Το ερώτημα του τίτλου είναι κάτι παραπάνω από ρητορικό, η απάντησή του είναι προφανής. Και βέβαια, ακριβώς είκοσι χρόνια έπειτα από εκείνη τη βραδιά -στη δική μου μνήμη, τουλάχιστον- όλα φαντάζουν ως μέρος μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Θρίλερ ήταν, όπως αποδείχτηκε, μέχρι να λήξει το ματς και να κλαίμε για το αδύνατο, απέναντι στο αντίπαλον δέος που λέγεται Μπάρτσα. Ισως ποτέ δεν καταλάβαμε εάν αυτό συνέβη για τον πρώτο τίτλο που κατέκτησε ο Παναθηναϊκός ή για τις έξι αποτυχημένες προσπάθειες που προηγήθηκαν στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση μπάσκετ της Ευρώπης. Τώρα πια, δεν έχει σημασία. Ούτε καν το ότι η «αρμάδα» τού Μπόζινταρ Μάλκοβιτς πέτυχε 11 νίκες και υπέστη 6 ήττες στους προκριματικούς γύρους.
Το μυαλό αρχίζει να μετρά μετά τον πρώτο ημιτελικό του φάιναλ φορ -στις 9 Απριλίου 1996- που έγινε στο Παλέ Ντε Μπερσί, όπου ο Παναθηναϊκός επικράτησε εύκολα τής ΤΣΣΚΑ Μόσχας με 81-71. Τότε είπαμε, μεταξύ μας, το πρώτο «ρε συ, λες;». Στον άλλο ημιτελικό, η Μπαρτσελόνα επικράτησε της αιώνιας αντιπάλου της, Ρεάλ Μαδρίτης, με 76-66. Φυσικά και δεν υποστηρίζαμε τη «βασίλισσα της Ευρώπης».
Φαίνεται σαν να ήταν χθες εκείνη η 11η Απριλίου, σε εκείνον τον τελικό με τους «μπλαουγκράνα». Μοιάζει μυθικό ακόμα και σήμερα το 67-66 που έγραψε το ταμπλό. Πιθανώς, επειδή μέσα στο παρκέ υπήρχαν μυθικά τέρατα. Οι Γκαλιλέα, Φερνάντεθ, Καρνισόβας, Χιμένεθ, Γκόντφρεντ, Μοντέρο, Ντίεθ, Μπος, Μαρτίνεθ – υπό τον προπονητή τους, τον Ρενέσες. Και από την άλλη, οι Αλβέρτης, Οικονόμου, Βράνκοβιτς, Κόρφας, Σταυρακόπουλος, Βουρτζούμης, με προπονητή τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Και ανάμεσά τους ο «Δράκος» Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Ντομινίκ Ουίλκινς – γνωστός και ως «Human Highlight Film».
«4-3-2-1, πρέπει να γίνει το σουτ…»
Τα χάιλαϊτ και τα πίξελ της μετάδοσης θεωρώ ότι είναι δύσκολο να τα ξεχάσει όποιος είδε εκείνο το παιχνίδι. «4-3-2-1, πρέπει να γίνει το σουτ» ουρλιάζει ο εκφωνητής τής τηλεοπτικής μετάδοσης, ο Γιαννάκης γλιστρά και πέφτει στο τερέν, ενώ η κόρνα της λήξης επίθεσης δεν ακούστηκε, ενώ το χρονόμετρο σταμάτησε να λειτουργεί! Οι παίκτες τής Μπαρτσελόνα χωρίς να καταλάβουν τι συμβαίνει επιχειρούν επίθεση σε αιφνιδιασμό, ενώ το παιχνίδι θα έπρεπε να έχει σταματήσει. Και λίγο πριν σταματήσουν οι καρδιές μας να χτυπούν, ο Βράνκοβιτς, τρέχοντας όλο το γήπεδο, περνώντας πάνω από τον πεσμένο στο δάπεδο Κόρφα, ρίχνει την «τάπα τού αιώνα» στον Μοντέρο. Από τότε, «το χέρι του Θεού» το… μοιράστηκε με τον Μαραντόνα. Το χρονόμετρο είναι πάντα κολλημένο στα 4,9 δεύτερα, κανείς μας δεν αναπνέει, το παιχνίδι εξελίσσεται και φαίνεται αιώνας, οι διαιτητές ούτε που κατάλαβαν τι συνέβη, το χρονόμετρο ξαφνικά ξεκολλά, ο τελικός τελειώνει! Οι Καταλανοί είναι χαμένοι, εμείς στον 7ο ουρανό, σε μια σειρά από αξέχαστα κλισέ που θες να ακούς, μαζί με το σύνθημα «έστειλες τους Γαύρους για πικ νικ, Ντομινίκ, Ντομινίκ».
Ποιος θα φανταζόταν ότι από εκείνη την ημέρα, μέχρι σήμερα, ο Παναθηναϊκός θα έραβε άλλα 5 ευρωπαϊκά αστέρια στη φανέλα του; Που δεν είναι, πια, ένα απλό πανί, αλλά γαλαξίας.
Στις πέντε επόμενες κούπες η χαρά ήταν τεράστια, δεν μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό. Αλλά κανένα τρόπαιο δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνο που σηκώθηκε μέχρι την οροφή του Παλέ Ντε Μπερσί, εκείνη τη βραδιά.
Ηταν, πια, 12 Απριλίου μετά τους ξέφρενους πανηγυρισμούς, είχα ήδη κάνει διπλοβάρδια στην εφημερίδα που δούλευα τότε για να βγάλουμε το πασχαλιάτικο φύλλο, γύριζα ξενύχτης, «κομμάτια» -αλλά χαρούμενος- στο σπίτι μου.
Ξημέρωνε, πια, Μεγάλη Παρασκευή, αλλά η Ανάσταση στην ψυχή μου είχε ήδη γίνει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News