Oταν τα Ιωάννινα μπήκαν στον χορό των 5,3 Ρίχτερ, βρισκόμουν σε ένα από τα αμέτρητα τσιπουράδικα που έχεις την αίσθηση της ότι έχουν φυτρώσει παντού στην πόλη. Τα τραπέζια ήταν σε εξωτερικό χώρο μιας και η θερμοκρασία δεν είχε πέσει ακόμα αρκετά. Μόλις οι πρώτες λαμαρίνες άρχισαν να τρίζουν, αρκετοί σηκώθηκαν από τα τραπέζια και περπάτησαν βιαστικά ή έτρεξαν προς τον δρόμο. Λογικό. Σχεδόν οι μισοί θαμώνες άφησαν στο τραπέζι τα ποτήρια, εγκατέλειψαν και τους μεζέδες και βγήκαν στον δρόμο.
Και ο Εγκέλαδος ανέλαβε τη… διοίκηση της πόλης. Κάθε 30 δευτερόλεπτα γινόταν και ένας σεισμός, μικρός ή λίγο μεγαλύτερος. Την Κυριακή ήμουν σίγουρος ότι σε όλες τις καρέκλες των καφενείων κάθονταν μικροί Βαρότσοι και Παπαζάχοι. Φυσικά το επίκαιρο «δεν μας λένε την αλήθεια για τον σεισμό» αντικατέστησε προσωρινά το all time classic «μας ψεκάζουν». Κανένας δεν συζητούσε για την εκλογή του Αλέξη Τσίπρα ή τον αγώνα του τοπικού ΠΑΣ με τον Λεβαδειακό που τελικά δεν έγινε ποτέ. Κάποιοι είχαν «κατεβάσει» και στα κινητά τους εφαρμογή που ενημέρωνε για τους σεισμούς στη χωρά.
Ακουγες και ιστορίες για αγρίους. Για άνδρες που είχαν αφήσει την γυναίκα στο σπίτι και κοιμόντουσαν στο αμάξι, για ηλικιωμένες που είχαν μετακομίσει στις πλατείες και για ολόκληρες πολυκατοικίες που εκκενώθηκαν. Και το καλύτερο; Δεκάδες άνθρωποι για να προστατευθούν έφυγαν λέει από τα σπίτια τους και εγκαταστάθηκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Μιας πλατείας που εδώ και χρόνια βρίσκεται ακριβώς πάνω από ένα υπόγειο πάρκινγκ. Εσείς μπορείτε να σκεφτείτε καλύτερο τρόπο προστασίας από το να ξαγρυπνήσεις σε μία πλατεία που βρίσκεται πάνω από το κενό;
Ακόμα και το βράδυ της Κυριακής που οι σεισμικές δονήσεις υποχώρησαν, αρκετοί αρνήθηκαν πεισματικά να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ισως ήταν ο φόβος για τα χειρότερα, ίσως πάλι αυτή η μάζωξη στην πλατεία είχε ένα άρωμα από τα παλιά. Αυτός άλλωστε είναι ο μοναδικός τρόπος του Ελληνα να αντιμετωπίζει τέτοια σκηνικά. Από τη μία τρόμος και υστερία για «το επόμενο χτύπημα του Εγκέλαδου» και από την άλλη ευκαιρία για μάζωξη με σουβλάκια και μπύρες στην πλατεία.
Οσο για τον φόβο του σεισμού είναι τόσο κατανοητός όσο και αλλόκοτος. Το βράδυ του Σαββάτου δε, μέσα στα αυτοκίνητα που γυρνούσαν από τα μαγαζιά, θα ξεχείλιζε η μυρωδιά του αλκοόλ. Και φυσικά αυτοί που οδηγούσαν μέσα στην θολούρα θα ήταν βέβαιοι ότι κανένας και τίποτα δεν μπορεί να τους πλήξει. Μέχρι φυσικά να ξαπλώσουν στο κρεβάτι, να δουν το φωτιστικό να κινείται (όχι από την ζαλάδα) και να πεταχτούν στον δρόμο για να σωθούν. Για να μην πέσει το σπίτι στο κεφάλι τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News