Επανειλημμένως έχει τεθεί το συγκριτικό ζήτημα: ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και χωρίς καμιά αμφιβολία η καλαθόσφαιρα υπερέχει καταφανώς. Αν μιλήσουμε για ντόπια νοοτροπία, για «ψηλά» παιδιά που γεννήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, για την παρουσία του Γκάλη και μια σειρά ευνοικές συνθήκες άλλου ποιού, συλλαμβάνουμε το πρόβλημα αλλά δεν το λύνουμε. Και δεν χρειάζεται βέβαια να λυθεί. Εστω και σαν αθλητικός γρίφος, η καλαθόσφαιρα σχίζει χασέδες χρόνια τώρα, έχει φτάσει μέχρι σημείου να υπερέχει του ποδοσφαίρου, οπότε οι μπασκετικές ομάδες (τηρουμένων των αναλογιών) συναγωνίζονται σε δόξα τις ποδοσφαιρικές. Τρείς φορές έχει κερδίσει ο ΠΑΟ του Ομπράντοβιτς το ευρωπαϊκό κύπελο, δύο φορές ο Ολυμπιακός και καταπώς φαίνεται, εφόσον οι σπόνσορες το επιζητούν, πιθανότατα θα έχουμε άριστη σοδειά.
Όσοι είδαν τον αγώνα το πρώτο που διέκριναν ηταν πρώτα η επανεμφάνιση του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στα ελληνικά γήπεδα και κατόπιν το γεγονός οτι αυτός – ο ημιέλλην – ηγείτο πλέον μιας τουρκικής ομάδας χωρίς τον Ιτούδη που έπαψε πιά να θυμίζει Σάντζο Πάντσα. Ο καιρός έχει γυρίσματα και η καρδιά του (πράσινου) οπαδού ήταν έτοιμη να δει στο πρόσωπο του αγαπημένου προπονητή έναν εκδικητή! Τελικά τίποτα απο αυτά δεν έγινε. Ο Ολυμπιακός του Μπαρτζώκα (που έχασε απο τον ΠΑΟ στα ίσια) έναντι στην Φενέρ Μπαξέ έκανε πραγματικά θαύματα και δεν άφησε τους Τούρκους να προηγηθούν ουτε μια φορά.
Αν θυμηθούμε το αποτέλεσμα με τον ΚΑΟΔ (ήττα και απουσία του Σπανούλη) το μάτς με τους γείτονές μας είχε άλλη πνοή. Ο Σπανούλης, καλό είναι να το ξέρουμε, όσο έπαιζε στον Παναθηναϊκό ηταν ένα κλίκ πίσω απο τον Διαμαντίδη μέσω Ομπράντοβιτς, οπότε μια μικρή ή μεγάλη εκδίκηση είχε κάποιο βαθύ νόημα. Και το βρήκε. Μάλιστα και οι δύο πρώην Παναθηναϊκοί (Σπανούλης και Περπέρογλου) έκαναν μαντάρα την Φενέρ η οποία, μπορεί να μη γονάτισε, αλλά δεν φάνηκε ικανή να παρουσιαστεί ως ομάδα του Ομπράντοβιτς με μεγάλες αξιώσεις. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οσάκις ο Σπανούλης είναι στις καλές του, φαίνεται δύσκολο, αν όχι αδύνατο να χάσει η ομάδα του Μπαρτζώκα. Όντως έτσι έγινε. Με 28 πόντους στο ενεργητικό του (6/7 τρίποντα και 2/2 δίποντα) ο Σπανούλης δεν είχε αντίπαλο, όσο για τον εαυτό του κατάφερε να εμφυσήσει ενθουσιασμό στην ομάδα και να κάνει μια δική του, «παλαιά» υπόθεση έναυσμα για ενθουσιασμό και συναρπαστική υπεροχή.
Μιλάμε εκτεταμένα για τους δύο προπονητές για να τονίσουμε οτι, ενώ στο ποδόσφαιρο οι παρεμβάσεις είναι περιορισμένες, στην καλαθόσφαιρα ο προπονητής είναι έκτος παίκτης, κυριολεκτικά μετέχει στο παιχνίδι, πηγαινοέρχεται στην γραμμή, συχνά τραβάει τα μαλλιά του, χειρονομεί σαν σεληνιασμένος, θυμίζοντας ενίοτε μαντρόσκυλο με φίμωτρο. Ο Ομπράντοβιτς μόνο μια φορά πλησίασε την ισοπαλία χωρίς τελικά να την αγγίξει (78-75). Όσο για τον Μπαρτζώκα, παρά τα συχνά του παράπονα, είναι κύριος με τα όλα του, με παράπονα βέβαια, αλλά ποτέ δεν παραδίδεται σε ασχημοσύνες και επιτιμήσεις.
Για τον Στράτο Περπέρογλου που επέτυχε 21 πόντους μπορούμε να πούμε ότι πιθανότατα είναι μια απο τις καλύτερες εμφανίσεις του. Όταν ο Σπανούλης καθόταν στον πάγκο για να πάρει ανάσες, ο Περπέρογλου έβρισκε χώρους για τρίποντα με ευστοχία που τσάκιζε κυριολεκτικά τους παίχτες της Φενέρ. Παρόμοιες εντυπώσεις άφησαν και οι Πρίντεζης (12), ο Μάντζαρης (9) και βέβαια ο Λοτζέσκι (14).
Σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο όπου μια ομάδα μπορεί να παίζει με πλάγιες πάσες εκμεταλλευόμενη τους κενούς χώρους, στο μπάσκετ σχεδόν κάθε επίθεση θα πρέπει να καταλήγει σε καλάθι, διαφορετικά ο κίνδυνος της ήττας ελλοχεύει. Γι αυτό άλλωστε κάθε επίθεση διαρκεί ορισμένα δευτερόλεπτα. Οι ποδοσφαιριστές δεν χρονομετρούν τις προσπάθειές τους, αντίθετα οι μπασκετμπολίστες μετρούν τον χρόνο κοιτώντας πάντα το χρονόμετρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News