Μουρίνιο, τέλος. Διόλου τυχαία, η απόλυσή του ανακοινώθηκε σχεδόν δυο 24ωρα μετά την πρώτη νίκη της Λίβερπουλ επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εδώ και πέντε χρόνια (στην Πρέμιερ Λιγκ). Ολες οι ήττες είναι οδυνηρές, όμως κάποιες «πονάνε» περισσότερο. Οσα πρωταθλήματα κι αν κατακτήσουν οι άλλοι (η Μάντσεστερ Σίτι, η Τσέλσι, κ.λπ.), αυτοί οι δυο σύλλογοι θα είναι -για πολλά χρόνια ακόμη- τα πιο μεγάλα μεγέθη στην Αγγλία.
Το 3-1 του «Ανφιλντ», την Κυριακή (16/12), ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι μέτοχοι της Γιουνάιτεντ είδαν τη Λίβερπουλ να δημιουργεί 30+ ευκαιρίες και τη δική τους (πανάκριβη) ομάδα να φτιάχνει μόλις έξι. Ο Γιούργκεν Κλοπ έσπρωξε τον άσπονδο εχθρό του στον γκρεμό για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν στα τέλη του 2015. Μόλις 23 μέρες αφότου ο Γερμανός είχε αναλάβει την τεχνική της ηγεσία, η Λίβερπουλ πέρασε σαν σίφουνας από το «Στάμφορντ Μπριτζ», νικώντας (πάλι με 3-1) την Τσέλσι του Μουρίνιο. Ενάμισι μήνα αργότερα (18 Δεκεμβρίου 2015) ο Πορτογάλος απολύθηκε.
Το ποτήρι της οργής για τον Μουρίνιο γέμιζε από το 2017. Η Γιουνάιτεντ δεν έπαιζε μπάλα, δεν προωθούσε στην ενδεκάδα της νέα παιδιά, δεν κέρδιζε ούτε τους (πολύ πιο) αδύναμους αντιπάλους της. Εχοντας δαπανήσει για νέους παίκτες σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ευρώ από τη μέρα που προσέλαβε τον «Special One» (Μάιος 2016), κατάφερε να κατακτήσει μόνον τρία τρόπαια: το Κομιούνιτι Σιλντ, το Λιγκ Καπ και το Γιουρόπα Λιγκ. Η περίφημη δεύτερη σεζόν του Μουρίνιο, συνήθως η καλύτερη σε όλες τις ομάδες του, ήταν το ίδιο κακή με την προηγούμενη, αν και η Γιουνάιτεντ πλήρωνε τα περισσότερα για αμοιβές ποδοσφαιριστών. Και η τρίτη, η εφετινή, άρχισε με την πιο φτωχή συγκομιδή εδώ και 28 χρόνια.
Επειτα από 17 αγωνιστικές στην Πρέμιερ Λιγκ, οι «Κόκκινοι Διάβολοι» απέχουν 19 βαθμούς από την πρωτοπόρο Λίβερπουλ και 11 από την τέταρτη θέση που βγάζει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Εδώ και πολύ καιρό οι δηλώσεις του Ζοσέ Μουρίνιο έχουν γίνει πιο ενδιαφέρουσες από τα παιχνίδια της Γιουνάιτεντ. Και πιο εξοργιστικές. Για τις ήττες του φταίνε πάντα οι άλλοι: οι παίκτες του, οι διαιτητές, οι γιατροί, οι φυσιοθεραπευτές, οι δημοσιογράφοι. Και, πάνω απ’ όλους, οι διοικούντες τον σύλλογο. Που του έφεραν όποιον ζήτησε -τον Ιμπραΐμοβιτς, τον Πογκμπά, τον Μικιιταριάν, τον Λουκάκου, τον Αλέξις Σάντσες-, όμως το περασμένο καλοκαίρι δεν του έκανε τα μετεγγραφικά χατίρια.
Προσφάτως οι ιδιοκτήτες της ομάδας θέλησαν να προσλάβουν αθλητικό διευθυντή, όπως κάνουν όλα τα μεγάλα κλαμπ. Ο Μουρίνιο αντέδρασε και σε αυτό, σύμφωνα με την Telegraph, επειδή έχει μάθει να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Τα «μεγάλα κεφάλια» θύμωσαν πολύ. Οταν ήρθε και η ήττα από τη Λίβερπουλ, δεν λογάριασαν ούτε την ιλιγγιώδη αποζημίωση που θα πρέπει να του καταβάλουν, ύψους 26,7 εκατ. ευρώ (σύμφωνα με την Daily Record). Και τον απέλυσαν, έξι μήνες προτού συμπληρώσει τριετία στο Μάντσεστερ.
Η δεύτερη παταγώδης αποτυχία του, έπειτα από εκείνη στην Τσέλσι, οφείλεται, πρωτίστως, στον χαρακτήρα του. Αντιστάθηκε στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου, επειδή το πείσμα του είναι μεγαλύτερο κι από την ευφυΐα του. Και το ποδόσφαιρο, τον ξεπέρασε. Ο Μουρίνιο αρνείται να γυρίσει σελίδα. Εξακολουθεί να πιστεύει (και να διδάσκει) τη θεωρία που είχε διατυπώσει όταν πρωτοεμφανίστηκε στην προπονητική σκηνή, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτή που λέει ότι «το παιχνίδι το κερδίζει αυτός που κάνει τα λιγότερα λάθη – και όποιος έχει την μπάλα, είναι πιθανότερο να κάνει λάθος». Με αυτή την ιδέα είχε καταφέρει -τότε- να μετατρέψει δυο αουτσάιντερς (την Πόρτο και την Ιντερ) σε νικητές, όμως σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα άλλαξαν ο Γκουαρντιόλα, ο Κλοπ, ο Σάρι, ο Ποκετίνο, ο Μπιέλσα, κι ένα σωρό άλλοι δάσκαλοι που βελτίωσαν το ποδόσφαιρο κατοχής. Το ποδόσφαιρο της δράσης και της δημιουργίας. Ο Πορτογάλος έμεινε κολλημένος στο δικό του σχέδιο: της αντίδρασης και της καταστροφής.
Ο δογματισμός του τον οδήγησε στο τίποτα. Από τη μια, ήθελε να ικανοποιήσει το κοινό της Γιουνάιτεντ, που έχει μάθει στο κυριαρχικό, επιθετικό, θεαματικό παιχνίδι. Από την άλλη, μάθαινε στους παίκτες του να παίζουν πίσω από τη μπάλα. Να κυνηγούν, διαρκώς, αυτούς που την έχουν στα πόδια τους. Πλέον, μόνον ο Ντιέγκο Σιμεόνε ακολουθεί αυτή τη συνταγή, με τη διαφορά πως η Ατλέτικο Μαδρίτης δεν είναι Γιουνάιτεντ, δεν είναι Ρεάλ Μαδρίτης, δεν είναι, καν, Τσέλσι του 2015. Το αποτέλεσμα ήταν, ο Μουρίνιο να φτιάξει μια ομάδα χωρίς αγωνιστική ταυτότητα. Αλήθεια, ποιος μπορεί να πει τι σόι μπάλα παίζει η Γιουνάιτεντ; Επίθεση; Αμυνα; Και τα δυο μαζί;
Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Στα χρόνια των θριάμβων του, οι παίκτες του Μουρίνιο θύμιζαν «κομάντο», έτοιμους να πέσουν στη φωτιά για χάρη του. Ρωτήστε τον Μάρκο Ματεράτσι, τον Μάικλ Εσιέν, τον Ντιντιέ Ντρογκμπά, τον Χαβιέρ Ζανέτι, τον Ντέκο… Θα σας πουν ότι καλύτερο προπονητή από τον «Mou» δεν συνάντησαν ποτέ, πουθενά. Ηταν οι εποχές που κι εκείνος τους φερόταν σαν στοργικός πατέρας. Οποιος τολμούσε να τους πειράξει, είχε να κάνει μαζί του. Αυτή την ικανότητά του να φτιάχνει στα αποδυτήρια αγαπημένες ποδοσφαιρικές οικογένειες, την έχασε στη Μαδρίτη. Τσακώθηκε με τον Πέπε, τον Σέρχιο Ράμος, τον Κασίγιας… Στο τέλος και με τον Κριστιάνο Ρονάλντο, που δεν έκανε το παραμικρό για να τον κρατήσει στη Ρεάλ.
Αλλαξε πολύ, από τότε, ο Μουρίνιο. Κατηγορεί τους παίκτες του, ακόμη κι εκείνους που ο ίδιος έφερε στην ομάδα, τους ειρωνεύεται δημοσίως, τους προσβάλλει χωρίς λόγο. Η ένταση του άρεσε, ανέκαθεν. Οι επιθέσεις, τα υπονοούμενα, οι αιχμηρές «ατάκες». Πίστευε ότι κρατάνε την ομάδα «στην τσίτα». Παλιά, όμως, δεν τα ‘βαζε με τους δικούς του. Μόνο με τους εχθρούς. Ακόμη και τα περιλάλητα mind games του ήταν απολαυστικά. Ο Μουρίνιο του Μάντσεστερ ήταν ένας αγενής, αθυρόστομος, προκλητικός «στριμμένος», που έβλεπε εχθρούς παντού, ακόμη και στις συνεντεύξεις Τύπου. Κι όταν δεν είχε τι να απαντήσει, έδειχνε τα τρόπαιά του με τα δάχτυλα, όπως επισημαίνει το ρεπορτάζ του BBC.
«Είμαι ο Ζοσέ Μουρίνιο και δεν αλλάζω. Οταν μια ομάδα με θέλει, με προσλαμβάνει μαζί με τα ελαττώματά μου». Ετσι ήταν, παλιά. Τότε που δεν περνούσε χρονιά χωρίς να κατακτήσει (τουλάχιστον) έναν τίτλο. Τώρα, όμως, θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Οι περισσότεροι τον θεωρούν «τελειωμένο». Οι πόρτες των μεγάλων συλλόγων κλείνουν γι’ αυτόν, η μια μετά την άλλη. Και το ερώτημα, πλέον, είναι εάν θα παραμείνει προπονητής top επιπέδου. Ή προπονητής, γενικώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News