Νάτος, πάλι, ο Αγιαξ. Ετοιμος να καταπλήξει την Ευρώπη, όπως πρόπερσι (σεζόν 2018-2019) που σκόρπισε τον τρόμο με τα ιστορικά του «διπλά» στη Μαδρίτη (4-1 τη Ρεάλ) και στο Τορίνο (2-1 τη Γιουβέντους).
Χθες (Τρίτη) βράδυ, στην άδεια -λόγω της πανδημίας- «Γιόχαν Κρόιφ Αρίνα», νίκησε για δεύτερη φορά μέσα σε μερικές εβδομάδες την πρωταθλήτρια Πορτογαλίας, Σπόρτινγκ Λισαβόνας, με 4-2. Στο σύνολο, της έβαλε εννέα γκολ σε δύο αγώνες. Επτά τέρματα είχε πετύχει στα δύο ματς εναντίον της Μπορούσια Ντόρτμουντ, του δεύτερου πιο ισχυρού κλαμπ του γερμανικού ποδοσφαίρου πίσω από την Μπάγερν Μονάχου. Ολοκλήρωσε το πρόγραμμά του στον 3ο όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ μόνο με νίκες, σκοράροντας 20 γκολ σε έξι ματς.
Μόλις έξι ομάδες, στο παρελθόν, είχαν κατορθώσει αυτό το «έξι στα έξι»: η Ρεάλ (το 2011 και το 2014), η Μίλαν (1992), η Παρί (1994), η Σπαρτάκ Μόσχας (1995), η Μπαρτσελόνα (2002) και η Μπάγερν (2019). Μαζί με τον Αγιαξ το πέτυχε (χθες) και η Λίβερπουλ. Αλλά με τόσα γκολ στο ενεργητικό της (20+) μόνο μια: η Μπάγερν. Επιπλέον, ο Αγιαξ είδε το νέο του απόκτημα, τον Ιβοριανό Σεμπαστιάν Αλέ, ο οποίος άνοιξε το σκορ στο ματς με τους Πορτογάλους, να γίνεται ο δεύτερος παίκτης στα χρονικά του Τσάμπιονς Λιγκ που σκοράρει σε όλα τα ματς του ομίλου (ο πρώτος ήταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο τη σεζόν 2017-2018), και ο τέταρτος με διψήφιο αριθμό τερμάτων σε μία σεζόν, μετά τον Κριστιάνο, τον Μέσι και τον Λεβαντόφσκι. Συμπλήρωσε 10 γκολ συντομότερα από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή, στην παρθενική του συμμετοχή στη διοργάνωση.
Είναι case study αυτός ο σύλλογος. Μια «Λερναία Υδρα» του ποδοσφαίρου, που διαρκώς παραχωρεί τους καλύτερους παίκτες της στα πλουσιότερα ευρωπαϊκά κλαμπ, αλλά σχεδόν αμέσως εμφανίζει στη θέση τους νέα, εξίσου σπουδαία, ταλέντα. Το 2018-2019 η ολλανδική ομάδα συγκλόνισε την Ευρώπη με τις υπέροχες παραστάσεις της στο Τσάμπιονς Λιγκ, και κατέκτησε το «νταμπλ» στην Ολλανδία. Οταν, στο τέλος εκείνης της σεζόν, έβαλε πωλητήριο στους πρωταγωνιστές των θριάμβων της, λίγοι περίμεναν ότι ο «Αίαντας» θα προκαλούσε, ξανά, τον θαυμασμό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Ματάις ντε Λιχτ, παιδί των ακαδημιών του Αγιαξ, που είχε υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο μόλις το 2017, έφυγε για τη Γιουβέντους το καλοκαίρι του 2019, έναντι 85,5 εκατ. ευρώ – μία από τις ακριβότερες μεταγραφές ever για κεντρικό αμυντικό. Την ίδια εποχή ο Φρένκι ντε Γιονγκ, επαγγελματίας από το 2016, παραχωρήθηκε στην Μπαρτσελόνα για 75 εκατ. ευρώ. Ενα χρόνο αργότερα αποχώρησε ο Ντόνι φαν ντε Μπέεκ, γέννημα – θρέμμα του συλλόγου. Με τα 40 εκατ. ευρώ που κατέβαλε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για χάρη του, ο Αγιαξ έβαλε στο ταμείο του, συνολικά, 200 εκατομμύρια ευρώ: δύο φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό του.
Με τόσα χρήματα στο πορτοφόλι τους οι Ολλανδοί θα μπορούσαν να αποκτήσουν έναν, δύο, ή και τρεις «σούπερ-σταρ» των γηπέδων. Αλλά η πιο δαπανηρή τους κίνηση -και ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία τους- ήταν ο Αλέ. Τον απέκτησαν τον περασμένο Ιανουάριο, έναντι 22,5 εκατ. ευρώ. Σε τιμή ευκαιρίας, επειδή σε πέντε μήνες είχε σκοράρει μόλις τρεις φορές για τη Γουέστ Χαμ. Ηταν επιλογή (σοφή, όπως αποδεικνύεται) του προπονητή του Αγιαξ, Ερικ Τεν Χαχ, που γνώριζε τον παίκτη πολύ καλά από τη θητεία του στην Ουτρέχτη. Για να τον αγοράσει από την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, η Γουέστ Χαμ είχε πληρώσει πάνω από τα διπλά.
Αυτό ξέρει να κάνει καλά ο Αγιαξ – καλύτερα από κάθε άλλο σύλλογο στον Κόσμο: να εντοπίζει φθηνό ποδοσφαιρικό ταλέντο (το δίκτυο των «σκάουτερ» που διαθέτει, εκτείνεται από την Κίνα και την Αυστραλία, μέχρι τη Νότια Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη Νέα Υόρκη), να του προσδίδει υπεραξία, και να πουλάει σε πολλαπλάσιες τιμές, παίκτες που ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Επίσης, να παράγει ποδοσφαιριστές υψηλής κλάσης στις περιλάλητες ακαδημίες του.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Ποδοσφαιρικό Παρατηρητήριο CIES, το οποίο συνεργάζεται με τη FIFA, ο ολλανδικός σύλλογος παραμένει το κορυφαίο ποδοσφαιρικό σχολείο της Ευρώπης. Την περασμένη σεζόν, 81 παίκτες που προέρχονται από τον Αγιαξ (ανήκαν σε αυτόν για τουλάχιστον μια τριετία από τα 15α έως τα 21α τους γενέθλια) αγωνίζονταν σε 31 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Κανένα άλλο «εργοστάσιο ποδοσφαίρου» δεν είχε τέτοια παραγωγή. Αλλοι επτά παίκτες από τις ακαδημίες του συλλόγου παίζουν στην πρώτη ομάδα του «Αίαντα».
Δεν του λείπουν τα έσοδα – κάθε άλλο. Οι αγώνες του στο Αμστερνταμ είναι, συνήθως, sold out, διαθέτει αρκετούς χορηγούς, ενώ το brandname του είναι πολύ ισχυρό στη διεθνή αθλητική αγορά. Αλλά στα πέντε μεγαλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα θα συναντήσει κανείς δεκάδες (πολύ) πλουσιότερα κλαμπ. Το ετήσιο μπάτζετ του (γύρω στα 100 εκατ. ευρώ) δεν ξεπερνά εκείνο των συλλόγων της Πρέμιερ Λιγκ που μάχονται για την παραμονή τους στην κατηγορία, και η τηλεόραση πληρώνει για τα δικαιώματα της εικόνας του σημαντικά λιγότερα χρήματα από όσα προσφέρει στις αγγλικές, ισπανικές, ιταλικές, γερμανικές, ή γαλλικές ομάδες. Δεν έχει την «πολυτέλεια» να κρατήσει έναν σταθερό «κορμό» ποδοσφαιριστών για αρκετά χρόνια, ώστε να διεκδικεί με αξιώσεις τα σπουδαιότερα ευρωπαϊκά τρόπαια.
Ακόμη κι αν αποφάσιζε να το κάνει, δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί στους top παίκτες του το δικαίωμα να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα πρωτάθλημα ανώτερο από το ολλανδικό. Ετσι εξηγείται το ότι έχουν περάσει 26 χρόνια από την τέταρτη και τελευταία φορά που κατέκτησε το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ (1995).
Μια παλιά δόξα του Αγιαξ, ο 51χρονος πρώην τερματοφύλακας Εντβιν φαν ντερ Σαρ, εκτελεστικός του διευθυντής σήμερα, έχει ξεκαθαρίσει ποιο είναι το σκεπτικό του συλλόγου: «Σκοπός μας είναι να βάλουμε το όνομα “Αγιαξ” σε όσο το δυνατόν περισσότερα χείλη ανά τον Κόσμο. Εμείς δεν έχουμε Ρονάλντο, Αζάρ, Ράμος, ή Μπέιλ. Εχουμε, όμως, τη δική μας φιλοσοφία, τη δική μας ιστορία, τους δικούς μας ποδοσφαιριστές – και αυτό είναι κάτι που αρέσει στον κόσμο. Κάθε φίλαθλος είναι οπαδός κάποιου συλλόγου, ωστόσο ο Αγιαξ μπορεί να γίνει η δεύτερη αγαπημένη ομάδα όλων, εάν τουλάχιστον ένας από τους παίκτες της ομάδας που υποστηρίζουν θα έχει μάθει το ποδόσφαιρο στον Αγιαξ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News