«Παίζει αμυντικά». «Παίζει βαρετά». «Παίζει χωρίς φαντασία». Πραγματικά δεν δίνω δεκάρα για όσους βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει ένα πράγμα: «Παίζει Μουντιάλ». Μέχρι να γίνω 32 ετών, το καλοκαίρι του 2004, είχα δει την εθνική μας ομάδα σε ένα Euro (δεν ήμουν ούτε καν 9 ετών) και ένα Μουντιάλ. Και ήρθε η ευλογημένη τελευταία δεκαετία για να θυμάμαι πλέον και να είναι εξαίρεση στον κανόνα, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, τη χρονιά που δεν πήγαμε στο Μουντιάλ της Γερμανίας. Σε όλα τα άλλα τουρνουά η Εθνική μας ήταν παρούσα. Για να πάρει μία κούπα το 2004, για να αποτύχει το 2008, για να κάνει την πρώτη της νίκη σε Παγκόσμιο Κύπελλο το 2010, για να φτάσει στα προημιτελικά το 2012. Και τώρα εκεί είναι, στο μεγάλο ραντεβού της Βραζιλίας, και πρόκειται για δώρο για μας που αγαπάμε το ποδόσφαιρο και που από μικρά παιδιά τρελαινόμασταν για τα Μουντιάλ και τα Euro. Τότε, που περιμέναμε να ταυτιστούμε με τον Μαραντόνα, να συμπάσχουμε με τον Μπάτζιο, να βρούμε παρηγοριά Ελλάδας στον Σόκρατες ή να παρηφανευτούμε επειδή κάποιος παίκτης της ομάδας μας έπαιζε με την εθνική της χώρας του σε κάποιο σπουδαίο διεθνές τουρνουά.
Η Ελλάδα μας καλόμαθε και εμείς ψάχνουμε να βρούμε «ψύλλους στ´ άχυρα». Αν ο Σάντος πήρε τους παίκτες που έπρεπε, αν θα κατεβάσει την καλύτερη ομάδα, αν μπορούμε να… εξαφανίσουμε τη μπάλα με τα μαγικά μας. Εμένα μου αρκεί που σήμερα το πρωί ξύπνησα με βασικό συναίσθημα την αγωνία για τον παιχνίδι της ομάδας μου, και όχι την έκσταση για το θριαμβευτικό 5-1 της Ολλανδίας, τη γκρίνια για τον διαιτητή του αγώνα Μεξικό-Καμερούν, την προσμονή για το ντέρμπι Αγγλία-Ιταλία. Εννοείται ότι βλέπω όλα τα ματς, ότι παθιάζομαι ακόμα με την Αργεντινή, ότι δεν γουστάρω τη Βραζιλία, ότι θαυμάζω κάθε τι καλό που βλέπω κι ότι και στα 42 μου γίνομαι πάλι παιδί με το Μουντιάλ. Όμως πλέον έχω ως σημείο αναφοράς την εθνική ομάδα της χώρας μου κι αυτό μου δίνει τεράστια χαρά. Πάμε μωρή Ελλαδάρα!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News