Οποια ομάδα και αν υποστήριζε κανείς στη δεκαετία του '80 και τις αρχές του '90, δεν ήταν δυνατόν να μην αποτελούσε κομμάτι της μεγαλύτερης κόντρας εκείνης της εποχής. Και, πραγματικά, η κορυφαία αντιπαράθεση τότε δεν ήταν ούτε το ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ., ούτε το Χατζηδάκις ή Θεοδωράκης, ούτε το Βουγιουκλάκη ή Καρέζη. Ηταν το Αρης ή ΠΑΟΚ στο μπάσκετ.
Πηγαίνοντας γυμνάσιο και λύκειο στη Θεσσαλονίκη, από το '83-'84 έως το '88-'89, έζησα αυτή την κόντρα σε όλο της το μεγαλείο. Οσο κι αν οι συλλογικές μου προτιμήσεις αρχικά με απομάκρυναν από το να πάρω θέση στο ερώτημα που ταλαιπώρησε μία ολόκληρη δεκαετία όλη τη χώρα, σε κάθε γωνιά της, αυτό που γινόταν τότε δεν ήταν δυνατόν να μη σε βάλει τελικά στη διαδικασία να πάρεις θέση. Έτσι κι εγώ. Πήρα θέση υπέρ ΠΑΟΚ, αλλά με την ικανοποίηση και το πλεονέκτημα που κατάλαβα χρόνια αργότερα ότι είχα τότε. Καμία από τις δύο δεν ήταν η ομάδα μου, γιατί αν ήταν δεν ξέρω πώς θα κατάφερνα να τα φέρω βόλτα τότε στη διαχείριση των συναισθημάτων που απορρέουν από τον αθλητισμό για έναν έφηβο που αγαπάει τους… ήρωες των γηπέδων.
Είχα τη χαρά να υποστηρίζω στην κόντρα αυτή τον ΠΑΟΚ, χωρίς να γίνομαι τη Δευτέρα στόχος των Αρειανών στο σχολείο. Είχα την ικανοποίηση να λαμβάνω μέρος στην κόντρα της εβδομάδας πριν τα μεταξύ τους ντέρμπι, αλλά να μπορώ να συζητάω μετά το ματς για τα μαγικά του Γκάλη, τα τρίποντα του Γιαννάκη ή του Πρέλεβιτς, τις τάπες του Φασούλα. Μονά-ζυγά δικά μου, δηλαδή. Έχω δει και αρκετά μεταξύ τους ματς και τώρα καταλαβαίνω πώς είναι να ζεις την ιστορία χωρίς να το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή. Εδώ θα ανοίξω παρένθεση για να θυμηθώ ότι το 1983 είδα τον Μάικλ Τζόρνταν σε φιλικό του North Carolina στη Θεσσαλονίκη με την εθνική Ελλάδας. Και πού να καταλάβω τότε τι έβλεπα; Τώρα όμως ξέρω και νιώθω χαρά. Μεγάλη χαρά. Κι αυτή τη χαρά την έζησα επειδή όλοι αυτοί οι παίκτες της χρυσής εποχής έστρεψαν το ενδιαφέρον μου στο μπάσκετ τόσο, ώστε να ζητήσω από τον πατέρα μου, σε ηλικία 12 ετών, να με πάει στο συγκεκριμένο ματς. Και επιστρέφω στο δίπολο εκείνης της εποχής για να σταθώ στο ότι το πραγματικά μεγάλο μου κέρδος τότε, ήταν ότι μπορούσα να ζήσω τις μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές και των δύο στην Ευρώπη. Είτε δια ζώσης στο "Αλεξάνδρειο", είτε από την τηλεόραση. Να πηδήξω από χαρά στη νίκη του Άρη στη Βαρκελώνη. Να βγάλω άναρθρες κραυγές σε μία επική ανατροπή και εκτός έδρας νίκη του ΠΑΟΚ επί της Μιλούζ στη Γαλλία.
Να αναφωνήσω "κρίμα" που ο Αρης τότε δεν πήρε ούτε ένα κύπελλο Πρωταθλητριών και να σιχτιρίσω τον Ιακοπίνι το 1993, που με τα τρίποντά του με τη φανέλα της Μπενετόν, έφραξε τον δρόμο του ΠΑΟΚ προς τον τελικό και ίσως την κατάκτηση του τίτλου. Κι όλα αυτά ενώ δεν ήμουν Αρης ή ΠΑΟΚ. Δεν ήμουν καν μπασκετικός! Κι όμως, αυτή ήταν η μαγεία εκείνης της εποχής. Μας πήραν από το χεράκι οι παιχταράδες των δύο ομάδων και -όποια κι αν ήταν η ομάδα μας, όποιο κι αν ήταν το άθλημά μας- μας τράβηξαν κοντά τους, μας καθήλωναν και μας σήκωναν από τον καναπέ 100 φορές σε κάθε ματς. Και τελικά όλοι μαζί, μας έβγαλαν στους δρόμους το 1987. Όλες αυτές οι εικόνες στριφογύριζαν στο μυαλό μου χθες βλέποντας την εκδήλωση του Άρη για τον μεγάλο Νίκο Γκάλη.
Είδα συμπαίκτες κι αντιπάλους να τιμούν τον μεγαλύτερο Έλληνα αθλητή όλων των εποχών και τελικά να αποκαθίσταται πλέον μία τεράστια αδικία. Είδα ένα γήπεδο να παίρνει το όνομά του, έστω και 19 χρόνια μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Ίσως έτσι έπρεπε. Ίσως έτσι πρόσταζε η μοίρα. Να γίνουν όλα αυτά παρουσία της κόρης του σε μία ηλικία μάλιστα που πλέον καταλαβαίνει αυτά που ζει. Και χθες μάλλον κατάλαβε ακριβώς το τεράστιο μέγεθος του πατέρα της και την επιρροή του στο ελληνικό μπάσκετ και στον αθλητισμό μας γενικότερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News