«Δεν ξέρετε τίποτα από κόλαση, κύριε Σερέφη. Νομίζετε ότι ξέρετε». Αυτή η ατάκα μου αρέσει πολύ. Την ακούω ως ατάκα της Λήδας Πρωτοψάλτη, στο τρέιλερ από την ταινία «Η Ρόζα της Σμύρνης» του Γιώργου Κορδέλλα, η οποία θα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 22 Δεκεμβρίου και το σενάριό της βασίζεται στο μυθιστόρημα «Ισμαήλ και Ρόζα», του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Η ταινία είναι συμπαραγωγή της Cosmote TV και διανέμεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από τη Feelgood Entertainment.
Κόλαση. Η υπόθεση ξετυλίγεται σαν γαϊτανάκι γύρω από ένα ματωμένο νυφικό και μια παλιά φωτογραφία. Από τη Σμύρνη, της ημέρες της καταστροφής. Και μετά ξανατυλίγεται στο σήμερα, όπου ένας νέος έρωτας γεννιέται μέσα στα παλαιοπωλεία και είναι κάπως σαν να συνεχίζει την ερωτική ιστορία που διεκόπη βίαια και απόλυτα, πριν από σχεδόν έναν αιώνα.
Αυτή η ταινία στοιχηματίζω πως θα κάνει πάταγο τις γιορτές. Πρωταγωνιστούν οι Τάσος Νούσιας, Ευγενία Δημητροπούλου, Γιούλικα Σκαφιδά, Πέτρος Λαγούτης, Γιλμάζ Γκρουντά. Τον κεντρικό ρόλο της αινιγματικής Ρόζας ερμηνεύει η Λήδα Πρωτοψάλτη. Πρώτη τηλεοπτική προβολή, θα κάνει στα κανάλια Cosmote Cinema.
Καθώς λοιπόν βλέπω τις τελευταίες μέρες το τρέιλερ στην τηλεόραση, ακούω την ατάκα της Ρόζας και τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, και καθώς η γιορταστική ατμόσφαιρα έχει αρχίσει να απλώνεται γύρω μας αρχίζω να σκέφτομαι πώς να ήταν τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη, τις ευτυχισμένες μέρες πριν από το 1922.
Πώς να ήταν άραγε το lifestyle της εποχής; Τι φορούσαν οι άνθρωποι (η Ρόζα, εν προκειμένω), πού διασκέδαζαν, τι έτρωγαν; Πώς ήταν η δική τους, αυθεντική σμυρναίικη βασιλόπιτα;
Στο βιβλίο «Τρεις αιώνες, μια ζωή» της Φιλιώς Χαϊδεμένου (εκδ. Λιβάνη) διαβάζω:
«Στη Σμύρνη, οι γυναίκες ακολουθούσαν πιστά τη μόδα και η μόδα δεν αργούσε να φτάσει στα Βουρλά. Θυμάμαι τις καζάκες, άσπρες, κεντημένες μπροστά με φρου φρου και δαντέλες. Τις φορούσαν όλες οι κοκέτες της εποχής. Όταν οι γυναίκες ντύνονταν έτσι, δεν φόραγαν πολλά χρυσαφικά και πεντόλιρα ‒μόνο δαχτυλίδια‒ και η ομπρέλα για να τις προστατεύει από τον ήλιο ήταν απαραίτητο αξεσουάρ».
Οσο για τους άνδρες; Είχαν κι αυτοί την κοκεταρία τους. Να φανταστείτε πλήρωναν μηνιαία εισφορά στα πολυτελή κουρεία, για να ξυρίζονται, να κουρεύονται, να λούζουν τα μαλλιά τους και να βάζουν μπριγιαντίνη…
«Κανείς δεν έμοιαζε να κοιμάται ποτέ σε αυτή την πόλη», γράφει η Φιλιώ Χαϊδεμένου. «Τραγούδια ακούγονταν και την αυγή, γιατί υπήρχαν κι εργάτες που δούλευαν όλη τη νύχτα στα καπνά και τελείωναν με το πρώτο φως. Εκεί να ακούσεις αμανέδες και τραγούδια με τη συνοδεία αηδονιών. Ούτε που μπορείτε να φανταστείτε αυτή την ομορφιά…».
Κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες και τις καρτ ποστάλ. Μου αρέσουν οι δρόμοι γιατί φαίνονται ηλιόλουστοι. Μου αρέσουν τα σπίτια με τις βεράντες και τους κήπους, όπως και τα ξενοδοχεία με θέα στην Προκυμαία. Μου αρέσουν επίσης οι μπρασερί και τα εστιατόρια που είναι μεγάλα και πολυτελή.
Τα πλούσια σπίτια στις αρχές του αιώνα ήταν της μόδας να διακοσμούνται στα βυσσινί, διαβάζω σε άλλο βιβλίο, με τίτλο «Το τετράδιο της Ερατώς» της Λίζας Μιχελή (εκδ. Γαλάτεια). Τα χαλιά οπωσδήποτε είχαν μέσα βυσσινί, οι καναπέδες και οι πολυθρόνες ήταν εξ ολοκλήρου αυτού το χρώματος, το ίδιο και το ένα σετ κουρτίνες – οι βαριές. Οι λεπτές ήταν ιβουάρ ή λευκές, από τούλι ή δαντέλα.
Οσο για την τέχνη, ο πιο δημοφιλής ζωγράφος –του οποίου οι πίνακες ήταν must στα σαλόνια των επαύλεων– ήταν ο Β.Ιθακήσιος που είχε το ατελιέ του στον κυριλέ και εμπορικό Φραγκομαχαλά και έκανε εκθέσεις κάθε χρόνο. Πέρα από τον Ιθακήσιο όμως, στα σαλόνια, έβλεπες οπωσδήποτε και μια κεντημένη ή ζωγραφισμένη Ελευθερία ή έναν Αθανάσιο Διάκο, κρεμασμένους με κορνίζα στον τοίχο.
Εννοείται, πως καθώς πλησίαζαν οι γιορτές, η χαρτομαντεία είχε την τιμητική της, σε κάθε σπίτι. Διασημότερη χειρομάντης πριν την καταστροφή στη Σμύρνη ήταν η Ελένη Σταματοπούλου.
Και πάμε τώρα στο φαγητό. Γενικά, όπως μπορούμε να φανταστούμε από τη μικρή έστω εμπειρία μας στις πλούσιες γεύσεις της σμυρναίικης κουζίνας, οι κάτοικοι της πόλης έτρωγαν πολύ. Απολάμβαναν τις απολαύσεις. Ας πούμε έτρωγαν πολλά γλυκά: «κομφέτα, πισκοτίνια, λεμονάδες, παγωτά» που προμηθεύονταν από τον Φραγκομαχαλά. Η κατανάλωση δε ήταν τόσο μεγάλη σε τέτοια ζαχαρώδη ώστε η Εκκλησία ήδη από το 1846 είχε εκδώσει οδηγία για αυτοσυγκράτηση ‒ για λόγους κοινωνικούς, πίστης και υγείας. (Παρεμπιπτόντως ανάλογη οδηγία είχε εκδώσει η Εκκλησία και για το όριο της προίκας – ώστε να περιορίζεται κάπως η κοινωνική ανισότητα στο θέμα του γάμου)
Όλα τα εδέσματα, πάντως, είχαν το κάτι παραπάνω. Ακόμα και το αντίδωρο στην εκκλησία ήταν ζυμωμένο με μαστίχα και κανέλα. Ο αγαπημένος καφές των Σμυρναίων ήταν παχύς, χωρίς ζάχαρη και γάλα, και προερχόταν από τη Μόκα της Υεμένης. Οσο για τα φλυτζάνια και τα πιάτα, ήταν από πορσελάνη Delft – με τις γνωστές και σήμερα μπλε ζωγραφιές.
Κονιάκ, παλαιωμένο κρασί, τσάι, σοκολάτα και κακάο, προμηθευόταν κανείς ως επί το πλείστον από τα φαρμακεία, επειδή όλα αυτά θεωρούνταν ωφέλημα για την ανάρρωση από διάφορες ασθένειες. Πωλούνταν βεβαίως και στα παντοπωλεία – τα πιο πολυτελή βρίσκονταν στην οδό Μεγάλες Ταβέρνες. Εκεί έβρισκες και τα ντελικατέσεν της εποχής: μανιτάρια, ολλανδικά τυριά, καφέδες από διάφορες αποικίες και γαλλικές πατάτες.
Τα δε πιο αγαπημένα ζαχαροπλαστεία των γυναικών της Σμύρνης, εκεί απ΄όπου μπορούσαν να παραγγείλουν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά τους ήταν «Η Αγάπη» στη Δίοδο Ρόδων και «Η Μέλισσα» στην οδό Παλιά Ψαράδικα.
Οι κλασικές Σμυρνιές όμως τη βασιλόπιτα την έφτιαχαν μόνες τους. Και τη διακοσμούσαν είτε με σφραγίδα που αναπαριστούσε τον δικέφαλο αετό είτε με ανάγλυφο σταυρό με τον εσταυρωμένο ή αντί γι’ αυτόν με ένα περιστέρι.
Και τέλος για φλουρί, το πιο δημοφιλές ήταν το ασημένιο οχταράκι. Τουρκικό και ευρείας χρήσης. Με τέτοια οχταράκια πληρώνονταν συνήθως τα βδομαδιάτικα των εργατών.
Για το ρεβεγιόν με τη Ρόζα
Και πάμε τώρα σε μία συνταγή της βασιλόπιτας. Αυθεντική σμυρναίικη, από το «Τετράδιο της Ερατώς», και γραμμένη, φυσικά στη διάλεκτο της Σμύρνης, με την ορθογραφία της εποχής. Εγώ λέω να τη δοκιμάσω αυτή την Πρωτοχρονιά.
Βασιλόπητες
2 οκάδες αλεύρι (2.560 γραμ.), ½ οκά ζάχαρι (640 γραμ.), 2 κουταλιές της σούπας σκόνι αγγλική (baking powder), 1 πρωινό κουπάκι σησαμόλαδον (φλιτζάνι του τσαγιού) και 1 ποτήρι αφουσιά*, 1 ποτηράκι κονιάκ.
Καίεις το βούτυρον με το σησαμόλαδο αφ’ εσπέρας, και την επομένην το γυρίζεις με την αφουσιάν έως ότου ασπρίση καλά.
Κατόπιν βάζεις το κονιάκ, την ζάχαριν, την σκόνιν αναλυμένην με λίγο ζεστό νερό και ολίγον-ολίγον το αλεύρι (ημπορεί να μην το πάρει όλο). Τας πλάθεις βρέχουσα το χέρι σου ζεστή αφουσιάν και αμέσως εις τον φούρνον.
*Αλισίβα: βρασμένη στάχτη, που έχει κατασταλάξει. Από καμένα ξύλα κατά προτίμηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News