Στη μεγάλη σκηνή του Μουντιάλ στο Κατάρ η Βραζιλία εμφανίστηκε τελευταία στη σειρά. Ηταν τυχαίο. Αλλά, ίσως, έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει σε κάθε διοργάνωση. Για να παρατείνεται αυτή η γλυκιά προσμονή των φιλάθλων, που διψούν για κάτι εξαιρετικό, κάτι θαυμάσιο. Οσο κι αν η «Σελεσάο» έχει νερώσει την παραδοσιακή της αλεγρία με το παιχνίδι σκοπιμότητας, το οποίο κυριαρχεί στο ποδόσφαιρο εδώ και δεκαετίες, παραμένει η μεγαλύτερη ατραξιόν των Παγκοσμίων Κυπέλλων.
Φρόντισε να μας το θυμίσει, το βράδυ της Πέμπτης, ο 25χρονος Ριτσάρλισον. Το δεύτερο γκολ που πέτυχε στο ντεμπούτο του στην κορυφαία διοργάνωση, ήταν υπέροχο – από αυτά που θα μνημονεύονται για πάντα από τους ιστορικούς του ποδοσφαίρου. Αν δεν το είδατε στη ζωντανή μετάδοση, αξίζει να το αναζητήσετε στο Διαδίκτυο. Ο βραζιλιάνος φορ στέκεται στο κέντρο της μεγάλης περιοχής των Σέρβων, κοντά στην άσπρη βούλα του πέναλτι, και προτού παραλάβει την μπάλα από τη συρτή πάσα του Βινίσιους έχει, ήδη, σκεφτεί το «μαγικό» που θα κάνει. Με το αριστερό του πόδι τη σηκώνει από το χορτάρι, πάνω από το ύψος του, στρίβει το κορμί του προς το τέρμα, οριζοντιώνεται στον αέρα παράλληλα με το έδαφος, και στο κατέβασμά της τη συναντά ξανά με το άλλο πόδι, το δεξί, για να τη στείλει στα δίχτυα. Εργο τέχνης.
Επρεπε να περιμένουμε πέντε μέρες, μια ολόκληρη αγωνιστική, για να απολαύσουμε την πρώτη εικόνα αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου που δεν θα ξεθωριάσει με το πέρασμα του χρόνου. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το «σουβενίρ» από το Κατάρ, μας το χάρισε ένας Βραζιλιάνος. Ηταν μια δικαίωση, σε παγκόσμια θέα, του ποδοσφαιριστή που πέρασε πολλά για να φτάσει ως εδώ. Αλλά και του Τίτε, του προπονητή του, που έκλεισε τα αυτιά του σε όσους του ζητούσαν να μην εμπιστευθεί την κίτρινη φανέλα με το «9» στον συγκεκριμένο παίκτη.
Οι ιστορίες όλων των διάσημων βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών αρχίζουν, περίπου, με τον ίδιο τρόπο. Στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια, η μπάλα ήταν η παρηγοριά τους. Μέσα στη φτώχεια γεννήθηκε και ο Ριτσάρλισον, τον Μάιο του 1997 στη Νόβα Βενέσια, όμως η δική του ιστορία είναι αρκετά διαφορετική. Εκείνος δεν μπορούσε να βρει διέξοδο ούτε στο ποδόσφαιρο, αν και το αγαπούσε από τότε που θυμάται τον εαυτό του – ονειρευόταν να γίνει ο νέος Ρονάλντο (το «Φαινόμενο»). Είχε χτυπήσει τις πόρτες όλων των συλλόγων της περιοχής του, αλλά κανένας δεν τον δέχτηκε. Τον έκοβαν στα δοκιμαστικά. Ο πατέρας του, ο οποίος στα νιάτα του έπαιζε ως «δεκάρι» σε ομάδες χαμηλών κατηγοριών, είχε κουραστεί να ακούει την ίδια φράση: «Λυπόμαστε, ο γιος σας δεν έχει ταλέντο».
Αφού δεν έκανε για ποδοσφαιριστής, ο μικρός βγήκε στους δρόμους να πουλάει ζαχαρωτά. Εβλεπε τα άλλα παιδιά να παίζουν στις αλάνες, και ζήλευε. Εξομολογήθηκε το δράμα του στον θείο του, που, επίσης, είχε κάνει μια συμπαθητική καριέρα, ως σέντερ-φορ. Εκείνος του πρότεινε να μείνει μαζί του, στο σπίτι του. Είχε τον λόγο του. Οταν ο νεαρός Ριτσάρλισον έβρισκε λίγο χρόνο, μεταξύ σχολείου και δουλειάς, τον προπονούσε σε ένα αυτοσχέδιο γηπεδάκι που ο ίδιος είχε φτιάξει. Οπως αποδείχτηκε, αυτή η επιμονή του άλλαξε τη ζωή του ανιψιού του.
Ο Ρισάρλισον κόντευε να ενηλικιωθεί, όταν αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο ποδόσφαιρο για τελευταία φορά. Η Ατλέτικο Μινέιρο, ομάδα δεύτερης κατηγορίας εκείνη την εποχή, είχε απευθύνει πρόσκληση σε κάθε ενδιαφερόμενο να περάσει από τα trials που οργάνωνε. Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα: η έδρα της, το Μπέλο Οριζόντε, απείχε πάνω από 500 χιλιόμετρα. Τα χρήματα που μπορούσε να διαθέσει η οικογένεια Ριτσάρλισον δεν αρκούσαν για εισιτήριο αλέ-ρετούρ, όμως ο νεαρός ήταν αποφασισμένος. Θα έφτανε ως εκεί, κι ας επέστρεφε… με τα πόδια. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε. Εντυπωσίασε τους προπονητές της Μινέιρο, και υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Χριστούγεννα του 2014, σχεδόν πέντε μήνες πριν κλείσει τα 18.
Τον επόμενο Ιούνιο πήρε προαγωγή, από τους Νέους στην πρώτη ομάδα. Αλλά δεν έμεινε για πολύ στο Μπέλο Οριζόντε. Μεταγράφηκε στη Φλουμινένσε, και τον Αύγουστο του 2017 πέταξε πάνω από τον Ατλαντικό με προορισμό την Αγγλία, για να ακολουθήσει τη διαδρομή Γουότφορντ – Εβερτον – Τότεναμ. Το περασμένο καλοκαίρι οι Λονδρέζοι δαπάνησαν για χάρη του πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ.
Κάτι το νέο περιβάλλον, κάτι οι τραυματισμοί, από την αρχή της σεζόν μέχρι τη διακοπή για το Μουντιάλ είχε πετύχει μόλις δυο γκολ. Η επιμονή του προπονητή της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας να τον καλέσει στο Κατάρ ήταν ρίσκο. Ακόμη μεγαλύτερο, να του δώσει θέση βασικού στο πρώτο της παιχνίδι, με αντίπαλο τη Σερβία. Το έκανε επειδή πιστεύει στο ταλέντο του. Αλλά και γιατί, όπως τόνισε στο BBC Sport ο θρυλικός Αλαν Σίρερ, ο Ριτσάρλισον γίνεται ακόμη καλύτερος όταν φορά την κίτρινη φανέλα. Με τα δυο χθεσινά του τέρματα έφτασε τα 19 με τη Βραζιλία σε όλες τις διοργανώσεις. Από τότε που έκανε το ντεμπούτο του στη «Σελεσάο», τον Σεπτέμβριο του 2018, έχει σκοράρει τα περισσότερα από κάθε άλλον παίκτη της. Εννέα, μόνο στις επτά τελευταίες του εμφανίσεις.
Το δεύτερο χθεσινό του γκολ βρήκε μια θέση στο μουσείο των πιο εμβληματικών που έχουν επιτευχθεί στα χρονικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δίπλα στο «γκολ του αιώνα», του Ντιέγκο Μαραντόνα εναντίον των Αγγλων το 1986, και σε εκείνα του Πελέ (στον τελικό του 1958), του Κάρλος Αλμπέρτο (Βραζιλία – Ιταλία το 1970), του Μάικλ Οουεν (Αγγλία – Αργεντινή το 1998), του Αρι Χάαν (Ολλανδία – Ιταλία το 1978), ή του Μεξικανού Μανουέλ Νεγκρέτε (εναντίον της Βουλγαρίας το 1986). Αριστουργήματα όλο και πιο σπάνια, καθώς το ποδόσφαιρο προοδεύει. Σαν το νερό στην έρημο του Κατάρ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News