H Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018 ήταν μια σημαντική ημέρα για την ρέγκε -και μια μέρα μουσικής δικαίωσης, κατά πολλούς.
Είναι η μέρα που η «γηγενής» μουσική της Τζαμάικα μπήκε στον κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας με απόφαση της ειδικής επιτροπής της Unesco.
Η Unesco στην ανακοίνωση της επεσήμανε «την συμβολή της στην αφύπνιση των συνειδήσεων παγκοσμίως για θέματα αδικίας , αντίστασης, αγάπης και ανθρωπισμού καθώς και την εγκεφαλική, κοινωνικο-πολιτική, αισθαντική και πνευματική διάστασή της».
Και πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των ρέγκε τραγουδιών εξυμνούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και την ισότητα -κάτι που διατύπωσε αξιωματικά και ο ίδιος ο «πρέσβης» της ρέγκε και γνωστότερος εκπρόσωπος της, Μπομπ Μάρλεϊ, στο τραγούδι του «War» τραγουδώντας χαρακτηριστικά πως «μέχρι να καταρριφθεί η νοοτροπία που θεωρεί μια φυλή ανώτερη από κάποια άλλη, θα υπάρχει πόλεμος παντού».
Οι απαρχές της μουσικής βρίσκονται στη δεκαετία του 1960 και οι ρίζες της κρατάνε από το είδος «μέντο», που αναπτύχθηκε επίσης στην Τζαμάικα και τη «σκα» μουσική.
Η λέξη reggae κατ’ άλλους προέρχεται από ένα τραγούδι του 1968 με τίτλο «Do the Reggay» του συγκροτήματος Toots and the Maytals, ενώ σύμφωνα με άλλους από την λέξη streggae, που στην τζαμαϊκανή αργκό σημαίνει «πόρνη».
Ο ίδιος ο Μάρλεϊ έχει ισχυριστεί σε συνέντευξη του ότι η λέξη έχει ισπανικές ρίζες και σημαίνει «Μουσική του Βασιλιά» αλλά ο βετεράνος τζαμαϊκανός μουσικός Χαξ Μπράουν καταρρίπτει όλους αυτούς τους ισχυρισμούς λέγοντας ότι η λέξη απλά αναφέρεται στον ρυθμό και τον τρόπο παιξίματος των ακόρντων στην κιθάρα, αυτό το κοφτό και συγκοπτόμενο τρόπο χτυπήματος των χορδών.
«Η ρέγκε είναι αποκλειστικά τζαμαϊκανή», σχολίασε η Ολίβια Γκραντζ, η υπουργός Πολιτισμού της Τζαμάικα. «Είναι μία μουσική που δημιουργήσαμε και διείσδυσε παντού στον κόσμο».
Όντως, η μουσική έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλής ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου την εισήγαγε το πλήθος των τζαμαϊκανών μεταναστών που συνέρρευσαν στην χώρα με το μεγάλο «κύμα» του 1962.
Μαζί τους, οι μετανάστες αυτές δεν έφεραν μόνο τις μουσικές τους παραδόσεις, αλλά και τον ρασταφαρισμό, το πνευματικό κίνημα που θεοποιεί τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ και εξυψώνει την χρήση της ganja (έτσι λένε την μαριχουάνα στη τζαμαϊκανή διάλεκτο).
Η λέξη «ganja» που κυριολεκτικά μεταφράζεται ως «χόρτο της σοφίας», αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ράστα κουλτούρας και χρησιμοποιείτο από τους πνευματικούς και θρησκευτικούς ρασταφάρι ηγέτες, οι οποίοι κι ανέφεραν χωρία από την Βίβλο που έκαναν λόγο για την χρήση της για πνευματικούς και θεραπευτικούς σκοπούς, συγκεκριμένα από τους Ψαλμούς 104.14: «Ο Βασιλιάς Σολόμωντας έκανε χόρτο να φυτρώσει από τον τάφο του και το έδωσε στην υπηρεσία του ανθρώπου».
Κι ως ένα μουσικό είδος στενά συνδεδεμένο με την αποικιοκρατία, τις φυλετικές διακρίσεις και την αφρικανική ήπειρο, λογικό ήταν στις μεγαλουπόλεις της Βρετανίας, όπως το Λονδίνο και το Μπέρμιγχαμ, να ξεπηδήσουν τα πρώτα ρέγκε συγκροτήματα, όπως οι Steel Pulse, μία roots reggae μπάντα που στα τραγούδια της μιλούσε για την καθημερινότητα στα γκέτο, τη φτώχεια και την αντίσταση στη φυλετική καταπίεση.
«Με φωνάζουν μιγά, γι’ αυτό και δεν ανήκω σε καμία πλευρά»
Ωστόσο αυτός που όχι μόνο συνέδεσε άρρηκτα το όνομα του με το ίδιο το είδος και συνετέλεσε τα μέγιστα στην διάδοση του σε όλη την υφήλιο δεν ήταν άλλος από τον γιο ενός λευκού επιστάτη βρετανικής καταγωγής, του Νόρβαλ Μάρλεϊ και μιας αφροαμερικανής, της Σεντέλα Μπούκερ.
Ο Ρόμπερτ Μάρλεϊ γεννήθηκε στο μικρό τζαμαϊκανό χωριό Νάιν Μάιλ στις 6 Φεβρουαρίου 1945 και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε με τη μητέρα του σε μια φτωχογειτονιά της πρωτεύουσας Κινγκστον, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του.
Στις φτωχογειτονιές του Τρέντστάουν ο Μπομπ γνώρισε τον Νέβιλ Ο’ Ράιλι Λίβινγκστον, γνωστό με το παρατσούκλι «Μπάνι» με τον οποίο και περνούν ατέλειωτες ώρες ακούγοντας 45αράκια του Ρέι Τσαρλς και του Φατς Ντόμινο.
Ο δημοφιλής Τζαμαϊκανός τραγουδιστής Τζο Χιγκς πήρε τα δυο παιδιά υπό την προστασία του, παραδίδοντας τους μαθήματα φωνητικής, αρμονίας και θεωρίας της μουσικής. Στα ίδια αυτά μαθήματα γνώρισαν τον Πίτερ Μάκιντος ή Τος, ο οποίος αργότερα θα γινόταν το τρίτο μέλος των Wailers.
Το 1962 ο Μάρλεϊ τελείωσε το σχολείο και ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Judge Not», το οποίο στάθηκε η αφορμή του σχηματισμού της μπάντας.
«Η λέξη “wail”σημαίνει κραυγάζω, φωνάζω, κι όταν ζεις σε ένα γκέτο όπου είσαι αβοήθητος και ο μόνος που έχεις να στηριχτείς είναι ο εαυτός σου, η κραυγή σου αποκτά ξεχωριστή σημασία», εξήγησε αργότερα ο Πιτερ Τος.
Οι Wailing Wailers είχαν μόλις γεννηθεί. Κι ήταν ορκισμένοι να παλέψουν στο πλευρό των αδικημένων και των απόκληρων της ζωής, όσων παιδιών δέχονταν την κάθε ρατσιστική συμπεριφορά στους κακόφημους δρόμους του Τρέντσταουν.
«Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή», είχε πει ο ίδιος ο Μπομπ για τη μικτή καταγωγή του η οποία έγινε αιτία για ρατσιστική αντιμετώπιση που εισέπραξε στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Η συνέχεια είναι ιστορία, που λένε: συνεχόμενα άλμπουμ στο Νο1 των επιτυχιών, μέχρι το απόλυτο αριστούργημα της μπάντας του, το άλμπουμ «Exodus» που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1977, έμεινε στα chart για 56 εβδομάδες κι έβγαλε τρία εκπληκτικά single, τα «Exodus», «Waiting in Vain» και «Jammin».
«Αν ποτέ εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της Τζαμάικα θελήσει μια συμβουλή για ένα πρόβλημα που τον απασχολεί, δεν έχει παρά να ανατρέξει σε ένα από τα τραγούδια που έγραψε ο Μπομπ», λέει η Τζούντι Μόβατ των I-Threes.
Το τέλος ενός θρύλου
Είναι 22 Σεπτεμβρίου του 1980 και ο Μάρλεϊ μετά από μια αποθεωτική εμφάνιση μαζί με τους Wailers στο Madison Square Garden στο πλάι των Commodores του Λάιονελ Ρίτσι, είχε πάει για τρέξιμο στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης μαζί με τον καλύτερο του φίλο και κορυφαίο τζαμαϊκανό ποδοσφαιριστή Αλαν Κόουλ. Σε μια στροφή του πάρκου ο Μπόμπ άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Ίσα που πρόλαβε να ψελλίσει «Αλαν! Αλαν!» πριν σωριαστεί στο έδαφος. Η ιατρική διάγνωση έδειξε καρκίνο και του έδωσε ελάχιστους μήνες ζωής.
Ο Μάρλεϊ πέθανε την Δευτέρα 11 Μαΐου 1981 μέσα στο δωμάτιο 472 του Νοσοκομείου Cedars Of Lebanon στο Μαϊάμι. Ήταν μόλις 36 ετών. Στις 21 Μαΐου ο Μάρλεϊ οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία. Μισό εκατομμύριο κόσμου συνόδεψε το φέρετρο του στο Μαυσωλείο όπου είναι θαμμένος, στα βόρεια του νησιού.
Τον επόμενο μήνα ο Μάρλεϊ ανακηρύχθηκε Άγιος της Αιθιοπικής Εκκλησίας των Κοπτών με το όνομα Μπεχράν Σελασιέ και δεύτερος τη τάξει εθνικός ήρωας της χώρας του μετά τον Μάρκους Γκάρβει, σύμβολο του Τρίτου Κόσμου, από τις ακτές της Αφρικής μέχρι την Καραϊβική και την Λατινική Αμερική καθώς και προϊόν του μουσικού μάρκετινγκ που πουλάει ακόμη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Η μουσική του ξεπέρασε σύνορα, φυλές, χρώματα, θρησκείες κι εθνικότητες εξαιτίας της πνευματικότητας των στίχων και της μοναδικής του ικανότητας να ενσωματώνει στη μουσική του στοιχεία από πολλά διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, είτε το σκα, είτε το ροκ, είτε τα μπλουζ, είτε την τζαζ, ενώ οι πιο πολιτικοποιημένοι θυμούνται και την παρέμβαση του τον Απρίλιο του 1978 όταν επέστρεψε στη Τζαμάικα για να παίξει στο One Love Peace Concert ενώπιον του Πρωθυπουργού Μάικλ Μάνλι και του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Έντουαρντ Σίγκα, τους οποίους κάλεσε επί σκηνής και τους έβαλε μπροστά στο κοινό να δώσουν τα χέρια –κάπως αμήχανα είναι η αλήθεια.
Κι όπως γράφει ο δημοσιογράφος και μουσικοκριτικός Τίμοθι Γουάιτ στην καλύτερη βιογραφία του Μάρλεϊ με τίτλο “Catch A Fire”: «Η μουσική του ήταν πραγματικά ροκ, με την έννοια ότι αποτέλεσε την δημόσια έκφραση της αλήθειας ενός ολόκληρου λαού».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News