Ενας σταυρός, ένας ναός, οι λέξεις «Mad house», η φράση «Forgive me tiger» δίπλα από μερικές νυχιές θηρίου, το όνομα του Μίκι Ρουρκ, ένα πορτρέτο του Τζέιμς Ντιν, πρόσωπα ρημαγμένα, το όνομα της αγαπημένης του Νατάσα Οσίποβα στο χέρι και μερικές δεκάδες ακόμα τατουάζ- σύμβολα μιας προσωπικής περιπέτειας που έχει γενναίες δόσεις αυτοκαταστροφής, αφόρητη δόξα και αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα. Ενα κορμί χαραγμένο με εμπειρίες, ένα μυαλό που δεν έχει ακόμα δώσει σχήμα στην ευτυχία, μια ρώσικη ψυχή μέσα στην οποία ασφυκτιούν ένα σπουδαίο ταλέντο κι ένας ανυπότακτος νέος 27 ετών. Ο Σεργκέι Πολούνιν, για τον οποίο ο διεθνής Τύπος έχει επινοήσει τους πιο ευφάνταστους χαρακτηρισμούς (από κακό παιδί του παγκόσμιου χορού μέχρι Τζέιμς Ντιν του μπαλέτου), ο χορευτής που ορμά στη σκηνή και χορεύει με τους δαίμονές του, που στριφογυρίζει στον αέρα σαν ροκ ξωτικό, ο άνθρωπος που κουβαλά το δυσβάσταχτο φορτίο να θεωρείται διάδοχος του Ρούντολφ Νουρέγεφ και του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, έρχεται αύριο Κυριακή 2 Οκτωβρίου στην Αθήνα για να παραστεί στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Ο Χορευτής».
Η ταινία που σκηνοθέτησε ο Στίβεν Κάντορ και συμμετείχε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Sundance θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας (Δαναός 1, ώρα 19.15). Μέσα στα 85 λεπτά που διαρκεί, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές του μεγαλύτερου ταλέντου που πέρασε από το μπαλέτο τα τελευταία χρόνια. Αυτό το απίστευτα χαρισματικό πλάσμα κοιτάει το φακό με τα πελώρια πράσινα μάτια του, εξομολογείται με τρόπο που φανερώνει την εσωτερική του πάλη, χαμογελά με όση αθωότητα του απέμεινε, μιλά με μια δειλία στην φωνή, δεν κρύβει πόσο επαναστάτης για το κατεστημένο του κλασικού χορού υπήρξε, αποδεικνύει γιατί είναι διάσημος για τα ασύλληπτα κατορθώματά του πάνω αλλά και κάτω από τη σκηνή. Eίναι φανερό πως ο Στίβεν Κάντορ -ένα ακόμα θύμα της γοητείας του Πολούνιν- υποκλίνεται στο ταλέντο του, εξερευνά την ανάδειξή του σε celebrity, ζουμάρει στα σημάδια που του άφησε το απίστευτο κύμα δόξας και αναδεικνύει πόσο μεγάλο ήταν το τίμημα που πλήρωσε για την τελειότητά του.
Κι, όμως, τίποτα δεν έκανε όπως έπρεπε: Ο βρετανικός τύπος αρέσκεται να τον αποκαλεί Τζέιμς Ντιν του χορού, αλλά εκείνος θεωρεί μέντορά του τον Μίκι Ρουρκ και αδερφή ψυχή του τον Τζιμ Μόρισον. Το Royal Ballet προσπάθησε να τον κρατήσει όμηρο και τον δελέαζε με τους πιο απαιτητικούς ρόλους ενώ εκείνος θεωρούσε υπέρτατη ελευθερία την ανεξαρτησία του. «Δεν είμαι δούλος της τέχνης. Είμαι καλλιτέχνης», τους φώναζε. Οι αυστηροί κριτικοί συνωστίζονταν για να του χαρίσουν βραβεία κι εκείνος τα πετούσε στο πρώτο καλάθι που έβρισκε. «Στην αρχή ήταν χαριτωμένο να με αποκαλούν κακό παιδί του χορού. Αλλά με τον καιρό συνειδητοποίησα πως μετά τους χαρακτηρισμούς ερχόταν η έλλειψη εμπιστοσύνης, η άρνησή τους να με ακούσουν, η κακή ενέργειά τους που την ένιωθα γύρω μου παντού. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι κακό παιδί. Είναι μια πολύ σκληρή δουλειά», λέει.
Για να εξηγήσει κανείς αυτήν την οδυνηρή κατάληξη δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ. Ο Πολούνιν έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός παιδιού από το οποίο το περιβάλλον του απαίτησε να κάνει την «βρώμικη» δουλειά για λογαριασμό όλων. Γεννημένος στην Ουκρανία, μεγαλωμένος με στερήσεις, οδηγήθηκε στη πρώτη σχολή χορού στα 3 του χρόνια και στην γυμναστική λίγο μετά, καθώς η μητέρα του αναζητούσε εναγωνίως τρόπο να ξεμπερδέψει με την κακή της τύχη. Δεν έπαιξε μπάλα, δεν πέρασε ανέμελα απογεύματα, δεν διασκέδασε. Μόνο κατέρρεε από την εξάντληση και αρρώσταινε. Αλλά καθώς τα δείγματα του ταλέντου του πολλαπλασιάζονταν ο μηχανισμός για την ανάδειξή του σε σταρ του χορού δούλευε ασταμάτητα: διαγωνισμοί, υποτροφίες, οντισιόν στην σχολή του Royal Ballet, έγιναν ρουτίνα. Ο πιτσιρικάς ανταποκρινόταν, η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο, το κυνήγι γινόταν όλο και πιο άγριο. Από την ζωή σε ένα μονόκλινο δωμάτιο με μια αδηφάγα μητέρα που αγωνιζόταν να τον κάνει χορευτή με τα χρήματα που έστελνε ο οικοδόμος πατέρας από την Πορτογαλία και η καθαρίστρια γιαγιά από την Ελλάδα πέρασε στο ανελέητο κλάμπινγκ. Κι από τις εξαντλητικές προπονήσεις έκανε βουτιά στην παρηγοριά της κοκαΐνης.
Οι Βρετανοί στο Royal Ballet τον τίμησαν με μια ζηλευτή για οποιονδήποτε σολίστα διάκριση (στα 19 πήρε τον τίτλο του νεότερου πρώτου χορευτή στην ιστορία του οργανισμού) αλλά εκείνος τους έτριψε τo 2012 τους επαίνους στα μούτρα, έβαλε μπουρλότο σε μια λαμπρή καριέρα, δήλωσε ότι εγκαταλείπει για πάντα το μπαλέτο κι επέστρεψε στην Ρωσία να βρει την ησυχία του. Λογικό. Κανείς δεν μπορεί να καλύπτει για καιρό την αλήθεια των τατουάζ του με γενναίες δόσεις μέικ απ μόνο και μόνο για να υποδυθεί τον Δον Κιχώτη. «Δεν άντεχα άλλο αυτή τη φυλακή. Δεν με χωρούσε το σώμα μου. Επρεπε να καταστρέψω ό,τι είχα κατακτήσει για να ξεφύγω από τα δεσμά μιας καριέρας που δεν άντεχα», είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο BBC, αφού αποχώρησε από το Royal Ballet. Ο χορευτής που πάντοτε έλεγε πως το μυστικό της επιτυχίας του είναι ότι ακούει τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε να κλείσει τα αυτιά του στις εσωτερικές του κραυγές.
Εξαντλημένος από τις ατελείωτες πρόβες, εξοργισμένος από τις χαμηλές αμοιβές, ανήμπορος να ακολουθήσει στρατιωτικό πρόγραμμα και προκλητικός απέναντι σε όσους τον «στρίμωχναν» στα στενά κλασικά κοστούμια αποχώρησε αφού πρώτα τρόλαρε ανελέητα τους επικεφαλής του οργανισμού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσω του λογαριασμού του στο Twitter μοιραζόταν τον ενθουσιασμό του για τα νέα τατουάζ και τις περιπέτειές του με τον υπόκοσμο του Λονδίνο ή ανακοίνωνε ότι θα τρώει πίτσες όλη νύχτα και θα ξενυχτάει μέχρι λιποθυμίας γιατί ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου.
Ο μόνος που κατάφερε να τον βγάλει από τον προσωπικό του λαβύρινθο ήταν ο περίφημος φωτογράφος Ντέιβιντ Λα Σαπέλ που του ζήτησε ως κύκνειο άσμα στην μπαλετική του ιστορία να γυρίσουν μαζί ένα βίντεο. Ο Λα Σαπέλ επέλεξε το χώρο των γυρισμάτων, φρόντισε την αισθητική, γέμισε το χώρο με αχνό ολόλευκο φως που δημιουργεί την αίσθηση του ονείρου (ή του εφιάλτη) και έβαλε για μουσική υπόκρουση το τραγούδι «Take me to church» του Hozier. Ο Πολούνιν από την άλλη, λίγο πριν μπει στο «ρινγκ» των γυρισμάτων πήρε συμβουλές από το είδωλό του Μίκι Ρουρκ και παρουσίασε μια χορογραφία που αποθεώνει τα χαρίσματά του και μοιάζει με χορό πληγωμένου θηρίου. «Επί εννέα ώρες που οι κάμερες κατέγραφαν τα πάντα έκλαιγα. Από κάθε μου κίνηση προέκυπτε μια σκέψη για ό,τι μου έχει συμβεί ως τώρα: από τη σχέση μου με τη μητέρα μου μέχρι τις υποκλίσεις στο κοινό. Είχα πει ότι θα ήταν ο τελευταίος μου χορός αλλά επί εννέα ώρες το μυαλό μου έζησε το απόλυτο δίλημμα: έκανα καλά που σταμάτησα ή πρέπει να επιστρέψω το συντομότερο;».
Το αποτέλεσμα αυτού του σκληρού αγώνα ήταν ένα βίντεο έπος, που όχι μόνο γονάτισε το YouTube με δεκάδες εκατομμύρια views αλλά τον επανέφερε εκεί που πραγματικά ανήκει. «Αδειασα από συναισθήματα και καθάρισε το μυαλό μου. Ημουν έτοιμος να πάρω το αεροπλάνο και να ξεκινήσω μαθήματα υποκριτικής στο Actor’s studio. Αλλά τελικά οδηγήθηκα ξανά στις αίθουσες με τους καθρέπτες». Μέχρι να ξαναδεί μέσα τους ένα είδωλο από το οποίο θα θέλει πάλι να δραπετεύσει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News