Η Ρίτα Λι ήταν ένας τιτάνας της βραζιλιάνικης μουσικής, που από το ξεκίνημα της καριέρας της ανέτρεψε τα στερεότυπα και με τη σόλο πορεία της απέκτησε δικαίως το προσωνύμιο «βασίλισσα της ροκ». Απέκτησε εκατομμύρια φανατικών οπαδών, πούλησε 55 εκατ. δίσκους παγκοσμίως και επηρέασε δεκάδες αμερικανούς καλλιτέχνες.
Πέθανε στο σπίτι της στο Σάο Πάολο σε ηλικία 75 ετών. Ο θάνατός της ανακοινώθηκε με δήλωση που αναρτήθηκε στον λογαριασμό της στο Instagram. Η Λι λάμβανε θεραπείες για τον καρκίνο του πνεύμονα, με τον οποίο διαγνώστηκε το 2021, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times.
Ως μέλος του συγκροτήματος Os Mutantes, η Λι ήταν προϊόν του κινήματος Tropicália (γνωστό και ως tropicalismo), μιας αντιεξουσιαστικής βραζιλιάνικης πολιτιστικής άνθησης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σύντομα έγινε εμπορική υπερδύναμη, με μια καριέρα που κράτησε για περισσότερο από μισό αιώνα.
Ως σόλο καλλιτέχνις είχ μια σειρά από επιτυχίες τη δεκαετία του 1970, μεταξύ των οποίων τα «Ovelha Negra» (Μαύρο Πρόβατο) και «Mania de Você» (Μανία για Εσένα), που έγιναν κλασικές. Στα πρώτα της χρόνια μετά τους Mutantes συνοδευόταν από το συγκρότημα Tutti Frutti και αργότερα από τον σύζυγό της Ρομπέρτο ντε Καρβάλιο.
Το 2001 η Λι κέρδισε ένα βραβείο Γκράμι για το καλύτερο ροκ ή εναλλακτικό άλμπουμ στην πορτογαλική γλώσσα, με το «3001». Η απήχησή της ήταν παγκόσμια. Ο αυτόχειρας Κέρτ Κομπέιν, ο Ντέιβιντ Μπερν των Talking Heads και ο Μπεκ συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πολλούς καινοτόμους της σύγχρονης ποπ/ροκ μουσικής που χαιρέτησαν το ανατρεπτικό έργο των Os Mutantes.
Το 1988, ο βασιλιάς Κάρολος Γ’, τότε πρίγκιπας της Ουαλίας, ζήτησε έναν από τους δίσκους της για έναν χορό σε συμπόσιο στη βρετανική πρεσβεία στο Παρίσι. Λέγεται ότι είχε αποστηθίσει τους στίχους των τραγουδιών της, σύμφωνα με την Daily Mirror.
Αλλά η Ρίτα Λι δεν υπήρξε και ο ευκολότερος χαρακτήρας. Μετά από μια ταραγμένη, γεμάτη εξάρσεις εφηβεία, συνελήφθη το 1976 για κατοχή μαριχουάνας και χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα προς αποφυγήν από τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας. Μετρούσε επίσης πολλαπλές εισαγωγές σε εγκαταστάσεις θεραπείας για χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.
Ασεβής και βάναυσα ειλικρινής, η Λι συμπεριφερόταν με την αλαζονεία και τον αέρα ροκ σταρ. Μετά τη διάγνωσή της με καρκίνο, η ασθενής τραγουδίστρια βάφτισε τον όγκο της «Ζαΐρ», ως αρνητική αναφορά στον τότε εμπρηστικό ακροδεξιό πρόεδρο της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Ως μία από τις λίγες γυναίκες ρόκερ που έπαιζαν κιθάρα επί σκηνής τη δεκαετία του 1960, και ως σόλο καλλιτέχνης που εξερεύνησε τη σεξουαλικότητα από τη γυναικεία σκοπιά, η Λι χαιρετίστηκε ως ηρωίδα του φεμινισμού. Μόλις ενημερώθηκε για τον θάνατο της, κατά τη διάρκεια ακρόασης της επιτροπής της Γερουσίας, η Μάργκαρετ Μενέζες, υπουργός Πολιτισμού της Βραζιλίας και τραγουδίστρια, κυριεύτηκε εμφανώς από συγκίνηση, περιγράφοντας τη Λι ως «επαναστάτρια».
Η ίδια η Λι ήταν λίγο πιο ωμή όταν αναφερόταν στους θριάμβους της. «Οταν συζητάμε για φεμινισμό δεν είμαι της θεωρίας, είμαι περισσότερο της δράσης» είχε πει σε τηλεοπτική της συνέντευξη το 2017. «Ελεγαν ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φορέσουν μακριά παντελόνια. Ε, λοιπόν, μπορούμε: εγώ φόρεσα το δικό μου. Ελεγαν ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να παίξουν ροκ. Πήρα τις ωοθήκες μου, τη μήτρα μου, και έπαιξα το ροκ-εν-ρολ μου».
Η Ρίτα Λι Τζόουνς γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1947 στο Σάο Πάολο. Ηταν μικρότερη από τις τρεις κόρες της πιανίστριας Ρομίλντα Παντούλα και του Τσαρλς Τζόουνς, ενός αμερικανού οδοντίατρου που καταγόταν από μαχητές του αμερικανικού Νότου, οι οποίοι κατέφυγαν στη Βραζιλία μετά τον εμφύλιο πόλεμο (το μεσαίο όνομά της προέρχεται από τον στρατηγό Ρόμπερτ E. Λι, που ηγείτο των στρατευμάτων του Νότου στον εμφύλιο).
Οταν ήταν παιδί, η Λι κακοποιήθηκε σεξουαλικά στο σπίτι της από έναν επισκευαστή ραπτομηχανών, μια τραυματική εμπειρία που τροφοδότησε το επαναστατικό της πνεύμα, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, που κυκλοφόρησε το 2016.
Εχοντας κλίση στη μουσική, συμμετείχε σε πολλά γκρουπ ως έφηβη και, παρά την αρχική της φοβία για τη σκηνή, σχημάτισε τους Os Mutantes (Οι Μεταλλαγμένοι), μαζί με τους αδελφούς Αρνάλντο και Σέρχιο Ντίας Μπαπτίστα, το 1966. Σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις της ισχυρίστηκε ότι το συγκρότημα –το όνομα του οποίου εμπνεύστηκε από ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Ο Πλανήτης των Μεταλλαγμένων»–, «ήρθε από άλλον πλανήτη για να καταλάβει τον κόσμο».
Το συγκρότημα ήταν για το Σάο Πάολο «ό,τι ήταν οι Grateful Dead για το Σαν Φρανσίσκο, οι Velvet Underground για τη Νέα Υόρκη και οι Nirvana για το Σιάτλ» έγραψε ο Λάρι Ρότερ των New York Times κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας επιστροφής της, το 2007.
Οι Mutantes άφησαν το στίγμα τους συνοδεύοντας τον Ζιλμπέρτο Ζιλ στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής της Βραζιλίας, το 1967. Την επόμενη χρονιά η μπάντα συμμετείχε στο πρωτοποριακό άλμπουμ-συλλογή «Tropicália: Ou Panis et Circenses», με τραγούδια του Ζιλ, του Καετάνο Βελόζο και άλλων κορυφαίων ονομάτων του κινήματος της Τροπικάλια.
Το ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, ήταν πασπαλισμένο με περιβαλλοντικούς ήχους, αιχμηρά κιθαριστικά riffs και άλλα ηχητικά υπολείμματα. Ηταν ένα από τα «πιο άτακτα εγκεφαλικά τριπάκια» στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπως έγραψε το Rolling Stone το 2013, όταν το συμπεριέλαβε σε μια λίστα με τα «σημαντικότερα άλμπουμ μαστούρας» όλων των εποχών.
Η Λι εγκατέλειψε το συγκρότημα για να ακολουθήσει σόλο καριέρα μετά την κυκλοφορία του πέμπτου άλμπουμ τους, «Mutantes e Seus Cometas no País do Baurets» (Οι Μεταλλαγμένοι και οι Κομήτες τους στη Χώρα του «Χόρτου»), το 1972. Αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας μετά την τελευταία της ηχογράφηση, το άλμπουμ «Reza» (Προσευχή), το 2012, αν και κυκλοφόρησε ένα νέο τραγούδι, το «Change», με τον σύζυγό της και παραγωγό Γκι Μποράτο, το 2021.
Βίγκαν και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων, η κάποτε πρωτοπόρα της αντικουλτούρας, μητέρα τριών γιων και γιαγιά δύο εγγονών, πέρασε πολλά από τα τελευταία χρόνια της ζωής της «περιορισμένη στο κρησφύγετό μου, σε ένα μικρό σπίτι στη μέση του δάσους, που περιβάλλεται από ζώα και φυτά», βγαίνοντας μόνο για ψώνια ή για επίσκεψη στον οδοντίατρο, όπως έγραψε σε ένα δοκίμιο για το βραζιλιάνικο περιοδικό Veja, το 2020.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News