Ηταν ιδιαίτερος ο Λουκανίδης. Ακόμη και στο μικρό του όνομα: Νεοτάκης. Ιδιαίτερος ως ποδοσφαιριστής, αλλά και ως χαρακτήρας. Η ζωή του, σενάριο για ταινία. Γεμάτη ανατροπές, δόξα, συμφορές, γλέντια, δεσμούς και ρήξεις. Ηταν ο καλύτερος έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών; Βαριά κουβέντα. Αδικη για τα άλλα «ιερά τέρατα». Αλλά, ασφαλώς, υπήρξε ο πιο ολοκληρωμένος. Ο «Τάκαρος», που την Πέμπτη «έφυγε» από τη ζωή στα 81 του, ήταν δεκαετίες μπροστά από την εποχή του. Ο προάγγελος του σύγχρονου παίκτη.
Εάν τον αναζητήσετε στη Wikipedia, θα καταλάβετε το γιατί. Στη στήλη «Προσωπικές πληροφορίες» αναφέρεται η θέση στην οποία αγωνιζόταν: Αμυντικός, Μέσος, Επιθετικός. Πρωτοφανές. Κανένας άλλος ποδοσφαιριστής -στον Κόσμο- δεν έχει καταχωριστεί και στις τρεις γραμμές του γηπέδου. Ο αστικός μύθος τον θέλει να έχει αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις της ενδεκάδας, εκτός από εκείνη του τερματοφύλακα. Λάθος! Εκεί άρχισε την καριέρα του ο Λουκανίδης: κάτω από τα γκολπόστ. Πρώτα στην ομάδα της Σχολής του (της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής) κι έπειτα στη Δράμα. Τα δοκάρια τα εγκατέλειψε, επειδή ήθελε να βρίσκεται σε δράση κάθε στιγμή.
Στη μεγάλη Δόξα Δράμας της δεκαετίας των ’50s, όπου πρωτόπαιξε στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 19 ετών, άκουγε τον προπονητή του να του φωνάζει κάθε τόσο: «Πίσω, Τάκη…». «Μπροστά, Τάκη…». Είτε στην άμυνα είτε στην επίθεση, ήταν το ίδιο αποτελεσματικός. Το ίδιο καθοριστικός. Η φυσική του θέση ήταν κεντρικός χαφ και στόπερ, όμως εκείνος έπαιζε μέχρι σέντερ φορ. Η φήμη του νεαρού που μπορούσε να κάνει όλες τις δουλειές μέσα στο γήπεδο δεν άργησε να φτάσει στ’ αυτιά των συλλόγων του ΠΟΚ. Προσπάθησαν να τον αποκτήσουν και οι τρεις, όμως εκείνος διάλεξε το «Τριφύλλι». Επειδή και η Δόξα, πριν από τον μαυραετό, είχε ως έμβλημα ένα μαύρο τριφύλλι, το οποίο συμβόλιζε τα δεινά της περιοχής στη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής.
Τον ήθελε και η Γιουβέντους, που τον είχε δει σε αγώνα της Εθνικής Ενόπλων. Ποτέ στο παρελθόν ένας ξένος σύλλογος δεν είχε ενδιαφερθεί για έλληνα παίκτη. Τα χρήματα που προσέφεραν οι Ιταλοί (400.000 δραχμές) ήταν μυθικό ποσό για την εποχή. Ο Λουκανίδης, όμως, αρνήθηκε να πάει στο Τορίνο. Τον λόγο τον είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Sport-retro.gr: «Δεν ήξερα τη γλώσσα. Τότε ήμουν βλαχάκι. Ελεγα, “να πάω στην Ιταλία, να με βρίζουν και να μην ξέρω τι μου γίνεται;”. Επρεπε να μιλάω τη γλώσσα, ώστε να μπορώ να συνεννοηθώ στο παιχνίδι και έξω από αυτό. Κυρίως στο παιχνίδι».
Ετσι, έκανε σπουδαία καριέρα στον φοβερό Παναθηναϊκό των ’60s. Υπήρξε ο ένας από τους δύο πυλώνες της ομάδας. Ο άλλος ήταν ο Δομάζος. Το σχέδιο ήταν απλό: όταν οι αντίπαλοι είψαν την μπάλα, ο Λουκανίδης έπρεπε να «κόψει» και να την προωθήσει αμέσως στον «στρατηγό», για να κάνει τα… μαγικά του κόλπα. Ο «Τάκαρος» έτρεχε ασταμάτητα. Για όλους. Αναρωτιόσουν, πού τις βρίσκει τόσες δυνάμεις – και πόσες, ακόμη, θα είχε, εάν τα μπουζούκια δεν ήταν η μεγάλη του αδυναμία.
Στις προπονήσεις έχυνε πολύ ιδρώτα. Οταν τελείωναν, έμενε στο γήπεδο για άλλη μία ώρα, ολομόναχος, και ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια της Θύρας 13. Αλλά, από την Κυριακή μέχρι το πρωί της Πέμπτης κάθε εβδομάδας, που το ωράριο των παικτών ήταν ελεύθερο, εκείνος έκανε… ολονυκτίες στη Φωκίωνος Νέγρη που, τότε, φιλοξενούσε τα πιο must κέντρα διασκέδασης της Αθήνας. Εάν είχε φύγει στο εξωτερικό και ακολουθούσε τους κανόνες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, με τα φυσικά προσόντα που διέθετε, ο Λουκανίδης θα είχε αφήσει εποχή. Οχι στον Παναθηναϊκό, αλλά στη Ρεάλ.
https://www.youtube.com/watch?v=vhJDcvmahok
Δεν έχανε ευκαιρία να γλεντάει. Πριν από τους αγώνες, ή και έπειτα απ’ αυτούς. Το είχε ανάγκη, ίσως επειδή η ζωή τον είχε κεράσει πολύ πόνο. Στα έξι του χρόνια έχασε τον πατέρα του. Τον κρέμασαν οι Βούλγαροι στην πλατεία του χωριού. Επειτα, τον έστειλαν σε ορφανοτροφείο. Η μητέρα του ήταν αδύνατο να μεγαλώσει πέντε παιδιά μέσα στην απόλυτη ανέχεια. Πολύ νέος ακόμη, έχασε τον μεγάλο του αδελφό, από μηνιγγίτιδα. Τις πρώτες του χαρές τις γεύτηκε μόλις ενηλικιώθηκε. Οταν υπέγραψε στη Δόξα Δράμας, το 1955, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και, παραλλήλως, έπιασε δουλειά στην Ηλεκτρική Εταιρεία της πόλης. Τρία χρόνια αργότερα κλήθηκε και στην Εθνική, όπου ήταν ο μόνος διεθνής από επαρχιακό σύλλογο. Κι έπειτα, στον Παναθηναϊκό, έζησε τον μύθο του.
Στη Λεωφόρο έμεινε έως το 1969, όμως τα ωραία χρόνια είχαν τελειώσει από το 1967. Ο Λουκανίδης ήρθε σε ρήξη με τον προπονητή του, τον Μπόμπεκ, και τέθηκε στο περιθώριο. Ωσπου έφυγε για τον Αρη. Στη Θεσσαλονίκη έπαιξε για μία σεζόν, κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας, κι έκλεισε την καριέρα του το 1970, στα 33 του. Αν και αδίκησε τον εαυτό του -όλοι το λένε-, υπέγραψε ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στο βιβλίο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Οι οπαδοί των ομάδων του τον λάτρεψαν. Οι αντίπαλοι, ζήλευαν τον Παναθηναϊκό που τον είχε στις τάξεις του.
Πέρασε ευτυχισμένα χρόνια στο πλευρό της γυναίκας της ζωής του, την οποία -το 1965- είχε ακολουθήσει στη Νότια Αφρική, εγκαταλείποντας για μερικούς μήνες τον Παναθηναϊκό. Ετσι ήταν ο Λουκανίδης: ασυμβίβαστος. Ανοιξε πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, όμως ποτέ δεν απουσίασε από το γήπεδο όταν έπαιζε η αγαπημένη του ομάδα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1998, που τον βρήκε η μεγαλύτερη συμφορά απ’ όλες. Μετά τον χαμό του 31χρονου γιου του, Γιώργου, σε τροχαίο δυστύχημα, ο πάντα χαμογελαστός Τάκης φόρεσε μαύρα. Δεν ήταν, ποτέ πια, ο ίδιος.
Πριν από δύο χρόνια έχασε τον αδελφό του, Θανάση, που είχε πάρει μετεγγραφή στον Ολυμπιακό περίπου την ίδια εποχή που ο «Τάκαρος» πήγε στον Παναθηναϊκό. Οι παλιοί θυμούνται το κοινό τους γλέντι στον Πάνο Γαβαλά, στην Αχαρνών. «Τα έσπασαν», ο ένας με πράσινο κασκόλ κι ο άλλος με ερυθρόλευκο. Αυτόν τον ρομαντισμό του ποδοσφαίρου, ο Τάκης Λουκανίδης τον υπέγραψε με ανεξίτηλο μελάνι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News