόεδρο της Βουλής. Εάν η Βουλή πει όχι, η υπόθεση σταματάει εκεί. Εάν ο Πρόεδρος της Βουλής πει όχι η υπόθεση σταματάει εκεί. Εάν η Βουλή πει ναι, η υπόθεση πάει στη δικαιοσύνη. Αν ο Πρόεδρος της Βουλής πει ναι, η υπόθεση πάει στους δύο Εισαγγελείς οι οποίοι προβλέπονται με τον παρόντα νόμο.
Έχουμε, δηλαδή, μία επανάληψη τρόπον τινά μιας διαδρομής η οποία, όμως, δεν αφορά σε συλλογικές οντότητες που την χειρίζονται, αλλά λόγω του απορρήτου και του εύλογα μυστικού χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας, γίνεται με πιο ολιγάνθρωπες συμμετοχές. Η διαδικασία, δηλαδή, είναι ότι ο Διοικητής της ΕΥΠ προτείνει στον Πρόεδρο της Βουλής με μία τεκμηρίωση, κυρίως όσον αφορά εις το άμεσο και εις το τεκμηριωμένο της διακινδύνευσης της εθνικής ασφαλείας.
Ο Πρόεδρος της Βουλής, εφόσον πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο λέει τη γνώμη του και ή το θέμα «πεθαίνει» εκεί ή συνεχίζει. Και εν συνεχεία επιλαμβάνονται οι εισαγγελείς, όπως επιλαμβάνεται και η δικαιοσύνη μετά την άρση ασυλίας.
Δεν μπορώ να προδικάσω ούτε να προβλέψω ποια θα είναι η έκβαση μιας τέτοιας ευθύνης, στην οποία ενδεχομένως κληθώ, ως Πρόεδρος της Βουλής, από τη Δευτέρα και μετά να αντιμετωπίσω. Αυτό που μπορώ να πω, όμως, είναι ότι, με βάση τις παραδόσεις που έχει ο θεσμός του Προέδρου της Βουλής, με βάση το θεσμικό οπλοστάσιο, το παλιότερο και το σημερινό, η απόφαση αυτή είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πολιτειακό φίλτρο, το οποίο θα λάβει υπ’ όψιν περισσότερες παραμέτρους από ό,τι ένας υπηρεσιακός παράγων θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί, όταν θα έκρινε μια τέτοια πρωτοβουλία τόσο σοβαρή, εφόσον αφορά σε πολιτικά πρόσωπα.
Και βεβαίως, πρέπει να αντιληφθούμε εδώ ότι δεν είναι μόνο μια μονοσήμαντη ερμηνεία της διακινδύνευσης, της αμεσότητάς της ή της βασιμότητάς της, που είναι και αυτά πολύ σημαντικά. Είναι να διαπιστώσουμε κιόλας πράγματα τα οποία ψάχνουμε και στην ασυλία: Εάν όλο αυτό υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα, εάν όλο αυτό παρεμποδίζει την ελεύθερη άσκηση των καθηκόντων του Βουλευτού, πράγματα τα οποία πρέπει να διαφυλαχθούν.
Είναι μια σημαντική ευθύνη, η οποία, αφού αναλυθεί και αποσυναρμολογηθεί στη συζήτηση που έγινε εδώ αυτές τις δύο μέρες, θα ακολουθήσει τη «λυδία λίθο» της. Και η «λυδία λίθος» της θα είναι η εφαρμογή.
Πάντως, νομίζω πως η μεγαλύτερη επιβεβαίωση της ορθότητος αυτής της πρωτοβουλίας, παρά το βάρος της ευθύνης, είναι η βάσιμη αίσθηση που έχω ότι, εάν αυτό υπήρχε πριν δύο χρόνια, πολλά πράγματα θα είχαν αποτραπεί προερχόμενα από την απαράδεκτη, όπως είπα, παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη. Άρα, είναι μια σωστή πρωτοβουλία, την οποία αξίζει να αναλάβουμε και η οποία, τελικά στους ώμους ενός στελέχους του λεγόμενου «πολιτικού δυναμικού» της χώρας αναθέτει μια ευθύνη, η οποία ευθύνη έχει να κάνει και με την προστασία της χώρας και με την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου, αλλά και με την προστασία της εθνικής ασφαλείας.
Ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, που θα επωμισθώ θεωρητικά ή πρακτικά αυτή την επερχόμενη ευθύνη, την αποδέχομαι. Σας ζητώ να μου την αναθέσετε και είμαι βέβαιος ότι θα την ασκήσω, εάν χρειαστεί, με τρόπο που να δικαιώνει τις προσδοκίες σας.
Ευχαριστώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News