Ο «μαέστρος του κινηματογράφου» Στίβεν Σπίλμπεργκ ήταν μόλις 16 ετών όταν η ζωή του άλλαξε για πάντα, καθώς άθελά του ανακάλυψε ότι η μητέρα του είχε εξωσυζυγική σχέση. Είχαν πάει οικογενειακώς διακοπές, σε κάμπινγκ. Μαζί του ήταν οι τρεις μικρότερες αδελφές του, ο πατέρας του, Αρνολντ, η μητέρα του, Λία, και ο Μπέρνι, ο καλύτερος φίλος του πατέρα του. Ο Σπίλμπεργκ είχε από μικρός πάθος με ό,τι έχει να κάνει με το σινεμά και την παραγωγή ταινιών, επομένως ακόμα και έφηβος κατέγραφε τα πάντα σε μια Super 8 φωτογραφική μηχανή.
Τότε ήταν που απαθανάτισε μια στιγμή φλερτ μεταξύ της μητέρας του, Λία, και του καλύτερου φίλου του πατέρα του, Μπέρνι. Ηταν η στιγμή που άλλαξε τη ζωή του, για πάντα. «Αυτό που ήταν περίεργο», θυμάται, «είναι ότι ενώ είδα τα πάντα με τα ίδια μου τα μάτια, το πίστεψα μόνο όταν είδα ένα καρέ από τη σκηνή αυτή, στη μηχανή του μοντάζ μου».
Στην πορεία τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή που η μητέρα του σκηνοθέτη κατέληξε να παντρευτεί, τελικά, τον καλύτερο φίλο του πρώην συζύγου της, ενώ ο πατέρας του επωμίστηκε όλη την ευθύνη για το διαζύγιο, προφανώς για να προστατεύσει την εικόνα της πρώην γυναίκας του ως μητέρας στα μάτια των παιδιών της. Ηταν, αναμφίβολα, μια ευγενής πράξη εκ μέρους του πατέρα του Σπίλμπεργκ. Ωστόσο, επειδή ο έφηβος τότε Στίβεν γνώριζε ποια πραγματικά ήταν η αλήθεια και η αιτία του χωρισμού των γονιών του, αποξενώθηκε τελικά με τον πατέρα του. Εάν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, πρόκειται για ένα θέμα που επαναλαμβάνεται σε πολλές ταινίες του Σπίλμπεργκ.
«Συνειδητοποίησα τη δύναμη του κινηματογράφου πολύ μικρός», λέει ο 76χρονος σήμερα Σπίλμπεργκ στον δημοσιογράφο Τζόναθαν Ντιν των Times . «Η πρώτη ταινία που έκανα εκείνο το καλοκαίρι άλλαξε τη σχέση μου με τους γονείς μου, ειδικά με τη μητέρα μου. Ηταν ο τρόπος με τον οποίο έμαθα για την εξωσυζυγική σχέση της. Υστερα από αυτό, δεν την έβλεπα πια ως γονιό. Την είδα, πρώτη φορά, ως άνθρωπο, με όλα τα τρωτά σημεία που έβλεπα στον εαυτό μου. Μακάρι να μπορούσα να είχα άλλα δέκα χρόνια, βλέποντας τη μαμά μου ως μητέρα, αλλά αυτό το μυστικό μας έφερε κοντά. Ημουν τόσο κοντά με τη μητέρα μου, όσο με κανέναν άλλο».
Ο ρεπόρτερ των Times συνάντησε τον Σπίλμπεργκ στο σπίτι του, στο Λος Αντζελες. Φορούσε τα γυαλιά του, μια γκρι ζακέτα και ένα μπλε καρό πουκάμισο. Φαινόταν ήρεμος, σε θέση να μπορεί να θυμηθεί παλιές ιστορίες. Στα 76 του είναι ένας από τους γερόλυκους του σύγχρονου κινηματογράφου, μαζί με τους παλιούς φίλους του: τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, με τους οποίους «έχει κολλήσει» από τα είκοσί του. Ο Τζόναθαν Ντιν περιεργάζεται το δωμάτιο όπου τον υποδέχθηκε ο μεγάλος σκηνοθέτης: Ενα μονόχρωμο βάζο, ένα ξύλινο τραπέζι, με στοίβες πάνω τα βιβλία. Τίποτε, ούτε γύρω ούτε πάνω του, δεν θυμίζει «Χόλιγουντ». Μέχρι που ο Σπίλμπεργκ βγάζει να καπνίσει ένα παχύ πούρο, στις δέκα η ώρα το πρωί.
Ο ρεπόρτερ σκέφτεται ποιες είναι οι αγαπημένες του ταινίες από τον σκηνοθέτη των επιτυχιών: Αναμφισβήτητα, «Jaws – Τα σαγόνια του καρχαρία», «ET ο Εξωγήινος», «Saving Private Ryan – Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», «AI – Τεχνητή Νοημοσύνη» και «Minority Report». Και τώρα βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο, για την 33η ταινία του, τους «Fabelmans», να είναι υποψήφιος για επτά Οσκαρ. Λέει ότι είναι ένα φιλμ για τα παιδικά του χρόνια. Γιατί, όμως, ονόμασε την ταινία «The Fabelmans»; Οπως χαρακτηριστικά λέει, όλες οι ταινίες του μοιάζουν με τους μύθους του Αισώπου: Χρησιμοποιεί ταπεινά περιστατικά για να διδάξει μεγάλες αλήθειες και αφού αφηγείται μια ιστορία, προσθέτει σε αυτήν μια συμβουλή, ένα ηθικό δίδαγμα.
Παράλληλα, η συγκεκριμένη ταινία προσέφερε και στον ίδιο μεγάλη χαρά, γιατί είναι λες και παρακολουθεί, όπως λέει, τα χρόνια της νιότης του, να ξετυλίγονται στη μεγάλη οθόνη. Βέβαια, ο Σπίλμπεργκ έχει αλλάξει τα ονόματα, αλλά όλη η ταινία είναι βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά. Ο νεαρός Σπίλμπεργκ, για παράδειγμα, στην ταινία ονομάζεται Σάμι.
Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει: «Πότε θα διηγηθείς την ιστορία μας;» «Τελικά, έδωσα πολύ υλικό!», λέει χαμογελώντας ο Σπίλμπεργκ. Αραγε είχε κατά νου κάποια στιγμή να κάνει μια αυτοβιογραφική ταινία; «Δεν ήταν ποτέ μέρος ενός σχεδίου, γιατί δεν είχα ποτέ σχέδιο καριέρας», απαντά. «Ωστόσο, πάντα με πονούσε όταν έπρεπε να μιλήσω δημόσια για θέματα τα οποία μέχρι τότε ήταν μόνο στην ιδιωτική σφαίρα. Η στιγμή ήρθε στην καραντίνα, καθώς είχα άφθονο ελεύθερο χρόνο. Ηταν μια καλή στιγμή για να μαζέψω αναμνήσεις. Επίσης, μόλις είχα χάσει τη μητέρα μου», λέει ο μεγάλος σκηνοθέτης. Η μητέρα του, Λία, άφησε την τελευταία της πνοή το 2017, ενώ ο πατέρας του, Αρνολντ, το 2020. Είχαν χωρίσει από το 1966, ραγίζοντας την καρδιά του γιου τους.
Το παρελθόν, καμιά φορά, πονά. Ο σκηνοθέτης λέει ότι ο πατέρας του θα δίσταζε να δημοσιοποιήσει αυτές τις ιστορίες, αλλά ήταν κυρίως εκείνος που είχε πονέσει για τον χωρισμό και –εκείνα τα χρόνια– το διαζύγιο ήταν ακόμη νωπό. Ο Σπίλμπεργκ θυμάται ακόμη με δέος τη «θυσία» του πατέρα του. Δεν διστάζει ακόμη να παραδεχτεί τη συγκίνηση που ένιωσε όταν οι αδελφές του τού είπαν ότι οι Fabelmans «τιμούν» τους γονείς τους. «Ημουν πιο νευρικός όταν είδαν οι αδελφές μου, Αννυ, Σάσι και Νάνσυ, την ταινία, από οποιαδήποτε άλλη προβολή», λέει.
Σε αυτό το σημείο ο δημοσιογράφος σημειώνει πως όταν ο Σκορσέζε σκηνοθέτησε το «Silence» («Σιωπή» είναι ο ελληνικός τίτλος) ήταν σαν να ήθελε να κάνει ένα είδος διαλογισμού, επεξηγώντας τον θάνατο. «Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έκανε, επειδή ήταν πλέον 76 ετών», λέει ο ρεπόρτερ. Ωστόσο, στην ίδια ακριβώς περίοδο της ζωής του, ο Σπίλμπεργκ δεν κοιτάζει προς το τέλος της ζωής, αλλά πίσω, στην αρχή. «Θα αναρωτιέστε γιατί», λέει ο σκηνοθέτης χαμογελώντας. «Επειδή κάθε πρωί που ξυπνάω είναι μια νέα αρχή. Ποτέ δεν έχω δει καμία φάση της ζωής μου σαν την τελευταία». Οι κριτικοί, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τον κατηγόρησαν για υπερβολικό συναισθηματισμό –ιδίως τώρα τελευταία– αλλά και όταν μεσουρανούσε, με παλιότερες επιτυχίες του.
Και η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης –οι ταινίες του οποίου απέδωσαν συνολικά 16 δισεκατομμύρια δολάρια– έκρυβε καλά τους δαίμονές του, κυρίως όσον αφορά τις πληγές που του είχε αφήσει το διαζύγιο των γονιών του. Αν παρατηρήσει κανείς, κάποιες σημαντικές ταινίες του –«ET», «Close Encounters of the Third Kind», «War of the Worlds», «Catch Me If You Can», «Empire of the Sun»– όλες περιλαμβάνουν παιδιά από διαλυμένα σπίτια. Ακόμη και «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» έχει να κάνει με την επανένωση μιας οικογένειας. «Ολα μου έβγαιναν στη δουλειά», λέει. «Το να μεταφέρω τα βιώματά μου στη δουλειά μου έγινε από τα βασικότερα χαρακτηριστικά μου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ταινία που έχω κάνει στην οποία οι πρωταγωνιστές να μην αντιμετωπίζουν περίπλοκα ζητήματα ταυτότητας».
Αραγε θεωρεί ότι το κοινό αντιλαμβανόταν ότι μετέφερε στη μεγάλη οθόνη δικά του βιώματα; «Ειλικρινά ποτέ δεν πίστευα ότι ο κόσμος νοιάζονταν πολύ για τη ζωή μου. Ενδιαφερόταν περισσότερο για τις ιστορίες», απαντά ο ίδιος. «Μη νομίζετε ότι τους ένοιαζε που στον Ε.Τ. αφηγήθηκα την ιστορία τριών παιδιών των οποίων ο πατέρας δεν ζούσε πλέον μαζί τους στο σπίτι», λέει ο Σπίλμπεργκ. «Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του διαζυγίου των γονιών μου και στη συνέχεια μετατράπηκε σε αυτό που είναι: ένας επισκέπτης που ξαναβρίσκει μια διαλυμένη οικογένεια. Στη συνέχεια, στο “Close Encounters” (“Στενές επαφές τρίτου τύπου”), όταν το αγόρι πιάνει τον μπαμπά του να κλαίει, ουρλιάζει, “Κλάψε μωρό μου”. Αυτό συνέβη όταν ήμουν δέκα ετών και είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Ωστόσο, οι θεατές ενδιαφέρονται περισσότερο για τα θέματα της μητρότητας που θίγονται στις ταινίες».
«Το να σκηνοθετείς ταινίες σού δίνει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και μια αυταπάτη μεγαλείου, ότι έχεις τον έλεγχο», λέει. «Αλλά κανείς μας δεν έχει κανέναν έλεγχο». Η αγαπημένη ταινία του Σπίλμπεργκ είναι το επικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν, «Λόρενς της Αραβίας». Λέει ότι το είχε δει όταν ήταν έφηβος και τον είχε κυριεύσει μια αίσθηση ματαιότητας, σχεδόν ήθελε να τα παρατήσει. Απλώς πίστευε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει μια τόσο καλή ταινία. «Ακόμα δεν έχω κάνει μια τόσο καλή ταινία», λέει. Υπήρχε, όμως, κάποια στιγμή που να σκέφτηκε ότι ίσως, απλώς, ήταν αρκετά καλός; «Μάλλον ήταν μετά “Τα σαγόνια του καρχαρία”», λέει για την υπερπαραγωγή του 1975. «Μέσω αυτής της ταινίας, παρατήρησα τα συναισθήματα που μπορεί ένα φιλμ να προκαλέσει στο κοινό».
Ωστόσο, ο «Λόρενς της Αραβίας» είναι πάντα μέσα στην καρδιά του. Το ξαναβλέπει κάθε χρόνο. Ποια από τις δικές του ταινίες θα πρότεινε στους ανθρώπους να βλέπουν κάθε χρόνο; «Θεέ μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να απαντήσω σε αυτό που με ρωτάς», λέει. «Μερικές φορές, ωστόσο, εύχομαι να μπορούσα να δω τον “ET” μέσα από τα μάτια κάποιου που δεν τον έχει δει ποτέ. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί», παραδέχεται. Η ταινία του Λιν είναι κάτι περισσότερο από ένα θέαμα για τον Σπίλμπεργκ.
Μιλάει για την καλύτερή σκηνή του για εκείνον, όταν ο Λόρενς φτάνει στο κανάλι του Σουέζ και ο βρετανός αξιωματικός φωνάζει: «Ποιος είσαι;» Αυτή η ατάκα είναι κολλημένη στο μυαλό του, όταν δημιουργεί σχεδόν κάθε ταινία του, παραδέχεται με θέρμη. «Η ταινία προσεγγίζει μέσω αυτής της ατάκας το χαρακτήρα του Λόρενς», λέει: «Ακούει την ερώτηση, αλλά δεν γνωρίζει την απάντηση. Αυτό κάνουμε όταν δημιουργούμε ταινίες. Μερικές φορές απλώς, στεκόμαστε στην άλλη πλευρά του καναλιού και διερωτόμαστε ποιοι είμαστε. Ολη η τέχνη είναι αυτή. Κάθε ταινία που έχω σκηνοθετήσει, θέτει το ερώτημα “Ποιος είμαι;”».
Για μια άμεση απάντηση, έχουμε τώρα το φιλμ «The Fabelmans», το οποίο ο Σπίλμπεργκ έγραψε μαζί με τον Τόνι Κούσνερ, έπειτα από παρότρυνση της συζύγου του, Κέιτ Κάπσοου. Μέσω του φιλμ, ο θεατής μπορεί να πληροφορηθεί ότι η μητέρα του Σπίλμπεργκ είχε φέρει κάποτε στο σπίτι μια μαϊμού. Επίσης, μαθαίνει ότι ο νεαρός Στίβεν δέχθηκε bullying στο γυμνάσιο. Ηταν ένα περίεργο παιδί που κινηματογραφούσε τα πάντα.
Αυτό φάνηκε τη δεκαετία του 1960, αν και ποτέ δεν του έλειψε η αυτοπεποίθηση. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε με συνομήλικους, μπερδεύοντάς τους με τις μικρού μήκους ταινίες του. «Δεν ήμουν δημοφιλής», παραδέχεται. «Αλλά ακόμα και τα παιδιά που δεν με συμπαθούσαν, ήθελαν να λάβουν μέρος σε κάποια από αυτές τις ταινίες. Η κάμερα με έκανε δημοφιλή στο σχολείο. Χωρίς αυτήν, δεν είχα καμία ελπίδα», παραδέχεται.
Τώρα, όμως, η κινηματογράφηση είναι πολύ διαφορετική. Οχι μόνο στη δημιουργία της, με ένα iPhone στο χέρι, για να τη γυρίσει ο επόμενος… Σπίλμπεργκ, αλλά και στον τρόπο που το κοινό απολαμβάνει τις ταινίες. Κανείς δεν κάνει πια ταινίες όπως ο Σπίλμπεργκ, τουλάχιστον όχι για τα παιδιά. «Εκείνο που δεν έχουν τόσο τα παιδιά σήμερα, όσο τα παιδιά της γενιάς μου, είναι η υπομονή. Αυτό είναι που λείπει, η υπομονή».
Ο δημοσιογράφος των Times τον ρωτά λίγο πριν από το τέλος της συνέντευξης, κατά τη διάρκεια της προβολής ποιας άλλης ταινίας είχε νευρικότητα, εκτός από το «Fabelmans», όταν προβλήθηκε για τις αδελφές του. «Στην προβολή της Λίστας του Σίντλερ», απαντά. Λέει πως ήθελε να τα καταφέρει για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Ενώ παραδέχεται ότι χρειαζόταν και την υποστήριξη και τη συμβουλή των Εβραίων που επέζησαν. «Αυτή είναι η πιο σημαντική ταινία μου», λέει. «Ωστόσο, στις μέρες μας, με ανησυχεί περισσότερο από ποτέ ο αντισημιτισμός. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος βρισκόταν ξανά σε άνοδο όταν έκανα την ταινία. Αυτός ήταν και ο λόγος που τη σκηνοθέτησα, το 1993», λέει. «Πρόκειται για την ταινία με τα πιο σημαντικά μηνύματα που έχω προβάλει ποτέ, μέσω της τέχνης μου. Επρεπε να τα ακούσει ο κόσμος. Είχε ένα ζωτικό μήνυμα που είναι πιο σημαντικό σήμερα, από ό,τι ήταν ακόμη και το 1993, γιατί ο αντισημιτισμός είναι πολύ χειρότερος σήμερα από ό,τι όταν έκανα την ταινία». Ο Σπίλμπεργκ παραδέχεται, επίσης, ότι δημιούργησε τη «Λίστα του Σίντλερ» ως έναν φόρο τιμής στους γονείς του και τις εβραϊκές ρίζες τους. Με αυτή την ταινία –όπως όλα όσα κάνει– ήθελε να απαντήσει στο ερώτημα «Ποιος είμαι εγώ;».
Ωστόσο, τώρα το «Fabelmans» είναι το φιλμ που θέτει πιο έντονα από κάθε άλλο το ερώτημα αυτό. Πρόκειται για μια συγκινητική αυτοβιογραφία, η οποία αποθεώνει τη θεραπευτική δύναμη του σινεμά, με τον Σπίλμπεργκ να βάζει πλώρη για το τέταρτο Οσκαρ της καριέρας του, δίνοντας συμβουλές στους νεότερους δημιουργούς: «Πες ιστορίες που σε ενδιαφέρουν». Μη λες ιστορίες που πιστεύεις ότι θα είναι ενδιαφέρουσες για τους άλλους». Παράλληλα, αποκαλύπτει ότι το «Fabelmans» δεν είναι το τελευταίο φιλμ που κάνει. «Το πιο σημαντικό είναι να προχωρήσουμε στο επόμενο», λέει ανήσυχα. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να προχωρήσουμε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News