Οι προοπτικές για την αρχαιολογική σκαπάνη στην όμορη Ιταλία εξακολουθούν όχι μόνον να είναι εξαιρετικές, αλλά και να εντυπωσιάζουν στον υπερθετικό βαθμό. Στο πλαίσιο της έκτης ανασκαφικής εκστρατείας στο Σαν Κασάνο ντέι Μπάνιι, μια κοινότητα στην επαρχία της Σιένα στην Τοσκάνη, διάσημη από την αρχαιότητα για τις ιαματικές πηγές της, ήρθαν στο φως περισσότερα από 20 αγάλματα της ετρουσκικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Ηταν τελετουργικά τοποθετημένα στο εσωτερικό μιας περιοχής που θεωρούνταν ιερή και στο εσωτερικό της οποίας πρωταγωνιστής των τελετών ήταν το νερό.
Τα χάλκινα αγάλματα ανάγονται στον 2ο και στον 1ο αιώνα π.Χ. και απεικονίζουν θεότητες που λατρεύονταν τότε, μεταξύ των οποίων η Υγεία και ο Απόλλωνας, αλλά και κοινούς θνητούς, ενώ βρέθηκαν και ομοιώματα ανθρώπινων μελών, αναθήματα των πιστών της εποχής προς τους θεούς. Τα αγάλματα ήταν τοποθετημένα στην εξωτερική πλευρά μιας μεγάλης λεκάνης που είχε τελετουργική χρήση και γαντζωμένα σε βάσεις από τραβερτίνη.
Σε άρθρο του στη La Repubblica ο Τζουζέπε Μ. Ντέλα Φίνα, επιστημονικός διευθυντής του ιδρύματος που διαχειρίζεται δύο από τα πιο σημαντικά μουσεία της Ιταλίας με ετρουσκικές αρχαιότητες, το Μουσείο «Κλάουντιο Φάινα» στο Ορβιέτο (στην επαρχία του Τέρνι στην Ούμπρια) και το Ετρουσκικό Μουσείο του Μούρλο (στην επαρχία της Σιένα στην Τοσκάνη), αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. τα αγάλματα αποκολλήθηκαν από τις βάσεις τους και τοποθετήθηκαν στον πάτο της λεκάνης αρκετές φορές. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους που έκαναν τη σημαντική ανακάλυψη, αυτό συνέβη στο πλαίσιο τελετουργιών μιας λατρείας η οποία συνεχίστηκε έως τον 4ο αιώνα μ.Χ., όπως μαρτυρούν και τα περίπου 6.000 χάλκινα, μπρούντζινα και χρυσά νομίσματα που επίσης ανακαλύφθηκαν στο πλαίσιο των ανασκαφών.
Εκτιμάται ότι η περιοχή έπαψε να θεωρείται ιερή κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ., με την οριστική εγκατάλειψη του παγανισμού και την εδραίωση του χριστιανισμού. Εκείνη την περίοδο η δεξαμενή περιέπεσε κάποια στιγμή σε αχρηστία και σκεπάστηκε με μεγάλες πλάκες. Μάλιστα, το ακόμη ανώτερο στρώμα της λεκάνης σφραγίστηκε με τα υπολείμματα των κιόνων μιας παρακείμενης στοάς, η οποία είχε επίσης περιπέσει σε αχρηστία.
Τα χάλκινα αγάλματα ανακαλύφθηκαν σε καλή κατάσταση και αυτό οφείλεται τόσο στο ότι δεν υπέστησαν φθορές κατά την απόθεσή τους όσο και στο περιβαλλοντικό πλαίσιο που τα προστάτευε μέχρι σήμερα. Ο ιταλός ειδικός εξηγεί ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι φέρουν επιγραφές τόσο στην ετρουσκική όσο και στη λατινική γλώσσα. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η Ετρουρία έχασε μεν οριστικά την πολιτική ανεξαρτησία της ήδη στις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνα π.Χ. λόγω της Ρώμης, συνέχισε δε να διατηρεί μια πολιτιστική και γλωσσική ανεξαρτησία που εξαλείφθηκε εντελώς με το τέλος του πρώτου αιώνα π.Χ.
Ηδη από την περίοδο του αυτοκράτορα Κλαύδιου (ο οποίος μάλιστα, συνέγραψε στα ελληνικά την ιστορία των Ετρούσκων σε είκοσι τόμους που, όμως, χάθηκαν στη συνέχεια) οι διπλές επιγραφές αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης. Το γεγονός ότι ορισμένες επιγραφές εξακολουθούσαν να γράφονται στα ετρουσκικά μαρτυρά τη διαρκή ζωντάνια της ετρουσκικής γλώσσας, αλλά κυρίως την προσκόλληση στη μητρική γλώσσα (αν και σε φάση εγκατάλειψής της) από ανθρώπους που ένιωθαν την ανάγκη να καταφεύγουν σε αυτήν στο πλαίσιο δραστηριοτήτων σχετικών με την ιδιωτική σφαίρα και τη σφαίρα του ιερού.
Οι δεκαετίες στις οποίες φτιάχτηκαν τα αγάλματα είναι σημαντικές για την ιστορία της Ρώμης: είχε καταστεί η κύρια δύναμη στη Μεσόγειο Θάλασσα και κλονιζόταν από έντονες εσωτερικές αντιθέσεις οι οποίες εντάθηκαν κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. με τον Συμμαχικό Πόλεμο, τις συγκρούσεις μεταξύ του Μάριου και του Σύλλα, την εδραίωση του Ιουλίου Καίσαρα και τη δολοφονία του, τη γέννηση του άστρου του Οκταβιανού Αυγούστου.
Ωστόσο σε αυτήν τη γωνία της Τοσκάνης (όπου ανακαλύφθηκαν τα ετρουσκικά αγάλματα) αυτές οι βαθιές αλλαγές είχαν περιορισμένη επίδραση: «Οι πιστοί συνέχισαν να συχνάζουν στον ιερό χώρο ο οποίος χρησιμοποιούνταν ήδη από την αμιγώς ετρουσκική εποχή, να απευθύνονται στις θεότητες, με την ίδια εμπιστοσύνη, όπως πάντα κατά το παρελθόν, και ίσως με ακόμη μεγαλύτερη, λαμβάνοντας υπόψη τους ταραχώδεις καιρούς, να συμμετέχουν στις ιεροτελεστίες και να προσφέρουν σημαντικά αναθήματα», εξηγεί ο Τζουζέπε Μ. Ντέλα Φίνα.
Τα τελευταία συγκλονιστικά ευρήματα, μαζί με εκείνα των προηγούμενων ανασκαφών στο Σαν Κασάνο ντέι Μπάνιι, θα εκτεθούν σε ένα κτίριο του 16ου αιώνα στο ιστορικό κέντρο της μικρής κοινότητας της Τοσκάνης. Φυσικά η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή θα συνεχιστεί (την άνοιξη) με στόχο την ανακάλυψη και άλλων ψηφίδων, πολύτιμων για την «ανασύνθεση το μωσαϊκού της πρώιμης Ιταλίας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News