Την αμερικανική κοινωνία αυτήν την εποχή, αλλά και γενικώς όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, απασχολεί η υπόθεση άμβλωση. Επειδή -και με αδυσώπητη ειρωνεία- η έκτρωση γεννά ερωτήματα τα οποία εγκυμονούν κινδύνους τριβών αν όχι και ρήξεων. (Ξεκινώντας από την κρεβατοκάμαρα του καθενός και φθάνοντας μέχρι τις πλατείες των πολιτικών συγκεντρώσεων.)
Η έκτρωση αποτελεί άσκηση γυναικείου ατομικού δικαιώματος υπό οποιαδήποτε συνθήκη ή μήπως εμπίπτει σε περιορισμούς;
Τίθενται όρια στο συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα (από τον μαιευτήρα ιατρό φέρ’ ειπείν ή από τον νομοθέτη) ή μήπως εξ ορισμού ασκείται απρόσκοπτα;
Ποια ελευθερία μετράει περισσότερο; Του ανθρώπου (της γυναίκας) ή του κυήματος;
Η αυτοδιάθεση του οιουδήποτε (και της κάθε γυναίκας) είναι υπεράνω του νόμου;
Και ο ανεπιθύμητος από τον λαό νόμος τι αντιπροσωπεύει;
Θα μπορούσαμε με τις ώρες να συζητούμε και να διαφωνούμε πάνω στα προηγούμενα ερωτήματα, ανακαλύπτοντας φιλοσοφικές απολήξεις και ιδεολογικές ουρές σε κάθε μας λέξη – θα μπορούσαμε ακόμη και να εκπλαγούμε με τον εαυτό μας, είτε αυτοπροσδιοριζόμαστε «συντηρητικοί» είτε «προοδευτικοί».
Αν όμως θέλαμε να… καβγαδίσουμε κιόλας, τότε θα ασχολούμασταν, όπως το περιοδικό Economist, με τη θεωρία δύο οικονομολόγων πανεπιστημιακών οι οποίοι το 2001 συνέδεσαν την έκτρωση με την εγκληματικότητα και απεφάνθησαν ότι όσο μεγαλώνει η «πίτα» της πρώτης τόσο μειώνεται η «πίτα» της δεύτερης.
Ο (νομοθετικός ή κοινωνικός) «περιορισμός της πρόσβασης στην άμβλωση σημαίνει ότι περισσότεροι γονείς που δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν, τελικά θα αναγκαστούν να το πράξουν» γράφει το βρετανικό έντυπο. Διότι «πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι περιορισμοί στην έκτρωση ακυρώνουν δεκαετίες προόδου όσον αφορά τη μείωση της εγκληματικότητας στην Αμερική».
Το κείμενο του Economist επικαλείται την αμφιλεγόμενη στατιστική μελέτη των Τζον Ντόναχιου και Στίβεν Λέβιτ με την οποία απέδωσαν στη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στις ΗΠΑ τον περιορισμό του εγκλήματος. Πρόκειται για μία εργασία η οποία έχει προκαλέσει πολλές διαμάχες και έχει κατηγορηθεί ότι περιέχει μεγάλα σφάλματα.
Η επίκλησή της γίνεται επειδή οι πολιτικές κατά των αμβλώσεων έχουν νομοθετηθεί πάλι σε πολλές Πολιτείες του αμερικανικού Νότου (και όχι μόνον) υπό την πίεση ομάδων θρησκευομένων και υπερσυντηρητικών. Μάλιστα, όπως σημειώνεται στο κείμενο, είναι «ένα μέτρο που υποστηρίζεται μόλις από το 11% των ψηφοφόρων, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της εταιρείας Morning Consult».
Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη δημοσίευση της εργασίας τους, οι δύο καθηγητές επέστρεψαν στο θέμα και παρουσίασαν νέα στοιχεία που ενισχύουν την αρχική τους θέση. Σε νέα εργασίας τους, που κυκλοφόρησε από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, πιστώνουν στη νόμιμη άμβλωση το μεγαλύτερο ποσοστό από τη συνολική μείωση του εγκλήματος από το 1990.
Η βασική τους ιδέα είναι ότι το έγκλημα μειώθηκε ταχύτερα στις πολιτείες όπου διεξήχθησαν περισσότερες αμβλώσεις εν συγκρίσει με εκείνες όπου η διαδικασία σπάνιζε. (Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το βίαιο έγκλημα ήταν περίπου 50% πιο συνηθισμένο σε πολιτείες με σχετικά υψηλά επίπεδα αμβλώσεων από ό,τι σε εκείνες όπου η άμβλωση ήταν σπάνια. Το 2014 τα ποσοστά εγκληματικότητας στις δύο ομάδες πολιτειών συνέκλιναν.)
Οι καθηγητές, γράφει ο Economist, oπλισμένοι με ένα σύνολο δεδομένων σχετικά με τις αμβλώσεις, με τα ποσοστά εγκληματικότητας και με άλλους παράγοντες -συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών συνθηκών, των κοινωνικών παροχών, της πρόσβασης στα πυροβόλα όπλα και της κατανάλωσης αλκοόλ- απομόνωσαν τον αντίκτυπο της άμβλωσης στη βίαιη εγκληματικότητα μετά τον έλεγχο για άλλες μεταβλητές οι οποίες επίσης επηρεάζουν τα ποσοστά εγκληματικότητας. Με όλους τους άλλους παράγοντες να διατηρούνται σταθεροί, διαπίστωσαν ότι η αύξηση του ποσοστού άμβλωσης κατά 100 μονάδες ανά 100.000 γεννήσεις οδήγησε σε μείωση του εγκλήματος κατά 10%-20%.
Και καταλήγει το κείμενο: «Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει ότι τέκνα γυναικών που ήθελαν την έκτρωση αλλά δεν την έκαναν, είναι πολύ πιο πιθανό να γίνουν εγκληματίες».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News