Πίστευε πως είχε φτάσει στον «πάτο του βαρελιού», όμως η «τεσσάρα» από την Μπράιτον έδειξε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ότι… υπάρχει και πιο κάτω. Στο προτελευταίο τους ματς στην εφετινή Πρέμιερ Λιγκ οι «Κόκκινοι Διάβολοι» έχασαν το τρένο του Τσάμπιονς Λιγκ της προσεχούς σεζόν, μόλις για πέμπτη φορά σε τρεις δεκαετίες. Κινδυνεύουν να απωλέσουν και την 6η θέση της βαθμολογικής κατάταξης, που βγάζει στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ. Και, με τις τραγικές εμφανίσεις τους, εξακολουθούν να καταρρίπτουν το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο. Στην καλύτερη περίπτωση (αν νικήσουν την Κρίσταλ Πάλας στο Λονδίνο), θα τερματίσουν με 61 βαθμούς σε 38 αγωνιστικές. Ακόμη και στην «καταστροφική» χρονιά του Μόγιες (2013-2014), είχαν συγκεντρώσει περισσότερους (64).
«Θέλουμε να φύγουν οι Γκλέιζερ», τραγουδούσαν οι οπαδοί της Γιουνάιτεντ στο «Amex» του Μπράιτον από τα πρώτα λεπτά του αγώνα, ενώ το έγραφαν και σε ένα πανό που είχαν σηκώσει στην εξέδρα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τον διασυρμό που θα ακολουθούσε, όμως είχαν προετοιμάσει αυτή τη… μίνι διαδήλωση επειδή την επόμενη μέρα, Κυριακή 8 Μαΐου, συμπληρώνονταν 9 χρόνια από την ανακοίνωση της αποχώρησης του σερ Αλεξ Φέργκιουσον, αλλά και από την τελευταία φορά που είδαν την ομάδα τους να κατακτά το τρόπαιο του αγγλικού πρωταθλήματος.
Ηταν Νοέμβριος του 1986 όταν έπιασε δουλειά ο σκωτσέζος τεχνικός, που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα του συλλόγου. Το «Ολντ Τράφορντ» ήταν ένα απαρχαιωμένο γήπεδο, χωρίς καθίσματα και άλλες ανέσεις. Το μάρκετινγκ ήταν άγνωστη λέξη, χορηγοί δεν υπήρχαν, οι ποδοσφαιριστές – «σταρ» εκείνης της ομάδας ήταν περισσότερο γνωστοί για τις επιδόσεις τους στις τοπικές παμπ, και όλοι στο «κόκκινο» Μάντσεστερ ζούσαν με τις ένδοξες αναμνήσεις δυο μακρινών θριάμβων: του Πρωταθλήματος (1967) και του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1968). Ο Φέργκιουσον, που σήμερα θεωρείται «μετρ» του αθλητικού μάνατζμεντ, εκσυγχρόνισε τη Γιουνάιτεντ, τη γιγάντωσε από κάθε άποψη, και την οδήγησε σε 37 τρόπαια (σε 27 χρόνια). Φεύγοντας, το 2013, άφησε πίσω του μια πανίσχυρη ομάδα με 650 εκατομμύρια οπαδούς, παγκοσμίως.
«Είναι η κατάλληλη στιγμή», είχε τονίσει καθώς ανακοίνωνε την αποχώρησή του, σε ηλικία 71 ετών. «Ηταν σημαντικό για μένα, να αφήσω την ομάδα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, και πιστεύω ότι αυτό, ακριβώς, έκανα». Αλλά δεν κατάφερε να βρει και να προετοιμάσει έναν αντάξιο διάδοχο. Στα εννέα επόμενα χρόνια η Γιουνάιτεντ πανηγύρισε μόλις πέντε τίτλους, με ένα Κύπελλο Αγγλίας και ένα Γιουρόπα Λιγκ να είναι οι πιο αξιόλογοι. Την κορυφή της Πρέμιερ Λιγκ, ούτε που την ονειρεύτηκε. Μετά τον «Φέργκι» τερμάτισε δυο φορές στη 2η θέση (αλλά πολύ μακριά από την πρώτη). Εβγαινε 3η, 4η, 5η, 6η, ή και 7η.
Αυτά τα εννέα εφιαλτικά χρόνια, οι οπαδοί τα «χρεώνουν» στους ιδιοκτήτες του συλλόγου, και τους ζητούν να φύγουν. Ξεχνούν, όμως, ότι οι Γκλέιζερ κατέχουν την πλειοψηφία των μετοχών από το 2005. Ηταν εκεί, πρωταγωνιστές, στις οκτώ τελευταίες επιτυχημένες σεζόν. Αλλά και το ότι η μισητή (σε αυτούς) οικογένεια έχει διαθέσει, την τελευταία δεκαετία, περί το ενάμισι δισεκατομμύριο ευρώ σε μεταγραφές, σύμφωνα με το CIES. Περισσότερα από ό,τι η Σίτι και η Τσέλσι, αν συνυπολογίσουμε και τα έσοδα από πωλήσεις παικτών.
Αν οι Γκλέιζερ φταίνε σε κάτι, είναι ότι εμπιστεύτηκαν τις (ανύπαρκτες) ποδοσφαιρικές γνώσεις του αντιπροέδρου και, στη συνέχεια, εκτελεστικού διευθυντή, Εντ Γούντγουορντ. Ο πρώην τραπεζίτης μεγαλούργησε στον οικονομικό τομέα (το 2018, παρά τις τόσες αποτυχίες, ο σύλλογος ανακοίνωσε έσοδα – ρεκόρ 630 εκατ. ευρώ, και μετρούσε 70 χορηγούς), όμως «τα έκανε μούσκεμα» σε όλα τα άλλα. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να αντιληφθεί, για παράδειγμα, ότι ο Μαγκουάιρ δεν άξιζε 80 εκατ. ευρώ (τόσα κόστισε στη Λίβερπουλ κοτζάμ φαν Ντάικ), ούτε ο Μπισάκα 50.
Μέχρι το 2013, τις αποφάσεις αυτές τις έπαιρνε ο Φέργκιουσον. Στα καθαρά ποδοσφαιρικά ζητήματα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η αποχώρησή του δημιούργησε ένα «κενό εξουσίας», που ήταν πολύ δύσκολο να καλυφθεί. Οι τέσσερις «μόνιμοι» προπονητές που παρέλασαν από το «Ολντ Τράφορντ» άρχισαν ένα ατελείωτο «ράβε – ξήλωνε», χωρίς κανείς να μπορεί να διασφαλίσει τον προσανατολισμό της ομάδας. Πόσω μάλλον ο τεχνικός διευθυντής – τραπεζίτης. Και απ’ όλους αυτούς, μόνον ο Ολε Γκούναρ Σόλσκιερ στηρίχτηκε πραγματικά και έλαβε πίστωση χρόνου. Δεν ήταν, όμως, ο «νέος Φέργκιουσον», όπως πολλοί είχαν πιστέψει.
Η πρόσληψη του Ραλφ Ράνγκνικ, που έκανε τα πράγματα χειρότερα, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του λάθος τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις στον σύλλογο. Ο Γερμανός απεχθάνεται τους παίκτες – «αστέρες», και θέλει να δουλεύει με νέα, ταλαντούχα παιδιά. Αλλά τέτοια δεν υπάρχουν πολλά στη σημερινή Γιουνάιτεντ του Ρονάλντο και του Πογκμπά. Ακόμη κι αν υπήρχαν, λείπει η υπομονή που χρειάζεται για να ωριμάσουν, έπειτα από 9 ολόκληρα χρόνια χωρίς τίτλο πρωταθλήματος.
Το μέγα ερώτημα είναι, τώρα: θα μπορούσε ο νέος της προπονητής, Ερικ τεν Χαγκ, να λυτρώσει τη Γιουνάιτεντ; Να της δώσει αγωνιστική ταυτότητα, ελπίδα και προοπτική; Οι ποδοσφαιρικοί αναλυτές αμφιβάλλουν, αν και συμφωνούν ότι πρόκειται για εξαιρετικό τεχνικό, όπως μαρτυρά και η προηγούμενη δουλειά του (στον Αγιαξ, από τις αρχές του 2018). Στο Αμστερνταμ, ο Ολλανδός είχε αποκλειστικά το ρόλο του κόουτς. Του παραγωγού ταλέντων. Του δασκάλου, κυρίως σε αμούστακα παιδιά. Ολα τα υπόλοιπα τα φρόντιζαν ο Οφερμαρς και ο φαν ντερ Σάαρ. Δεν ήταν μάνατζερ, δεν είχε να διαχειριστεί «ντίβες», σαν αυτές που θα βρει στη Γιουνάιτεντ, και δεν έχει ιδέα από την πίεση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον της Πρέμιερ Λιγκ. Φεύγει από έναν σύλλογο οργανωμένο έως την παραμικρή λεπτομέρεια, και πηγαίνει στο Μάντσεστερ για… να βάλει τάξη στο χάος.
Η Σίτι που είχε παραλάβει ο Πεπ Γκουαρντιόλα από τον Πελεγκρίνι ήταν, ήδη, μια εξαιρετική ομάδα. Η Λίβερπουλ που συνάντησε ο Γίργκεν Κλοπ το 2015, ήταν, τουλάχιστον, «οικογένεια». Ενώ στη γεμάτη από υπερτιμημένους παίκτες Γιουνάιτεντ, οι μισοί δεν μιλάνε μεταξύ τους, και οι άλλοι μισοί «δεν βλέπουν την ώρα» να φύγουν. Χρήματα για μεταγραφές υπάρχουν, αλλά αυτή τη στιγμή, λίγοι πραγματικά καλοί ποδοσφαιριστές θα ήθελαν να συνεχίσουν εκεί την καριέρα τους.
Κανείς, ποτέ, δεν είπε ότι η διαδοχή του σερ Αλεξ ήταν απλή υπόθεση. Τη μέρα που ανακοίνωσε τη συνταξιοδότησή του, η μετοχή του συλλόγου στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υποχώρησε κατά 5%.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News