«Λοιπόν, Ντέιβιντ. Αν νικήσει η Αγγλία, σε κερνάω ένα γεύμα σε όποιο μέρος του κόσμου θες. Αλλά, αν προκριθεί η Σουηδία, θα μου αγοράσεις ό,τι θέλω από τα ΙΚΕΑ. Εντάξει;». Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς (των Los Angeles Galaxy, πλέον) το έχασε το στοίχημα που έβαλε -μέσω Ιντερνετ- με τον Μπέκαμ. Και να ‘ταν μόνον αυτός… Εκατομμύρια άνθρωποι «πήγαν κουβά» στη διάρκεια του Μουντιάλ της Ρωσίας, έχοντας ποντάρει τα λεφτά τους στην παροιμιώδη ηττοπάθεια των Αγγλων στα μεγάλα τουρνουά.
Τα «Τρία Λιοντάρια» είχαν φτάσει σε ημιτελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου μόλις δύο φορές σε οκτώ προσπάθειες. Η πρώτη ήταν, βεβαίως, το 1966: τη χρονιά που ο Μπόμπι Μουρ σήκωσε στον ουρανό του «Ουέμπλεϊ» το χρυσό αγαλματίδιο «Ζιλ Ριμέ». Η δεύτερη, το 1990. Τότε που, ακόμη, κυβερνούσε τη Βρετανία η Μάργκαρετ Θάτσερ, δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και οι 17 από τους 23 παίκτες που σήμερα φορούν τη φανέλα της εθνικής Αγγλίας, ήταν αγέννητοι. Η τελευταία αγγλική νίκη σε νοκ-άουτ αγώνα Μουντιάλ είχε καταγραφεί το 2006. Και σιγά τη νίκη: επί του Εκουαδόρ, με μια αριστουργηματική εκτέλεση φάουλ του Μπέκαμ. Ηταν το ιδανικό «σιγουράκι» για να τζογάρεις με την αποτυχία του.
Λίγοι το περίμεναν, ότι η εφετινή, νεανική έκδοση του Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ θα έφτανε εκεί που μεγάλες προσωπικότητες του αγγλικού ποδοσφαίρου απέτυχαν να φτάσουν τα 28 τελευταία χρόνια. Ακόμη και τώρα, που συνέβη, φαίνεται απίστευτο. Οι άγγλοι διεθνείς που θα έπαιζαν βασικοί στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ομάδες του τουρνουά, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ποιος προπονητής θα ήθελε τον Τζόρνταν Χέντερσον, για παράδειγμα; Ή τον εκνευριστικά άστοχο Στέρλινγκ; Αυτή η Αγγλία δεν έχει ηγέτη, δεν έχει πείρα, δεν εντυπωσιάζει κανέναν.
Κάνει φιλότιμες προσπάθειες να γίνει μια ομάδα του καιρού της. Βάζει την μπάλα κάτω, την κυκλοφορεί και ψάχνει τις μπροστινές πάσες προς τον Κέιν ή τον Στέρλινγκ. Είναι λιγότερο Αγγλία από ποτέ. Αλλά, όταν τα βρει σκούρα, δεν αργεί να το γυρίσει στις σέντρες και στα μακρινά σουτ απόγνωσης. Νίκησε την Τυνησία με την ψυχή στο στόμα. Στις καθυστερήσεις. Ευτύχησε να παίξει με τον «αδύναμο κρίκο» της διοργάνωσης, τον Παναμά. Πήγε να τα θαλασσώσει στο τέλος -είναι η… σπεσιαλιτέ της- απέναντι στην Κολομβία. Για καλή της τύχη, απουσίαζε ο Χάμες. Η μόνη της πειστική νίκη ήταν η σαββατιάτικη, επί της Σουηδίας. Και νάτην, τώρα, ένα βήμα πριν από τον τελικό.
Τρία πράγματα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες, αποτυχημένες εκδόσεις της. Το ένα είναι ότι αυτή η ομάδα κατάφερε να απαλλαγεί από την κλασική, αυτοκτονική αγγλική υπεροψία. Οι περισσότεροι διεθνείς της, έστω κι αν σήμερα διαπρέπουν στην Premier League, ανδρώθηκαν ποδοσφαιρικά στις ταπεινές ακαδημίες της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, της Σέφιλντ Γουένσντεϊ, της Λιντς, της Σάντερλαντ, της Μπάρνλεϊ… Αυτά τα παιδιά δεν… την έχουν δει βεντέτες, έμαθαν να ακολουθούν πιστά το πλάνο, και διψούν για διάκριση. Επειδή, ακόμη, δεν έχουν κάνει κάτι πραγματικά σπουδαίο, ούτε με τους συλλόγους τους.
Το δεύτερο είναι η παρουσία ενός προπονητή που διαλέγει παίκτες και όχι ονόματα. Η περίπτωση του Τζόρνταν Πίκφορντ, του τερματοφύλακα για τον οποίο μιλάει όλος ο κόσμος, είναι χαρακτηριστική. Οταν ο Σάουθγκεϊτ επέλεξε αυτόν τον 24χρονο γκολκίπερ αντί του πολύπειρου (αλλά «γκαφατζή») Τζο Χαρτ, έγινε… χαμός. Μέχρι να τον αποκτήσει η Σάντερλαντ, το 2016, ο Πίκφορντ είχε περιπλανηθεί σε έξι συλλόγους. «Ας καλούσε, τουλάχιστον, τον Μπάτλαντ – όχι αυτόν τον αρχάριο», έγραφαν τα αγγλικά ταμπλόιντ. Ο προπονητής, όμως, δεν υποχώρησε. Κι ο Πίκφορντ (που λεγόταν Πίγκφορντ και άλλαξε το όνομά του, για ευνόητους λόγους) έγινε ο πρώτος άγγλος τερματοφύλακας που απέκρουσε πέναλτι στη «ρώσικη ρουλέτα» μεγάλου τουρνουά μετά τον Ντέιβιντ Σίμαν (1998). Τόσο στο ματς με την Κολομβία όσο και στο χθεσινό, με τη Σουηδία, πραγματοποίησε μερικές καταπληκτικές επεμβάσεις. Η Αγγλία βρήκε -επιτέλους- τερματοφύλακα.
Σοβαρό προπονητή βρήκε από σπόντα, όταν ο Σαμ Αλαρντάις έκανε την απίστευτη χαζομάρα να «ανοιχτεί» σε δημοσιογράφο που παρίστανε τον εκπρόσωπο επιχειρηματιών και τoν κατέγραφε. Μετά τη δημοσιοποίηση αυτού του διαλόγου, δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει στο πόστο του. Οχι στη συγκεκριμένη χώρα. Απομακρύνθηκε αμέσως μετά το πρώτο ματς της Αγγλίας στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Το τρίτο ευτύχημα είναι ότι, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, τα αγγλικά ΜΜΕ δεν καλλιέργησαν υψηλές προσδοκίες γύρω από την ομάδα. Οι παίκτες πήγαν στη Ρωσία χωρίς άγχος, χάρη και στον Σάουθγκεϊτ, που είναι τέρας ηρεμίας. Αυτό, όμως, κράτησε μέχρι την πρόκριση επί της Κολομβίας. Υστερα, ο Τύπος άρχισε πάλι τα ίδια. Το πιο χαρακτηριστικό (και απολαυστικό) παράδειγμα ήταν η προσπάθεια της Daily Mail να βρει, σώνει και καλά, ομοιότητες της εθνικής Αγγλίας του 2018 με εκείνη του 1966. Και βρήκε τρεις: Δεκαπέντε από τους 23 της αποστολής είναι γεννημένοι στη Βόρεια Αγγλία και επτά στη Νότια. Οπως τότε. Ο Χάρι Κέιν και ο Μπόμπι Μουρ, οι αρχηγοί, γεννήθηκαν στο Ανατολικό Λονδίνο. Και δύο από τους διεθνείς (του 2018 και του 1966) αποφοίτησαν από ιδιωτικά σχολεία.
Η εθνική ομάδα της Αγγλίας πήγε στη Ρωσία με δύο στόχους: να αποκτήσει εμπειρίες, ώστε να είναι ανταγωνιστική στο Euro του 2020, και να παίξει καλή μπάλα, για να «ζεστάνει» τους απογοητευμένους οπαδούς της. Στην πορεία, όμως, προέκυψε η υπέρτατη πρόκληση: η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ιστορική ευκαιρία. Για πρώτη φορά μετά το 1930 απουσιάζουν, ταυτοχρόνως, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Ιταλία και η Γερμανία – ο πιο μεγάλος εφιάλτης των Αγγλων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News