Από τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας, η Σουηδία είχε γίνει η πρώτη απάντηση για όσους έψαχναν να βρουν επιτυχίες, αλλά και για όσους κυνηγούσαν τους αποτυχημένους στη διαχείριση της νόσου.
Είτε γιατί δεν επέβαλε σκληρό lockdown, αν και έκλεισε τους άνω των 70 ετών στο σπίτι, είτε γιατί άφησε την πανδημία να τραβήξει τον δρόμο της, αφήνοντας χιλιάδες θύματα, είτε γιατί με κάποια χαιρεκακία διαπιστώθηκε ότι η χώρα αναγκάστηκε στην πορεία να πάρει πιο αυστηρά μέτρα, όλοι έβρισκαν στη Σουηδία το ιδανικό παράδειγμα.
Και κάποια στιγμή, ανακαλύψαμε με φρίκη ότι εκατοντάδες –αν όχι και χιλιάδες– ηλικιωμένοι στη Σουηδία πέθαναν σε οίκους ευγηρίας (λαμβάνοντας μόνο παυσίπονα), χωρίς καν να τύχουν φροντίδας σε νοσοκομείο και χωρίς ίσως να ενδιαφερθούν ιδιαίτερα οι δικοί τους άνθρωποι. Ούτως η άλλως, οι επισκέψεις απαγορεύονταν για να αποτραπεί η μετάδοση της νόσου.
Σε χώρες πιο μεσογειακές, όπου οι οικογενειακοί δεσμοί κατέχουν κεντρικό ρόλο στην κοινωνία, όπως βέβαια και η δική μας, το δράμα των ηλικιωμένων Σουηδών που υπέκυψαν σε μια νόσο, μακριά από δικούς τους ανθρώπους, χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή και ζητεί απαντήσεις. Φταίει η ψυχρότητα που αποδίδουμε στους βόρειους λαούς; Δεν είναι αχάριστη η προτίμηση στους νέους, που ήταν σαφώς πιο ανθεκτικοί στην Covid-19 από τους ηλικιωμένους, άρα και τους γονείς του καθενός;
Αν αυτή ήταν η σκληρή όψη της πανδημίας, υπάρχει και αυτή των διακρίσεων απέναντι στους συνταξιούχους και τους ηλικιωμένους που βρέθηκαν στο περιθώριο. Πιο σωστά, βρέθηκαν ακόμη πιο βαθιά σε αυτό.
Η Κριστίνα Τάλμπεργκ, πρόεδρος μιας μεγάλης ένωσης συνταξιούχων, μιλά στον Monde για την υποτιμητική συμπεριφορά από την εξουσία προς τους ηλικιωμένους. Μας παρουσίασαν σαν μια ευάλωτη ομάδα που πρέπει να προστατευτεί, χωρίς να λάβουν υπόψη ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις ηλικίες και στα ίδια τα πρόσωπα, εξηγεί στη γαλλική εφημερίδα. Οι ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη, ενώ οι πολιτικοί και οι υγειονομικές αρχές μιλούσαν εκ μέρους τους σαν να ήταν οι ίδιοι ανίκανοι να εκφράσουν την άποψή τους, προσθέτει.
Σε μια κοινωνία σαν τη σουηδική, που μοιάζει να έχει μια εμμονή με τις ηλικίες, όσοι είναι άνω των 67 ετών, όταν βγαίνουν στη σύνταξη, υφίστανται καθημερινά διακρίσεις – «ακόμη και για να αγοράσουμε κάλτσες», όπως είπε στη γαλλική εφημερίδα η συνταξιούχος δημοσιογράφος Μαριάνε Ρούντστρομ.
Ο αριθμός ταυτότητας που χρησιμοποιούν οι Σουηδοί αποτελείται από την ημερομηνία γέννησης, συν άλλα τέσσερα ψηφία. Καθώς πρέπει να τον χρησιμοποιούν παντού για τις αγορές τους, στην πράξη πάντα δηλώνουν το έτος γέννησης. Αρκετοί συνάδελφοι της δημοσιογράφου εξωθήθηκαν από την εργασία τους στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, σχεδόν αμέσως μόλις έγιναν 67 ετών. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, οι εργοδότες έχουν ένα μήνα έπειτα από αυτή την ημέρα για να απομακρύνουν τους υπαλλήλους τους. Διαφορετικά, οι εργαζόμενοι καλύπτονται και πάλι από τον νόμο για την προστασία της απασχόλησης και είναι σχεδόν αμετακίνητοι.
Αλλά την ίδια στιγμή, η Σουηδία έχει υιοθετήσει ενός είδους ανταποδοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, με το οποίο θέλει να ενθαρρύνει τους κατοίκους να εργάζονται όσο το δυνατόν περισσότερο, με την ελπίδα να αυξήσουν τις συντάξεις τους. Προσφάτως υιοθετήθηκε, μάλιστα, μεταρρύθμιση που επιτρέπει σε εργαζόμενους να διατηρούν τις δουλειές τους μέχρι τουλάχιστον τα 69α γενέθλιά τους. Στην πράξη, είναι όλο και πιο δύσκολο για όσους είναι κοντά στη σύνταξη να βρουν δουλειά αν τη χάσουν. Η Ομοσπονδία Επαγγελματικών Συλλόγων εκτιμά ότι το 70% των 60-64 ετών παρουσίασαν τουλάχιστον έξι μήνες επαγγελματικής αδράνειας.
«Οι εβδομηντάρηδες είναι οι νέοι πενηντάρηδες», παρατηρεί ο Μπάρμπρο Γουέστερχολμ, βουλευτής ετών 87. Ελάχιστους συναδέλφους της ίδιας ηλικιακής ομάδας βρίσκει στα έδρανα. Αν και αποτελούν το 20% του πληθυσμού, οι βουλευτές άνω των 65 είναι μόλις 11 στα 349 μέλη της Βουλής. Χρειάζεται περισσότερη ορατότητα, παρατηρεί, και στην πολιτική και στα ΜΜΕ – και ίσως περισσότερο μια κοινωνία που πρέπει να τους δει σαν ενεργά μέλη της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News