Σίγουρα δεν είναι ένας starchitect, όπως αποκαλούνται οι πιο διάσημοι και εντυπωσιακοί από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες του κόσμου, από τον Φρανκ Γκέρι, τον Σαντιάγο Καλατράβα και τον Ρεμ Κούλχαας, έως τον Ρέντσο Πιάνο, τον Ταντάο Αντο και τον Ζαν Νουβέλ. Ο Ρίκεν Γιαμαμότο δεν έχει καν ένα δικό του χαρακτηριστικό στιλ, λίγα είναι γνωστά για το έργο και το άτομό του εκτός αρχιτεκτονικών κύκλων, ενώ ακόμη και σε αυτούς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός.
Σύντομα, ωστόσο, αυτό πρόκειται να αλλάξει, καθώς, όπως ανακοινώθηκε, ο 78χρονος ιάπωνας αρχιτέκτονας είναι ο φετινός αποδέκτης του βαρύτιμου βραβείου Pritzker 2024, της ανώτατης τιμητικής διάκρισης για έναν αρχιτέκτονα, εξ ου και η προσωνυμία «Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής».
Παρά τη σχετική έλλειψη αναγνώρισης, ο Γιαμαμότο εργάζεται σταθερά εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, από τότε που ίδρυσε το αρχιτεκτονικό γραφείο του, Riken Yamamoto and Field Shop, το 1973. Οσον αφορά τα έργα του, «τα πρώτα σπίτια του είναι εντυπωσιακά και απογυμνωμένα» γράφει ο Εντουιν Χίθκοουτ, δημοσιογράφος των Financial Times με ειδίκευση στην αρχιτεκτονική και στο ντιζάιν.
Ο βρετανός δημοσιογράφος αναφέρεται ενδεικτικά στη βίλα Γιαμακάουα (1977), έναν στεγασμένο μεν χώρο, αλλά κατά άλλα σχεδόν εξ ολοκλήρου ανοιχτό στα στοιχεία της φύσης, που ενδεχομένως είναι περισσότερο βεράντα παρά σπίτι. Αλλά και η οικία Ισι, σε στιλ αχυρώνα, στο Καβασάκι (1978), διέθετε μια πλατιά σκάλα που λειτουργούσε ως αμφιθέατρο.
«Σε αμφότερα αυτά τα κτίρια και σε μετέπειτα έργα του, ο Γιαμαμότο έπαιξε με την ιδέα του κατωφλίου – με το όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, τοπίου και εσωτερικού χώρου, ατόμου και κοινότητας» συνοψίζει ο Εντουιν Χίθκοουτ, επικαλούμενος σχετική αναφορά των μελών της κριτικής επιτροπής του βραβείου Pritzker, τα οποία σημείωσαν, μεταξύ άλλων, ότι για τον Ρίκεν Γιαμαμότο «ένα κτίριο έχει δημόσια λειτουργία ακόμα και όταν είναι ιδιωτικό».
Αναφερθείς ο ίδιος σε αυτή την ιδιαιτερότητα, την απέδωσε στα παιδικά του χρόνια και στο σπίτι όπου μεγάλωσε στη Γιοκοχάμα, το οποίο είχε χτιστεί με πρότυπο τις παραδοσιακές ξύλινες κατοικίες της Ιαπωνίας (ματσίγια), που συνήθως διέθεταν εργαστήρια ή καταστήματα στο ισόγειο. Στο μπροστινό μέρος της οικίας Γιαμαμότο υπήρχε το φαρμακείο της μητέρας του, ενώ στο πίσω βρισκόταν η οικογενειακή εστία. «Η μία πλευρά του κατωφλιού ήταν για την οικογένεια ενώ η άλλη για την κοινότητα. Εγώ καθόμουν στο ενδιάμεσο» έχει αναφέρει ο ίδιος.
Οταν ήρθε η ώρα να σχεδιάσει το δικό του σπίτι στη Γιοκοχάμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι αναμνήσεις εκείνου του σπιτιού των παιδικών του χρόνων αποτυπώθηκαν σε μια κατοικία με διάσπαρτους χώρους και κιόσκια στην ταράτσα, όπου η ζωή μπορεί να βιώνεται τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια. O περιβάλλων χώρος της ταράτσας συνδέεται με τις γειτονικές κατοικίες μέσω ενός πυκνού δικτύου από σχοινιά για το άπλωμα των ρούχων και πράσινες βεράντες, που από κοινού δημιουργούν μια σκιερή υπέργεια αυλή.
Εκτοτε, ο ιάπωνας αρχιτέκτονας άρχισε να χτίζει μεγαλύτερα κτίρια, «ενσωματώνοντας σε αυτά τις ίδιες ιδέες όσον αφορά την καλή γειτονία και τη δημόσια ζωή, αλλά σε αστική κλίμακα», μας πληροφορεί ο δημοσιογράφος των Financial Times.
Ο πυροσβεστικός σταθμός της Χιροσίμα-Νίσι, για παράδειγμα, είναι «ένας καλαίσθητος γυάλινος κύβος με περσίδες, μέρος της αστικής υποδομής, τόσο όσο και ένα κτίριο-έργο τέχνης».
Το Νομαρχιακό Πανεπιστήμιο της Σαϊτάμα είναι «μια τεράστια μηχανή, ένας τεχνοκρατικός χώρος για ιατρικές και υγειονομικές μελέτες, απόλυτα αποτελεσματικός αλλά σχεδόν υπέροχος στην απλότητά του και γεμάτος δημόσιους χώρους, διακριτικούς κήπους με γκαζόν για πικνίκ στην ταράτσα έως απέραντα αίθρια».
Αλλά και το Πανεπιστήμιο του Μέλλοντος στην πόλη Χακοντάκε (ΕΠΑΝΩ) «είναι ένα άλλο τεράστιο γυάλινο κτίριο, εντελώς διαφανές και επικό σε κλίμακα, με διαμορφωμένες δομές στο εσωτερικό σαν ένα απόκρημνο τοπίο μάθησης» αναφέρει ο Εντουιν Χίθκοουτ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News