Με επιτόκιο 1,8% η χώρα δανείστηκε 3 δισ. ευρώ από την έκδοση του 10ετούς ομολόγου, διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε νωρίς το απόγευμα της Τετάρτης, στην πρώτη αυτή απόπειρα της Ελλάδας για έξοδο στις διεθνείς χρηματαγορές και ενώ η μία μετά την άλλη οι κεντρικές τράπεζες αρχίζουν και αυξάνουν τα επιτόκια και περιορίζουν η ρευστότητα προκειμένου να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.
Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα της πρώτης δημοπρασίας ομολόγων του 2022, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας χαρακτήρισε «ιδιαίτερα ικανοποιητικό το επιτόκιο, αν ληφθεί υπόψιν η τρέχουσα διεθνής συγκυρία».
«Παρά τη δύσκολη αυτή συγκυρία, η Ελλάδα δανείστηκε σήμερα με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%. Ενώ, και το περιθώριο επιτοκίου, το spread, του ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού έχει συρρικνωθεί σημαντικά, τόσο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα όσο και με τα επίπεδα των αρχών του 2019.
Συνεπώς, η χώρα μας, συνεχίζοντας την -αποδεδειγμένα – επιτυχημένη εκδοτική στρατηγική και την αποτελεσματική οικονομική πολιτική των τελευταίων 2,5 ετών, καταφέρνει, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονης ρευστότητας, να κινείται αταλάντευτα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην κανονικότητα κλασικού εκδότη-χώρας της Ευρωζώνης, “κλειδώνοντας” το κόστος δανεισμού τής δεκαετίας σε χαμηλά επίπεδα» ανέφερε σε ανακοίνωση του ο υπουργός Οικονομικών.
Βέβαια, το ύψος του επιτοκίου προβληματίζει. Χαρακτηριστικό του νέου περιβάλλοντος που έχει διαμορφωθεί στις διεθνείς χρηματαγορές είναι ότι, πέρυσι τέτοιον καιρό Ιανουάριο του 2021, η Ελλάδα είχε δανειστεί με επιτόκιο κάτω του 1% σε έκδοση δεκαετούς ομολόγου, ενώ τον περασμένο Ιούλιο η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς είχε υποχωρήσει στο 0,59%.
Σε κάθε περίπτωση, οι χρηματαγορές συνεχίζουν να δανείζουν την Ελλάδα: Οι προσφορές που συγκέντρωσαν οι ανάδοχες τράπεζες κατά τη διαδικασία του βιβλίου προσφορών, ξεπέρασαν σύμφωνα με πληροφορίες τα 15 δισ. ευρώ. Το τελικό επιτόκιο των ομολόγων διαμορφώθηκε με περιθώριο υψηλότερο κατά 1,4% από το βασικό επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς, ενώ σε σχέση με την απόδοση του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, του οποίου η απόδοση νωρίς το απόγευμα ήταν οριακά αρνητικά στο -0,006%, το περιθώριο του διαμορφώνεται στο 1,8%.
Στη δευτερογενή αγορά σήμερα η απόδοση του «παλαιού» πλέον δεκαετούς ομολόγου κυμαίνονταν στο 1,66%, από το 0,89% που ήταν τον περασμένο Ιούνιο, όταν το υπουργείο Οικονομικών είχε προχωρήσει στην επανέκδοση της συγκεκριμένης έκδοσης (reopening).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News