Δεν υπήρξε αντικειμενικά όμορφος. Δεν έφερε τα κλασικά στοιχεία αρρενωπότητας – πρόσωπο με γωνίες, ψηλό γεροδεμένο σώμα, πυκνά μαλλιά. Δεν πουλούσε λαγνεία, δεν προσπαθούσε για να αρέσει. Εξέπεμπε όμως αυτό που αποκαλούμε μάτσο ενέργεια που έστελνε τα κορίτσια από τα λύκεια θηλέων στα κάγκελα να τσιρίζουν εκστασιασμένα (ξέρετε τι…). Κάτι που δεκαετίες αργότερα μπόρεσε να κάνει μόνο Σάκης Ρουβάς που ήταν (είναι) ο γόης του άλλου άκρου: του εξαντλητικά γυμνασμένου σώματος, του λάγνου ύψους, του διαρκούς ερωτικού καλέσματος μέσα από τις κινήσεις και τους στίχους των τραγουδιών του. Δυο γόηδες με απόσταση δεκαετιών. Με τόσο διαφορετικά υλικά. Κάθε εποχή έχει τον γόη της. Κάθε κρίση γεννά το δικό της.
Ας επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση του Ανδρέα Μπάρκουλη. Ωραίος σαν Πειραιώτης. Ο εραστής που ξέρει να δίνει, αλλά πάντα φεύγει στο τέλος (το ξέρεις από το πρώτο δευτερόλεπτο, θα σου φύγει). Τι ήταν αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει ως τον μεγαλύτερος γόης του ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τον Νίκο Κούρκουλο και τον Αλέκο Αλεξανδράκη; Καταρχάς, πρέπει να εξετάσεις το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκαν αυτοί οι σταρ. Την εποχή, τη στιγμή, τη συγκυρία. Γεννημένος το 1936 ( ο Κούρκουλος το 1934, ο Αλεξανδράκης το 1928), ήταν ένας άντρας που δεν είχε εγχαραγμένη στη φυσιογνωμία και στον σωματότυπό του στερεότυπα του παρελθόντος ή βαρίδια καταγωγής και θέσης.
Λιγότερο λαϊκό παιδί από τον Κούρκουλο, πιο προσιτός και γήινος από τον εξωπραγματικά όμορφο Αλεξανδράκη. Τον ήθελαν όλες: από τις κυρίες της καλής κοινωνίας, μέχρι τα κορίτσια στην Τρούμπα. Η γοητεία του δεν εκκινούσε από την ομορφιά, αλλά απογειωνόταν χάρη στο επίμονο βλέμμα του, τη βαθιά φωνή του, τη στάση του. Οι ρόλοι που ερμήνευσε τον βοήθησαν να χτίσει το προφίλ του άνδρα που είναι επιθυμητός και μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και έρωτα. Η ζωή του, σφράγισε τον μύθο του.
Λάτρευε τα γρήγορα αυτοκίνητα, κάπνιζε, έπινε, γλεντούσε μέχρι το πρωί, είχε σχέσεις με τις πιο γοητευτικές γυναίκες της εποχής του, γινόταν καβγατζής για χάρη τους αλλά ποτέ χυδαίος, βρέθηκε πίσω από τα σίδερα της φυλακής για χάρη των παθών του. Σοβαρός με χαμόγελα φειδωλά και πάντα κάπως λοξά, μισά. Ποτέ δεν έπαιξε ρόλο κοσμικού, ποτέ δεν πούλησε τις προσωπικές του σχέσεις, δεν ακκιζόταν, δεν ήθελε θεατές στην ιδιώτικότητά του. Ακόμα και όταν ερμήνευε τον αδέξιο απέναντι στον λαό, αφελή αριστοκράτη, ανίκανο να πάρει πρωτοβουλίες βουλευτή Μαντά που δεν τολμούσε να παραδοθεί στον έρωτά του για την Τζένη, προκαλούσε στις γυναίκες αναφιλητά – ήταν άπιαστος, μακρινός και για αυτό ακόμα πιο επιθυμητός.
Κύριος και αλήτης. Τρυφερός και αδιάφορος. Το μυστικό που είδαμε και σε άλλους σπουδαίους γόηδες του κινηματογράφου, όπως ο Αλέν Ντελόν ή ο ανυπέρβλητος Στιβ Μακ Κουίν. Λεπτοί, νευρώδεις, αεικίνητοι, με πάθος για τα γρήγορα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες, αρειμάνιοι καπνιστές, με βλέμμα που δεν προσπαθούσε να είναι σέξι και αυτό τους έκανε αφόρητα ερωτικούς. Παθιασμένα… αδιάφοροι, έτοιμοι για τα επόμενα, φευγαλέοι.
Οι ίδιοι ενσάρκωναν τον ρόλο του γόη χωρίς να πασχίζουν για να τον επιβάλλουν ή να τον συντηρήσουν. Αδιαμεσολάβητα. Κρατούσαν αποστάσεις, συντηρούσαν το μυστήριο γύρω από τη ζωή τους, άφηναν υπονοούμενα. Και αυτό εκτίνασσε τη γοητεία τους. Οι ομορφότερες γυναίκες του κόσμου που «έπεσαν στον ερωτά τους» -θυμηθείτε πόσο βασανίστηκε η Ρόμι Σνάιντερ από τον Ντελόν- τους έκαναν ανεπιστρεπτί, παντοτινά γόηδες. Ακόμα και όταν ο χρόνος τους σημάδεψε, η πρώτη εικόνα δεν έσβησε ποτέ.
Τα υλικά του γόη είναι τώρα τόσο διαφορετικά. Το «κορίτσια ο Μπάρκουλης» ήταν ότι σήμερα το «Σάκηηηηη». Πόσο διαφορετικοί γόηδες, όμως. Εχετε δει ποτέ τον Ρουβά με τσιγάρο στο στόμα; Εχει ποτέ περάσει από το μυαλό σας ότι μπορεί να είναι ο τύπος του κακού παιδιού; Εξωστρεφώς λάγνος, ανοιχτός σε όλα και ταυτόχρονα ερμητικός. Κοίτα με αλλά μην αγγίζεις. Σαν έκθεμα μουσείου. Ογκώδες γυμνασμένο σώμα, χαμόγελα πλατιά με οδοντοστοιχία εκτυφλωτική, το χέρι απλωμένο μονίμως στο κοινό του, η σχέση του σχεδόν αδιαμεσολάβητη με τους θαυμαστές μέσω από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν χρειάστηκε ακριβά γρήγορα αυτοκίνητα, φήμες για αταξίες, κραιπάλες. Τόσο δοτικός όσο και απόμακρος. Αρτιος σαν ψεύτικος.
Τα υλικά του νέου σταρ. Ετσι, όπως και ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Και προσέξτε τις λεπτομέρειες: και οι δύο οικογενειάρχες με εντυπωσιακές συζύγους δίπλα τους, με παιδιά, λιώνουν μιλώντας για τις μικρές στιγμές ευτυχίας πλάι σε μωρά και σκυλάκια, όσο οι μύες διαγράφονται μέσα από τα τι-σερτ. Και οι γυναίκες παραληρούν. Με τον ίδιο τρόπο που παραληρούσαν για τους τόσο διαφορετικούς Μπάρκουλη ή Μακ Κουίν.
«Δεν τους φτιάχνουν πια με τα ίδια υλικά» είπαν κάποιες. Το σημαντικότερο όμως ότι πια τους φτιάχνουν εφήμερους. Με εξαίρεση τον Σάκη Ρουβά, οι σημερινοί γόηδες γρήγορα καίγονται, καθώς τα περιοδικά ποντάρουν στον επόμενο γόη της στιγμής. Και έτσι πάντα, όταν ψάχνεις τον ορισμό της επιτομής της ανδρικής γοητείας, θα ψάχνεις στο διαδίκτυο φωτογραφίες του Ντελόν, του Μακ Κουίν, του Ρέντφορντ, του Κούρκουλου, του Μπάρκουλη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News