Η Αμερική κοιμήθηκε κατάπληκτη και ξύπνησε προβληματισμένη από την ιστορική κίνηση των παικτών των Μιλγουόκι Μπακς να «μποϊκοτάρουν» τα πλέι-οφ του ΝΒΑ, απαιτώντας να μπει ένα τέλος στον συστημικό ρατσισμό και την αστυνομική βία στη χώρα. Η χιονοστιβάδα που ήθελαν να προκαλέσουν, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η παρέα του, πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες κι από ‘κείνες που προσδοκούσαν. Η αντιστασιακή τους πράξη ξεσήκωσε ολόκληρο το ΝΒΑ -στο πλευρό τους συντάχθηκαν ακόμη και οι ομάδες που υποστηρίζουν ανοιχτά τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως οι Ορλάντο Μάτζικ-, τα κορίτσια του (WNBA), αλλά και πέρα από το μπάσκετ οδήγησε σε αναβολές αγώνων στο soccer, στο τένις, ακόμη και στο μπέιζμπολ, το παραδοσιακό άθλημα των λευκών στις ΗΠΑ.
Το Western & Southern Open, το ονομαστό τουρνουά τένις που διεξάγεται στο Σινσινάτι, υποχρεώθηκε να μεταβάλει το χθεσινό του (Πέμπτη) πρόγραμμα, καθώς η Ναόμι Οσάκα, που είχε προκριθεί στους ημιτελικούς, αποσύρθηκε από τη διοργάνωση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έξαρση των φυλετικών διακρίσεων και της βίας στη δεύτερη πατρίδα της. «Είμαι πρώτα μαύρη γυναίκα και μετά αθλήτρια», τόνισε η γεννημένη στην Ιαπωνία και καταγόμενη από την Αϊτή σταρ των κορτς, που ζει στις ΗΠΑ από τριών ετών κοριτσάκι.
Ανάμεσα στα αμέτρητα αποθεωτικά σχόλια που εξακολουθεί να συγκεντρώνει η πρωτοβουλία των Μπακς ξεχωρίζει αυτό του «Μαύρου Πάνθηρα», Τζον Κάρλος: του «χάλκινου» Ολυμπιονίκη των 200 μέτρων το 1968 στο Μεξικό, που μαζί με τον (επίσης Αφροαμερικανό) Τόμι Σμιθ ύψωσαν τις γροθιές τους, κατά την απονομή των μεταλλίων τους, φορώντας μαύρα γάντια, για να περάσουν σε όλο τον Κόσμο το μήνυμα της «μαύρης δύναμης». Η εικόνα τους πάνω στο πόντιουμ των νικητών, με μαύρες κάλτσες και χωρίς παπούτσια, που απαθανάτισε ο Τζον Ντομίνις (ο φωτογράφος που είχε «καλύψει» τον πόλεμο στην Κορέα, το Βιετνάμ και το Γούντστοκ για το περιοδικό Life), έμεινε στην Ιστορία ως ένα παγκόσμιο σύμβολο του αντιρατσιστικού αγώνα. Στο ίδιο άλμπουμ προστέθηκε τώρα η φωτογραφία που δείχνει τους Αντετοκούνμπο και τους συμπαίκτες τους να διαβάζουν το μανιφέστο τους, την ώρα που θα έπρεπε να αγωνίζονται στο Game 5 των ημιτελικών της Ανατολής.
Ο Τζον Κάρλος τους «χειροκρότησε», μιλώντας στην USA Today: «Θαυμάζω, σέβομαι και διατηρώ το όραμα αυτών των νέων ανθρώπων. Ανέλαβαν αυτήν την πρωτοβουλία για να πουν πως η ζωή αξίζει πολύ περισσότερο από τα τρόπαια, τους τίτλους και οτιδήποτε αφορά το μπάσκετ. Ελπίζω να προκαλέσει χιονοστιβάδα». Μόνον ο Πρόεδρος Τραμπ κινήθηκε, πάλι, στο αντίθετο ρεύμα, με μια δήλωση γεμάτη εμπάθεια και μικροψυχία: «Δεν ξέρω πολλά για τη διαμαρτυρία τους, ξέρω ότι τα νούμερα τηλεθέασης είναι πολύ άσχημα, γιατί ο κόσμος έχει κουραστεί από το ΝΒΑ. Νομίζω πως λειτουργούν σαν πολιτική οργάνωση, κι αυτό δεν είναι καλό να συμβαίνει στον αθλητισμό της χώρας».
Η πρώτη εκκωφαντική παρέμβαση των σπορ υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε τη μορφή του Κάσιους Κλέι (Μωχάμεντ Αλι), του κορυφαίου πυγμάχου όλων των εποχών που μεγάλωσε στο Κεντάκι -μία από τις πρωτεύουσες του ρατσισμού στον αμερικανικό Νότο- και δεν κατόρθωσε να κερδίσει τον σεβασμό των (λευκών) συμπολιτών του, ούτε όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960. Τέσσερα χρόνια αργότερα ασπάστηκε το Ισλάμ, έγινε Μοχάμεντ Αλι, και ξέσπασε: «Δεν είμαι, πια, ο Κάσιους Κλέι, ένας νέγρος από το Κεντάκι. Ανήκω σε όλο τον κόσμο. Στον Μαύρο κόσμο…». Οσο κι αν δοξάστηκε, τα επόμενα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σαν μοναχικός καβαλάρης. Ινδαλμα των κατατρεγμένων, αλλά πάντοτε στο στόχαστρο της Εξουσίας, που εξάντλησε τη φαντασία της, προσπαθώντας να τον τιμωρήσει.
Οι επόμενοι αθλητές – διαδηλωτές της ισότητας και της δικαιοσύνης είχαν πολύ χειρότερη τύχη. Πρώτοι οι «Μαύροι Πάνθηρες», που λέγαμε: ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος. Αποκλείστηκαν δια βίου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να τους καταδικάζει για το αδίκημα της πολιτικής προπαγάνδας. Ο Σμιθ είχε πετύχει παγκόσμιο (19″83) και θα έμενε στην Ιστορία ως ο πρώτος σπρίντερ που έτρεξε τα 200 σε χρόνο μικρότερο των 20 δευτερολέπτων. Υστερα, ο Κόλιν Κάπερνικ: ο παίκτης του αμερικανικού ποδοσφαίρου που τον Αύγουστο του 2016 γονάτισε, κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, διαμαρτυρόμενος για την κακομεταχείριση των Αφροαμερικανών από την Αστυνομία. Η καριέρα του τελείωσε την ίδια στιγμή. Οι San Francisco 49ers τον αποδέσμευσαν, και δεν βρέθηκε ούτε μια ομάδα να του προσφέρει συμβόλαιο.
Είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά, το ότι η κίνηση των Μπακς δεν συνάντησε αρνητικές αντιδράσεις (εκτός από εκείνη του Τραμπ). Ισως για πρώτη φορά, οι πολίτες των ΗΠΑ δεν είδαν τις μεμονωμένες διαμαρτυρίες κάποιων περιθωριακών Αφροαμερικανών, αλλά έναν ολόκληρο οργανισμό -τεράστιο brandname στην Αμερική- να αγανακτεί για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Πάντως, το ΝΒΑ είχε δείξει και στο παρελθόν τα αντανακλαστικά του απέναντι στον ρατσισμό, περισσότερο από κάθε άλλο σπορ. Πιθανότατα, λόγω της παρουσίας πολλών μαύρων στις τάξεις του. Η επιστροφή του στη δράση, μετά την καραντίνα, είχε γίνει με «σημαία» το «Black Lives Matter». Αλλά και παλαιότερα, τον Απρίλιο του 2014, ο (τότε) ιδιοκτήτης των Λος Αντζελες Κλίπερς, Ντόναλντ Στέρλινγκ, είχε πληρώσει με ισόβιο αποκλεισμό από τη Λίγκα ένα ρατσιστικό του παραλήρημα που είχε αποκαλύψει δημοφιλές site. Το… ωραίο της υπόθεσης ήταν οτι ο δισεκατομμυριούχος τα έλεγε στη σκουρόχρωμη Μεξικανή (και κατά πολύ νεότερη) σύντροφό του.
Τα σπορ, γενικώς, έχουν μικρά περιθώρια ανοχής απέναντι στις φυλετικές διακρίσεις. Κι ο λόγος είναι οτι στα γήπεδα, άνθρωποι διαφορετικού χρώματος, που δεν πιστεύουν στον ίδιο Θεό και προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, ενώνονται μπροστά στον κοινό στόχο: τη νίκη της ομάδας τους. Οι Γάλλοι λατρεύουν την εθνική τους, στην οποία αγωνίζονται ένα σωρό σκουρόχρωμοι νέοι από τις πρώην αποικίες τους. Και οι (γνωστοί για τον σωβινισμό τους) Αγγλοι, που είναι οπαδοί της Λίβερπουλ, δεν έχουν καμία δυσκολία να αποθεώσουν τον Αιγύπτιο Σαλάχ.
Μόνον όταν μπαίνει στη μέση η πολιτική, ο αθλητισμός κάνει «τα στραβά μάτια». Οπως συνέβη στο Μουντιάλ του αργεντινού δικτάτορα Βιντέλα το 1978, ή στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Πόλης του Μεξικού (1968) και της Σεούλ (1988). Ή, όπως συμβαίνει τώρα με το Παγκόσμιο Κύπελλο των «σκλάβων» του Κατάρ.
Το μεγαλύτερο βάρος στη συνείδηση των σπορ είναι, βεβαίως, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της χιτλερικής Γερμανίας (1936). Η Ενωση Ερασιτεχνικού Αθλητισμού των ΗΠΑ ήταν έτοιμη να τους «μποϊκοτάρει», δίνοντας το σύνθημα και στον υπόλοιπο Κόσμο, όμως η ΔΟΕ, σε συνεργασία με τον πρόεδρο της Αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, έπεισε τον Πρόεδρο Ρούζβελτ πως οι αμερικανοί αθλητές δεν έπρεπε να εμπλακούν στη «διαμάχη των Εβραίων με τους Ναζί». Ετσι, η αμαρτωλή Ολυμπιάδα του Βερολίνου συγκέντρωσε αποστολές από 49 χώρες – τις περισσότερες από κάθε προηγούμενη. Ευτυχώς, ήταν εκεί ο Τζέσε Οουενς…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News