Άντε, τώρα, να ξαναφτιάξεις Εθνική…
Άντε, τώρα, να ξαναφτιάξεις Εθνική…
Να ζήσουμε, να τη θυμόμαστε…
Η Εθνική μας ομάδα, που το 2004 έγραψε την ωραιότερη ποδοσφαιρική ιστορία του κόσμου και επί μια δεκαετία «ψήλωσε» όλους τους Έλληνες, γκρεμίστηκε με πάταγο στις Νήσους Φερόες.
Εκεί, στο μικρό γηπεδάκι της πρωτεύουσας, έχασε – για δεύτερη φορά στο ίδιο τουρνουά – από ένα χωριό αλιέων βακαλάου, το οποίο θα χωρούσε σύσσωμο (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας – και θα περίσσευαν 20.000 θέσεις.
Στην Ιστορία της μπάλας, αυτό το έχουν «κατορθώσει» μόνο το Σαν Μαρίνο – ένα κρατίδιο ίσα με την Ύδρα – και το Λουξεμβούργο με τη Μάλτα, που έχουν πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από τον Δήμο Περιστερίου.
Η Εθνική μας δεν «τα τίναξε» αιφνιδίως, αλλά έπειτα από πολύμηνη μάχη με το… καλάμι.
Τα πρώτα σημάδια της ασθένειας είχαν φανεί από το 2014, επί Σάντος ακόμη, αλλά τότε μάς είχε ξεγελάσει όλους το γεγονός ότι η… μακαρίτισσα ταξίδεψε στη Βραζιλία και κόντεψε, μάλιστα, να φτάσει μέχρι τις οκτώ καλύτερες ομάδες του Μουντιάλ.
Έτσι, κανένας δεν έδωσε σημασία στα συμπτώματα: στους καβγάδες του Τζαβέλλα με τον Μανιάτη, στο ότι δεν μιλιόταν ο Μανιάτης (πάλι) με τον Κατσουράνη, ή στα «παρεάκια» των διεθνών, που ρουφιάνευαν το ένα το άλλο.
Αντιθέτως, μάλιστα, ο θεράπων ιατρός της, ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Γιώργος Σαρρής, διέγνωσε ότι το πρόβλημα της ασθενούς ήταν πως δεν έπαιζε ελκυστικό ποδόσφαιρο. Τρομάρα του… Λες και η Εθνική, όλα αυτά τα ένδοξα χρόνια, ακόμη και το 2004 που άφησε την Ευρώπη… παγωτό, ξεχώρισε για το ωραίο θέαμα που προσέφερε…
Τέλος πάντων, ο πρόεδρος Σαρρής περίμενε το τελευταίο παιχνίδι μας στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, με τα εισιτήρια (του προπονητή) στο χέρι. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεφορτωθεί τον Σάντος, για να φέρει στη θέση του τον «μεγάλο» προπονητή που θα έκανε την Εθνική… Μπαρτσελόνα. Με ποιους παίκτες, γιατρέ μου; Με τον Κονέ, με τον Φούντα, με τον Χριστοδουλόπουλο…
Ο άνθρωπος που ανέλαβε να μάθει στον ελέφαντα να κολυμπάει ύπτιο, ο κοσμοπολίτης Ρανιέρι, κατάφερε μόνο να αυξήσει θεαματικά τον τραπεζικό του λογαριασμό. Έφυγε «νύχτα», 13 μήνες αργότερα. Τον ελέφαντα τον βρήκε ημιθανή ο Σέρχιο Μαρκαριάν, που κλήθηκε να διορθώσει τα αδιόρθωτα. Όχι μόνο δεν είχε μάθει ύπτιο, αλλά είχε ξεχάσει να επιπλέει.
Άντε, τώρα, να ξαναφτιάξεις Εθνική της προκοπής… Θα ήταν πανεύκολο, αν οι προηγούμενες – οι τιμημένες – είχαν προκύψει από κάποιο σχέδιο. Όμως, τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ποτέ. Όλα αυτά που έβαλαν την Ελλάδα στα ποδοσφαιρικά σαλόνια της Ευρώπης, δεν πέτυχαν – έτυχαν.
Έτυχε, να έρθει ο Ρεχάγκελ. Δεν τον προσέλαβε κάποια τεχνική επιτροπή που αξιολόγησε το βιογραφικό του, αλλά μια απεγνωσμένη επιστολή (της συζύγου του, για την ακρίβεια) προς την ΕΠΟ, που ζητούσε δουλειά με λίγα λεφτά.
Έτυχε, να μην τον διώξουν μετά το κακό ξεκίνημα της Εθνικής στα προκριματικά του 2004. Επειδή, τότε, τις «καρπαζιές» τις είχαμε συνηθίσει – δεν ενοχλούσαν κανέναν.
Έτυχε, να συναντήσει ο Γερμανός μια φουρνιά εξαιρετικών παικτών που, εκτός από ταλέντο (είχαν φτάσει στον ευρωπαϊκό Τελικό των Ελπίδων), διέθεταν και ισχυρή προσωπικότητα. Πολύ αμφιβάλλω, αν σήμερα θα μπορούσε να πετύχει τα ίδια.
Το μόνο που δεν έτυχε, αλλά πέτυχε, ήταν το κορυφαίο προσόν του Ρεχάγκελ – πολυτιμότερο από όλες τις τεχνικές γνώσεις του κόσμου: ο κοινός νους.
Με το χάρισμα αυτό, κατάλαβε οτι έπρεπε να προσαρμόσει την τακτική της ομάδας στο dna των Ελλήνων ποδοσφαιριστών – κι όχι τους παίκτες σε ένα ουτοπικό σχέδιο, που μια θερινή νύχτα ονειρεύτηκε κάποιος πρόεδρος της ΕΠΟ.
Με το ίδιο χάρισμα, έκρινε ότι έπρεπε να αφήνει εκτός ομάδας όποιον δεν «κολλούσε» με το σύνολο (και το πλάνο). Μέχρι και ο Γεωργάτος με τον Ελευθερόπουλο, δύο μεγάλες ντίβες της εποχής, «έφαγαν πόρτα» από τον Γερμανό.
Ενώ, επί Ρανιέρι και Μαρκαριάν, η Εθνική έγινε Κέντρο Διερχομένων: 47 ποδοσφαιριστές πέρασαν από την ομάδα – κάποιοι από αυτούς, μόνο και μόνο επειδή είχαν κάνει μια παλάμη καλών εμφανίσεων με τους συλλόγους τους…
Για τους διεθνείς του Ρεχάγκελ (αλλά και του Σάντος, που είχε την εξυπνάδα να μην πειράξει την επιτυχημένη συνταγή που βρήκε), η Εθνική ήταν το μεράκι, το χόμπι, το έργο της ζωής τους. Στους συλλόγους τους έπαιζαν για τα προς το ζην.
Για τους σημερινούς διεθνείς, η Εθνική είναι η βιτρίνα που θα ανεβάσει την τιμή τους, το σκαλοπάτι για ένα καλύτερο συμβόλαιο.
Αλλά, με παίκτες που αγωνίζονται για την πάρτη τους, μια ομάδα μπορεί να χάσει και τρίτη φορά από τους «ψαράδες». Ακόμη και μια πρώην πρωταθλήτρια Ευρώπης…
*Ο Θάνος Πρωτοψάλτης είναι δημοσιογράφος
Προηγούμενα άρθρα του Θάνου Πρωτοψάλτη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News