Στις αβελτηρίες και την αναβλητικότητα του πρόσφατου παρελθόντος όσον αφορά την προώθηση και υλοποίηση των δομικών μεταρρυθμίσεων που είχε και έχει ανάγκη η χώρα, αναφέρεται ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής».
«Ολοι μιλούν και υπόσχονται λύσεις», σημειώνει για όσα λέγονται κατά την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύει η χώρα, αλλά αναφορές στις αιτίες των προβλημάτων αποφεύγονται, ως… επικίνδυνες διότι προκαλούν αντιδράσεις, δυσαρέσκεια, με πιθανότητα να διαμορφωθούν αρνητικές στάσεις των ομάδων ψηφοφόρων.
Γι αυτό, όπως υπογραμμίζει ο πρώην Πρωθυπουργός, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το κατά πόσο η κοινωνία θα αποδεχθεί όχι μόνο τις ίδιες τις προεκλογικές υποσχέσεις, αλλά και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή τους.
«Η λύση του κάθε προβλήματος κατά κανόνα δεν αφορά το σύστημα και τους τρόπους λειτουργίας του. Αλλά κυρίως μια νέα εξισορρόπηση συμφερόντων, μια διαφορετική κατανομή ωφελειών, αλλαγές στη διανομή ρόλων», αναφέρει μεταξύ άλλων στην παρέμβασή του ο κ. Σημίτης και συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι «το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων δεν διερωτάται εάν το σύστημα πάσχει και πού, εάν το οικοδόμημα, όπως έχει κτισθεί μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας». Αντίθετα, τονίζει, «ενδιαφέρεται προπαντός για τις άμεσες επιπτώσεις στο προσωπικό εισόδημα, ή στις ειδικές συνθήκες που έχει μέχρι τη στιγμή αυτή εξασφαλίσει».
Οσον αφορά το τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα, ο Κώστας Σημίτης επαναλαμβάνει πως αυτό που απαιτείται σήμερα είναι «μια συστηματική, χωρίς δισταγμούς, προσπάθεια αναγνώρισης των υπαρκτών προβλημάτων και αντιμετώπισής τους, όχι με ευχές αλλά με την κανονική λειτουργία των θεσμών, με ρεαλιστικά μέσα με ειλικρινή και συνεχή πληροφόρηση της κοινωνίας».
Απαραίτητες προπάντων είναι όμως, υπογραμμίζει, και οι αμοιβαίες και εύλογες υποχωρήσεις της κάθε ομάδας από τους μαξιμαλιστικούς στόχους της.
Τροχοπέδη στην προσπάθεια πραγματικής ανασυγκρότησης της χώρας, είναι το γεγονός ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα έχει πια εξελιχθεί σε μια κάθετη πόλωση. « Σε κάθε θέμα κυριαρχεί έντονη αντιπαλότητα. Τα προβλήματα συσκοτίζονται. Η ειλικρίνεια θεωρείται επιζήμια. Υπάρχει διχασμός, εχθρότητα, αβεβαιότητα και αίσθημα κινδύνου για τη δημοκρατική λειτουργία της πολιτείας», εκτιμά ο πρώην Πρωθυπουργός.
Το πλήρες κείμενο της παρέμβασης του κ. Σημίτη έχει αναλυτικά ως εξής:
Το ερώτημα που κυριαρχεί στην τρέχουσα πολιτική συζήτηση είναι εάν η Ελλάδα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στους όρους που της έχουν τεθεί από την ΟΝΕ ώστε να ανακάμψει η οικονομία.
Είναι δυνατόν π.χ. να διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ ως το 2023 και μετά πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ ως το 2060;
Αυτό απαιτείται από το βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Υπάρχουν όμως και άλλα ερωτήματα, τα οποία ελάχιστα θίγονται στη δημόσια συζήτηση.
Το πιο σημαντικό είναι αν η κοινωνία θα αποδεχθεί, όχι μόνο τις υποσχέσεις για μειώσεις φόρων, αλλαγές του συνταξιοδοτικού συστήματος, νέες επενδύσεις και καινοτόμες επιχειρήσεις, όπως σχεδόν όλοι υπόσχονται πλέον, αλλά και τις προϋποθέσεις για να ληφθούν τα μέτρα αυτά. Για να αποδώσουν θα θίξουν κατεστημένα συμφέροντα και παραδοσιακά συστήματα.
Μια σειρά από δομικές μεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν ή καθυστέρησαν σημαντικά από το 2010 μέχρι και σήμερα γιατί οργανωμένα συμφέροντα εργαλειοποίησαν τις αντιδράσεις της κοινωνίας κατά της οικονομικής κρίσης, της απώλειας εισοδημάτων και εργασίας.
Ηθελαν να επιτύχουν την καθυστέρηση ή και την αναβολή της εφαρμογής των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, παρά τα δυνητικά οφέλη τους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Το κρίσιμο ζητούμενο σήμερα είναι πώς επανέρχονται η ομαλότητα, η εμπιστοσύνη, η ευρύτερη πεποίθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε πορεία ανασυγκρότησης. Πρόκειται για ένα ηράκλειο έργο που κινδυνεύει όμως να καταστεί σισύφειο. Το αναγκαίο και ζητούμενο δεν αντιμετωπίζεται απλώς και μόνο με ευχολόγια, όπως ομοψυχία, υπέρβαση διαφορών, εκτεταμένη συνεννόηση. Η μέχρι τώρα πορεία έχει δείξει ότι οι εκφράσεις αυτές είναι χωρίς αντίκρισμα στο πεδίο των πραγματικών επιδιώξεων της κάθε οικονομικής και πολιτικής ομάδας. Για τον λόγο αυτόν δεν έχουν απήχηση στην κοινωνία. Τα αρνητικά δεδομένα παραμένουν απειλητικά και γίνονται εντονότερα, παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις.
Είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος που φτάνει περίπου 180% του ΑΕΠ. Καθηλώνει την ανάπτυξη, ενώ μεγαλώνει απειλητικά και το χρέος των νοικοκυριών.
Ο ρυθμός ανάπτυξης κατά τις προβλέψεις θα κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα περίπου 1%-2% του ΑΕΠ, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η κρατική μηχανή έχει χαμηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας λόγω της ανεπαρκούς οργάνωσης και διαχείρισης γνώσεων και ικανοτήτων. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει την Ελλάδα πολύ χαμηλότερα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης ως προς την «Αποτελεσματική Διακυβέρνηση», δηλαδή τη δραστικότητα και την επάρκεια των παρεχομένων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις.
Θα αναφερθώ επιλεκτικά σε μερικούς εμβληματικούς τομείς:
Επενδύσεις
Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επενδύσεις και η εμβληματική αξιοποίηση της έκτασης του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού. Ξεκίνησε στο τέλος του 2011 και μόλις πρόσφατα μπήκε σε τροχιά υλοποίησης, αν και ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει οι εργασίες.
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που σχετίζονται με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) είναι επίσης ενδεικτικές της αναβλητικότητας που ακολουθείται. Η ανάγκη για μεταρρύθμιση του συγκεκριμένου τομέα είχε διαφανεί ήδη πριν από την έναρξη της εφαρμογής του Πρώτου Προγράμματος Οικονομικής Σταθεροποίησης το 2010, εξαιτίας της παγκόσμιας στροφής προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο λιγνίτης, το βασικό καύσιμο της ΔΕΗ, έγινε πολύ ακριβός.
Η ΔΕΗ είχε την ανάγκη κεφαλαίων για νέες επενδύσεις. Επιπρόσθετα, οι υπάρχουσες μονάδες παραγωγής είχαν φτάσει τα ανώτατα όρια λειτουργίας τους. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε το 2008 κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από τη ΔΕΗ σε ό,τι αφορά τη χρήση του λιγνίτη με στόχο τον αποκλεισμό εισόδου άλλων επιχειρήσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ΔΕΗ προσπάθησε να αντιταχθεί νομικά στις συγκεκριμένες αποφάσεις. Οι ενστάσεις της απορρίφθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2016. Στο μεταξύ προσπάθησε να αναβάλει οποιαδήποτε προσπάθεια αντικατάστασης ή μείωσης της χρήσης του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για να διαφυλάξει τα συμφέροντα της επιχείρησης και των εργαζομένων. Αδιαφόρησε για τις μελλοντικές προοπτικές της επιχείρησης και τις ανάγκες της για επενδύσεις.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τις μη πραγματοποιούμενες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ΔΕΗ δεν έχει πλέον τα κεφάλαια για να επενδύσει σε νέες μεθόδους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, τα κεφάλαια που αναμένεται να συγκεντρωθούν από την πώληση μέρους των λιγνιτικών μονάδων θα είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν πριν από μερικά χρόνια.
Η ίδια η ΔΕΗ εξακολουθεί να παραμένει προσκολλημένη στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι η παραγωγή με τη χρήση εναλλακτικών μορφών ενέργειας είναι σαφώς προτιμότερη τόσο με περιβαλλοντικούς όσο και με οικονομικούς όρους.
Η κυβέρνηση αδιαφορεί για την ανάγκη παραγωγής ενέργειας με τρόπο που προστατεύει το περιβάλλον και αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή. Απέναντι στις κινητοποιήσεις κατά της αιολικής ενέργειας και τη καταστροφή σχετικών εγκαταστάσεων (π.χ. στην Κρήτη) στέκεται άπραγη.
Το ασφαλιστικό σύστημα
Ενα δεύτερο και διαρκές παράδειγμα αποτελεί το συνταξιοδοτικό σύστημα που στο παρελθόν εξασφάλιζε υψηλές παροχές σε όλους, παρ’ ότι οι πόροι δεν ήταν επαρκείς.
Αρκετές κατηγορίες εργαζομένων στον δημόσιο τομέα – και ιδιαίτερα σε οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας – έβγαιναν στη σύνταξη από τα 55 έτη και έπαιρναν συντάξεις που ήταν πολλές φορές μεγαλύτερες από τους μισθούς που είχαν όταν δούλευαν. Ηταν επόμενο να αντιδράσουν με εξαιρετική ένταση όταν το 2001 έγινε μια πρώτη προσπάθεια ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Οι γενιές της μεταπολίτευσης μεγάλωσαν με το όνειρο να γίνουν γρήγορα συνταξιούχοι, διότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια ισόβια σύνταξη συγκρίσιμη με τους μισθούς.
Η κρίση διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Οι συντάξεις περιορίστηκαν δραστικά με το νέο «σύστημα» που εφάρμοσε η κυβέρνηση. Αλλά οι αλλεπάλληλες αλλαγές δεν εμπέδωσαν ένα σύνολο κατανοητό, διαχειρίσιμο, συμβατό με τους αναγκαίους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους της χώρας. Κυριαρχούν η αδιαφάνεια, οι διαφοροποιήσεις, οι αμφιβολίες για τη συμβατότητα των ρυθμίσεων με την επιβεβλημένη ενιαία εφαρμογή των κανόνων όταν οι προϋποθέσεις δεν διαφέρουν.
Κυριαρχεί αβεβαιότητα για τη δυνατότητα χρηματοδότησης του συστήματος. Το κράτος δεν έχει βρει ακόμη ένα αξιόπιστο και μόνιμο σύστημα διαχείρισης των αποθεματικών των Ταμείων που θα εγγυάται μακροχρόνιες αποδόσεις χαμηλού κινδύνου. Συχνά, οι χρήσεις των αποθεματικών καθορίζονται από τρέχουσες χρηματοδοτικές σκοπιμότητες ή ακόμη και για την κάλυψη προνομιακών παροχών συγκεκριμένων ομάδων πίεσης.
Ομως ένα ισχυρό και διαχρονικά ασφαλές σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Είναι ο συνδετικός κρίκος αλληλεγγύης των γενεών και το βασικό θεμέλιο για τη διαχρονική συνοχή της κοινωνίας. Το συνταξιοδοτικό πρόβλημα δεν υπάρχει στην ίδια έκταση στις χώρες της ΟΝΕ. Απόδειξη, ότι μια συστηματική, δίκαια και αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι δυνατή.
Παιδεία
Ενα άλλο παράδειγμα της νοοτροπίας που κυριαρχεί είναι η τελευταία κυβερνητική επέμβαση στην ανώτατη εκπαίδευση. Τα πανεπιστήμια είναι στο επίκεντρο της προσοχής της κοινωνίας. Το πανεπιστημιακό δίπλωμα θεωρείται κλειδί για μια καλύτερη ζωή. Δεκάδες χιλιάδες νέοι αγωνίζονται για να γίνουν δεκτοί για σπουδές. Οι πόλεις που διαθέτουν πανεπιστήμιο εξασφαλίζουν γόητρο και γίνονται οικονομικά πιο ελκυστικές.
Η κοινωνία παραβλέπει όμως ότι κρίσιμο για την ανάπτυξη της χώρας δεν είναι απλώς η απόκτηση πανεπιστημιακών τίτλων, αλλά η πραγματική εκμάθηση στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα των απαραίτητων γνώσεων και ικανοτήτων ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες σε προσωπικό της βιομηχανίας, της γεωργίας, των τεχνολογικών δραστηριοτήτων.
Υπάρχουν αναλογικά περισσότεροι δικηγόροι στην Ελλάδα από ό,τι στα άλλα κράτη της Ενωσης. Περισσότερα από 100.000 χιλιάδες άτομα ζητούν να απασχοληθούν στο Δημόσιο ως εκπαιδευτικοί και πολύ περισσότεροι ως δημόσιοι υπάλληλοι.
Τα τελευταία χρόνια 400.000 άτομα, κυρίως νέοι, έφυγαν στο εξωτερικό για την αναζήτηση εργασίας. Ελληνες επιχειρηματίες που ήθελαν να ιδρύσουν επιχειρήσεις στην Ελλάδα τις ίδρυσαν στον εξωτερικό γιατί δεν υπήρχε στη χώρα το κατάλληλο προσωπικό.
Πρόσφατη έρευνα του ευρωπαϊκού κέντρου για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης (CEDEPOP) έδειξε ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ η 23η ως προς την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να αναπτύξει τις δεξιότητες εκείνες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η απάντηση στο πρόβλημα είναι μια εντατική προσπάθεια αναβάθμισης των σπουδών που έχουν σχέση με την παραγωγή και την τεχνολογία, τόσο στα πανεπιστήμια όσο και σε άλλες μορφές εκπαίδευσης, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα αντιστοίχισης των γνώσεων, των ικανοτήτων, των δεξιοτήτων με τη ζήτηση.
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για το πρόβλημα είναι επιφανειακό και πολιτικό, όχι διαρθρωτικό και διαρκές, όπως θα έπρεπε. Το έδειξε πρόσφατη απόφασή της για τη συγχώνευση των πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ. Στόχος ήταν να ικανοποιηθούν τρία αιτήματα: να έχουν και οι απόφοιτοι ΤΕΙ πτυχίο Πανεπιστημίου, να προαχθούν και οι καθηγητές των ΤΕΙ σε καθηγητές Πανεπιστημίου και να αποκτήσουν διάφορες επαρχιακές πόλεις πανεπιστήμια, χωρίς να ιδρυθούν καινούργια.
Για τη διερεύνηση των αναγκών της αγοράς και την αξιολόγηση αποτελεσμάτων του συστήματος εκπαίδευσης ώστε να περιοριστεί η ανεργία και να υποβοηθηθεί η παραγωγή δεν ακούστηκε λέξη. Τα ΤΕΙ χρησιμοποιήθηκαν για πελατειακές παραχωρήσεις ώστε να εξασφαλισθούν ψήφοι στις επόμενες εκλογές.
Αλλαγές δεν έρχονται με ευχές και μέτρα που στοχεύουν να κερδίζει η εκάστοτε κυβέρνηση ψηφοφόρους. Απαιτούν συστράτευση και προσήλωση στον στόχο της ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη.
Τι μπορεί να γίνει
Οι πολίτες αναρωτιούνται αν η πολιτική συζήτηση προωθεί ή όχι λύσεις, αν μπορεί να συμβάλει σε μια δημιουργική εξέταση και αξιόπιστη επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Η απάντηση δυστυχώς είναι μάλλον αρνητική. Συζήτηση αλλά και ουσιαστικό ενδιαφέρον για να βρεθούν ευρύτερα αποδεκτές λύσεις δεν υπάρχουν. Η πάντα έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε μια κάθετη πόλωση. Σε κάθε θέμα κυριαρχεί έντονη αντιπαλότητα. Τα προβλήματα συσκοτίζονται. Η ειλικρίνεια θεωρείται επιζήμια. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά αρνητικό για την κοινωνία. Υπάρχει διχασμός, εχθρότητα, αβεβαιότητα και αίσθημα κινδύνου για τη δημοκρατική λειτουργία της πολιτείας.
Την πολιτική διαμάχη χαρακτηρίζει συχνά μια κοινή τακτική. Ολοι μιλούν και υπόσχονται λύσεις. Αναφορές στις αιτίες των προβλημάτων αποφεύγονται. Είναι επικίνδυνες γιατί προκαλούν αντιδράσεις, δυσαρέσκεια, με πιθανότητα να διαμορφωθούν αρνητικές στάσεις των ομάδων ψηφοφόρων. Αιτία των δεινών είναι πάντα ο άλλος και όχι οι τρόποι λειτουργίας της πολιτείας. Ο άλλος είναι διαφορετικός κατά περίπτωση – η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι βιομήχανοι, τα συνδικάτα κ.ο.κ.
Η λύση του κάθε προβλήματος κατά κανόνα δεν αφορά το σύστημα και τους τρόπους λειτουργίας του. Αλλά κυρίως μια νέα εξισορρόπηση συμφερόντων, μια διαφορετική κατανομή ωφελειών, αλλαγές στη διανομή ρόλων.
Το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων δεν διερωτάται εάν το σύστημα πάσχει και πού, εάν το οικοδόμημα, όπως έχει κτισθεί μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας. Ενδιαφέρεται προπαντός για τις άμεσες επιπτώσεις στο προσωπικό εισόδημα, ή στις ειδικές συνθήκες που έχει μέχρι τη στιγμή αυτή εξασφαλίσει.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα είναι μια συστηματική, χωρίς δισταγμούς, προσπάθεια αναγνώρισης των υπαρκτών προβλημάτων και αντιμετώπισής τους, όχι με ευχές αλλά με την κανονική λειτουργία των θεσμών, με ρεαλιστικά μέσα με ειλικρινή και συνεχή πληροφόρηση της κοινωνίας. Απαραίτητες προπάντων είναι οι αμοιβαίες και εύλογες υποχωρήσεις της κάθε ομάδας από τους μαξιμαλιστικούς παράλογους στόχους της.
Να δουλέψουμε συστηματικά αναμορφώνοντας, δημιουργώντας, σχεδιάζοντας για την εκτεταμένη περίοδο επανόδου στην κανονικότητα. Θα χρειασθούν ίσως κάμποσα χρόνια συνεχούς και συνετής προσπάθειας για να πετύχουμε. Οσο όμως το αναβάλλουμε, τόσο το πρόβλημα θα δυσκολεύει. Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως, εδώ και τώρα!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News