Εάν δεν παρακολουθήσατε το ματς Ιταλίας – Ελβετίας (3-0), αξίζει τον κόπο να αναζητήσετε στο YouTube το πρώτο γκολ της «Σκουάντρα Ατζούρα». Μπήκε στο 26′. Είναι από αυτά που δεν περιγράφονται με λόγια – πρέπει να το δείτε με τα μάτια σας. Ο ορισμός της άψογης συνεργασίας δύο ποδοσφαιριστών: του Μανουέλ Λοκατέλι με τον Ντομένικο Μπεράρντι.
Ποιος είναι ο Λοκατέλι; Μέσος, 23 ετών, και αγωνίζεται στη Σασουόλο. Και ο Μπεράρντι; Επιθετικός, 26 ετών, που ανήκει στον ίδιο σύλλογο. Και η Σασουόλο, ποια είναι; Μια άσημη ομάδα της Serie A, που δεν έχει κατακτήσει, ποτέ, τίποτα, τερμάτισε όγδοη στο εφετινό Καμπιονάτο, και εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη των 40.000 κατοίκων, κοντά στη Μόντενα. Η επόμενη ερώτηση προκύπτει αβίαστα. Και τι δουλειά έχουν στην εθνική ομάδα της Ιταλίας -στην ενδεκάδα, μάλιστα- δύο παίκτες από ένα χωριό, που ολόκληρος ο πληθυσμός του θα χωρούσε στο μισό «Σαν Σίρο»;
Για τον Ρομπέρτο Μαντσίνι δεν «μετράνε» αυτά. Ο ιταλός εκλέκτορας παρέταξε χθες (Τετάρτη) βράδυ στο «Ολίμπικο» της Ρώμης μια ομάδα που περιελάμβανε δύο ποδοσφαιριστές της Σασουόλο, αλλά μόνο έναν από την (πρωταθλήτρια) Ιντερ, έναν από τη (δευτεραθλήτρια) Μίλαν, κανέναν από την (τρίτη) Αταλάντα, έναν από τη Λάτσιο κι έναν από την Τσέλσι. Επειδή δεν είναι… λογιστής, ούτε διπλωμάτης, αλλά προπονητής. Στη δική του Ιταλία παίζουν εκείνοι που μπορούν να υπηρετήσουν καλύτερα το σχέδιό του. Εκείνοι που ταιριάζουν περισσότερο μεταξύ τους. Του είναι αδιάφορο, από ποιον σύλλογο προέρχονται.
Στην Ελλάδα, σε αντίστοιχη περίπτωση, θα γινόταν «επανάσταση». Στην Ιταλία, όμως, οι φίλαθλοι αγαπούν την εθνική τους ομάδα περισσότερο από ό,τι τους συλλόγους τους. Επιπλέον, διαπιστώνουν την τεράστια πρόοδο που έχει κάνει επί των ημερών του Μαντσίνι. Τη βλέπουν να «πετάει» από νίκη σε νίκη, αγνώριστη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, πιο φινετσάτη, κυριαρχική, μοντέρνα και θεαματική παρά ποτέ.
Στην πρεμιέρα της στο Euro, την περασμένη Παρασκευή, νίκησε την Τουρκία (που πολλοί «έβλεπαν» ως την ευχάριστη έκπληξη της διοργάνωσης) με 3-0. Και χθες, την αξιόμαχη Ελβετία με το ίδιο σκορ. Σε κανένα από τα 38 προηγούμενα παιχνίδια της σε Euro, από το 1968 έως το εναρκτήριο ματς του εφετινού ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, η Ιταλία δεν είχε σκοράρει περισσότερα από δύο τέρματα. Ούτε όταν είχε στη σύνθεσή της «παικταράδες» όπως ο Μπάτζιο, ο ντελ Πιέρο, ο Τότι, ο Ιντσάγκι, ο Βιέρι, ο Κασάνο, ή ο Μπαλοτέλι. Και το έκανε τώρα, δύο φορές μέσα σε ένα πενθήμερο. Εναντίον των Τούρκων, μάλιστα, τα τρία γκολ τα πέτυχε σε ένα ημίχρονο.
Και η άμυνα, άμυνα. Σε 189 αγωνιστικά λεπτά (μαζί με τις καθυστερήσεις) η Ιταλία έχει δεχθεί μόνο μία on target τελική προσπάθεια! Ο 30χρονος ελβετός μεσοεπιθετικός της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, Ζούμπερ, έγινε επικίνδυνος για την εστία της, όμως ο 22χρονος Ντοναρούμα, που από τη νέα σεζόν θα υπερασπίζεται τα γκολπόστ της Παρί Σεν Ζερμέν, αντέδρασε σωστά. Στα δέκα τελευταία τους παιχνίδια οι «Ατζούρι» δεν έχουν δεχτεί ούτε ένα τέρμα (31-0)!
Κάποτε, αυτό το «μηδέν» πίσω ήταν το σήμα κατατεθέν τους. Η περηφάνια τους. Το περιλάλητο «κατενάτσιο», που σημαίνει «αμπαρωμένη πόρτα», δεν είναι δική τους ιδέα. Το εφηύρε ο αυστριακός προπονητής, Καρλ Ράπαν, και το εισήγαγε στην Ιταλία ο Νερέο Ρόκο. Αλλά από τότε που ο ισπανοαργεντινός δάσκαλος του ποδοσφαίρου, Χελένιο Χερέρα, το εφάρμοσε -βελτιωμένο- στην Ιντερ, κατακτώντας δύο διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών (1964, 1965), σχεδόν όλοι οι ιταλοί ομοσπονδιακοί τεχνικοί το τήρησαν με ευλάβεια. Με ακλόνητη την πίστη της στην «αγία άμυνα» η Ιταλία κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1968 (στο στρίψιμο του νομίσματος, αφού έφερε 0-0 με τη Σοβιετική Ενωση στον τελικό των 120 λεπτών) και δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1982-2006).
Ακόμη κι όταν διέθετε σπουδαίους «μπαλαδόρους», η «Σκουάντρα Ατζούρα» έπαιζε, πρωτίστως, για να καταστρέψει τη δημιουργία των αντιπάλων της. Δεν αμυνόταν, απλώς. Είχε κάνει την άμυνα, «επιστήμη». Πολλοί τη θαύμαζαν γι’ αυτό, όμως λίγοι, πλην Ιταλών, τη συμπαθούσαν. Υπήρχαν περίοδοι που η ομάδα «δεν βλεπόταν». Αλλά, τουλάχιστον, η τακτική αυτή εξασφάλιζε υπερβάσεις, κι ένα μίνιμουμ καλών αποτελεσμάτων. Ωσπου ήρθε η «καταστροφή». Ο πρώτος της αποκλεισμός από τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου (2018) έπειτα από 60 χρόνια έκανε επιτακτική την ανάγκη για ριζοσπαστικές αλλαγές.
Ο Τζιαν Πιέρο Βεντούρα απολύθηκε, και τη θέση του πήρε ο 57χρονος Ρομπέρτο Μαντσίνι, οπαδός της θετικής σκέψης στο ποδόσφαιρο (ίσως, επειδή εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό). Από τότε που ανέλαβε, στην εθνική Ιταλίας κλήθηκαν 35 διαφορετικοί παίκτες, νέοι και εξελίξιμοι οι περισσότεροι. Εξι, από την Ελπίδων του 2017. Ετσι κι αλλιώς, στο ιταλικό ποδόσφαιρο ελάχιστα «τοτέμ» έχουν απομείνει. Δεν άλλαξε μόνο το ρόστερ, αλλά και η μενταλιτέ της ομάδας.
Η νέα εθνική Ιταλίας δεν παίζει όλη πίσω από την μπάλα. Είναι κυριαρχική, δημιουργική, γρήγορη, με πολύ τρέξιμο και ωραίες συνεργασίες. Μια σύγχρονη και ευχάριστη στο μάτι ομάδα, γεμάτη ενέργεια, φρεσκάδα και φαντασία στο παιχνίδι της. Και πολύ αποτελεσματική, όπως αποδεικνύεται. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2018, έπειτα από μια ήττα από την Πορτογαλία στο Nations League, είχε κατρακυλήσει στην 21η θέση του ranking της FIFA – τη χαμηλότερη στην ιστορία της. Σήμερα βρίσκεται στο Νο 7, αήττητη έκτοτε, με ποσοστό νικών 75%. Εφτασε στην τελική φάση του Euro με το απόλυτο των νικών (8) και συντελεστή τερμάτων 25-0, και χθες έγινε η πρώτη ομάδα που προκρίθηκε στη φάση των «16».
Θα τερματίσει πρώτη στον όμιλό της, και θα διασταυρωθεί με την τρίτη του Γ’ ομίλου (Ολλανδία, Ουκρανία, Αυστρία, Βόρεια Μακεδονία). Κι αν φτάσει στα προημιτελικά, η κορυφή θα είναι μόλις τρία παιχνίδια μακριά. Ο,τι κι αν συμβεί, οι Ιταλοί είναι, ήδη, ενθουσιασμένοι με το ποδόσφαιρο που αποδίδει. Γι’ αυτό και ο Μαντσίνι υπέγραψε, προσφάτως, επέκταση του συμβολαίου του έως το 2026.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News