Αν ακολουθήσουμε με ακραία προσήλωση το γράμμα του νόμου και με απόλυτη διαφάνεια, ένα απλό στυλό αξίας τριάντα λεπτών φτάνει να κοστίζει στο ελληνικό Δημόσιο 70 ευρώ.
Δεν πρόκειται για κάποιο ακραίο σενάριο, αλλά για την πραγματικότητα της γραφειοκρατίας στην Ελλάδα, η οποία δεν υποβαθμίζει απλώς τη λειτουργία των δημόσιων φορέων και των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες, αλλά έχει και υψηλό οικονομικό κόστος -κάποιες φορές στα όρια του παραλογισμού.
Καθημερινά αναρτώνται στη «Διαύγεια» χιλιάδες πράξεις δημοσίων φορέων, οι οποίες αφορούν την έγκριση αιτημάτων πίστωσης μικρών χρηματικών ποσών για εξυπηρέτηση καθημερινών λειτουργικών αναγκών. Ομως, σε πολλές περιπτώσεις το διαχειριστικό κόστος διεκπεραίωσης του αιτήματος ξεπερνά κατά πολύ το αιτούμενο ποσό της δαπάνης.
Παράλληλα, το ερώτημα «γιατί να χρειάζεται να συνεδριάσει ένα σώμα 40-50 ανθρώπων, όπως ένα δημοτικό συμβούλιο ή η σύγκλητος Πανεπιστημίου για να διαπιστώσει ότι κάποιος εκτυπωτής χρειάζεται μελάνι» μοιάζει ρητορικό, όμως οι προεκτάσεις της διαδικασίας φέρνουν τη συζήτηση σε καθαρά πρακτικό επίπεδο.
Το Εργαστήριο Οικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του Τμήματος Οικονομικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) χαρτογράφησε τη διαδρομή των δαπανών από τη στιγμή που θα υποβληθεί ένα αίτημα πίστωσης, μέχρι την πληρωμή του δικαιούχου. Υπολόγισε μάλιστα το διαχειριστικό κόστος των παραγγελιών συχνής χρήσης, δηλαδή μέτρησε σε χρόνο και χρήμα τη γραφειοκρατία του δημόσιου λογιστικού για τον έλεγχο των δαπανών του κράτους.
Πρόκειται για την επικαιροποίηση -με στοιχεία έως τον Αύγουστο του 2018- της αναφοράς του έργου υπό τον τίτλο «Μίδας», το οποίο υλοποιήθηκε το 2014 και χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ και εθνικού πόρους.
Τα ευρήματα της έρευνας, που παρουσιάζει το ΑΠΕ είναι αποκαλυπτικά. Μέσα στη διαδρομή των σαράντα βημάτων, που ακολουθεί κάθε αίτημα δαπάνης από την υποβολή του, τίθενται εύλογα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, όσο και για την αξιοποίηση των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων των δημόσιων φορέων, καθώς και για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της χαρτούρας.
Μπορεί όμως να βελτιωθεί το σύστημα χωρίς εκπτώσεις στα κριτήρια της διαφάνειας;
«Τα βήματα αυξάνονται αντί να μειώνονται»
Ενα από τα παράδοξα, που ανέδειξε η επικαιροποίηση των στοιχείων του 2014, είναι ότι οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, όχι απλά δε μειώθηκαν αλλά τα βήματα για την έγκριση ενός αιτήματος δαπάνης αυξήθηκαν από τα 32 στα 40 και κατά περιπτώσεις σε ακόμη περισσότερα. Αυτή είναι μία από τις πρώτες παρατηρήσεις του συντονιστή της έρευνας, καθηγητή Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής του ΑΠΘ -και μέχρι τον περασμένο Αύγουστο αντιπρύτανη Οικονομικών- Νίκου Βαρσακέλη.
Η διαδικασία των απευθείας αναθέσεων θεωρητικά προβλέφθηκε, για να διευκολύνει τους δημόσιους φορείς να καλύπτουν τις ανάγκες τους εκείνες που δεν μπορούν να προϋπολογιστούν και να προβλεφθούν στο πλαίσιο μεγάλων διαγωνισμών. «Αυτό το οποίο έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια -και λόγω των μνημονίων- είναι πως έχουμε επικεντρωθεί στο να βάλουμε διαδικασίες, για να περιορίσουμε τη διαφθορά, άρα να αυξήσουμε τη διαφάνεια. Συνεπώς εμπλέκονται πάρα πολλοί σε μία διαδικασία και η αποτελεσματικότητα έχει πάει πια στο ναδίρ», εξηγεί ο ίδιος την πηγή του προβλήματος.
Η ένταση της γραφειοκρατίας, που αφορά τις απευθείας αναθέσεις, περιγράφεται μέσα από τη ροή των απαιτούμενων εγγράφων, αποφάσεων και υπογραφών. Και κάπου εκεί, κερδίζοντας το «στοίχημα» της διαφάνειας, φαίνεται πως χάνεται η κοινή λογική. Έτσι, σήμερα, εάν ένας καθηγητής χρειάζεται ένα στυλό και αποφασίσει να αιτηθεί την αγορά του, είναι βέβαιο ότι μέχρι να το παραλάβει θα έχει τελειώσει το μελάνι από πολλά άλλα στυλό, που θα γυρεύουν αντίστοιχα αιτήματα αναπλήρωσης και εκατοντάδες υπαλλήλους να τα διεκπεραιώσουν στη διάρκεια εκατοντάδων εργατοωρών.
«Δηλαδή, για να αγοράσεις ένα στυλό μπορεί να σου κοστίσει εβδομήντα ευρώ. Αν η προμήθεια είναι μεγαλύτερη των 2.500 ευρώ θα πρέπει να γίνει σύμβαση. Τότε το κόστος ανεβαίνει γιατί υπάρχουν κι άλλα στάδια διαδικασίας. Θα πρέπει εκεί να γίνει νομική σύμβαση από το τμήμα προμηθειών, θα απασχοληθεί άτομο που θα συντάξει τη σύμβαση με τις προδιαγραφές, θα την υπογράψει ο προϊστάμενος του τμήματος προμηθειών, θα τη μονογράψει ο διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών και αντίστοιχος αντιπρύτανης οικονομικών και θα πάει να την υπογράψει και ο ανάδοχος και το κόστος εκεί ξεπερνάει τα 150 ευρώ. Για κάθε διαδικασία έχουμε ένα τέτοιο κόστος σε ένα πανεπιστήμιο ή έναν δημόσιο φορέα», προσθέτει ο κ. Βαρσακέλης.
Αντίστοιχη εμπειρία είχε η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Παιδείας, όταν κλήθηκε να λύσει τον «γρίφο» της αγοράς γραφικής ύλης για τις διευθύνσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας. Δεν μπορεί μία περιφερειακή διεύθυνση πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να αγοράσει μολύβια, αλλά πρέπει να τα προμηθευτεί το υπουργείο ως η κεντρική αρχή. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως έπρεπε να συγκεντρώσει από 150 διευθύνσεις ό,τι χαρτικά, φωτοτυπικά, στυλό, μολύβια μπορεί να χρειάζονται, να τα ομαδοποιήσει, να βγάλει διαγωνισμό και στο τέλος να τα μοιράσει.
Μία από τις ερμηνείες που δίνει ο καθηγητής για τις αγκυλώσεις των γραφειοκρατικών διαδικασιών είναι το ότι «το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, που βγάζει όλες αυτές τις διαδικασίες, δεν είναι ο χρήστης, άρα δεν μπορεί να κατανοήσει και το πρόβλημα».
Πιερρακάκης: Χρειάζεται και ψηφιοποίηση και απλοποίηση
«Η εικόνα αυτή δεν μας τιμά ως κράτος», παραδέχεται ο υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης, υπόψη του οποίου ετέθησαν από το ΑΠΕ-ΜΠΕ τα συμπεράσματα της έρευνας.
Σε ερώτημα πώς μπορεί να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος χωρίς εκπτώσεις στα κριτήρια της διαφάνειας, απάντησε: «Οι υπηρεσίες δεν “μιλούν” μεταξύ τους, δεν υπάρχει διαλειτουργικότητα. Με τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των μητρώων των διαφόρων υπηρεσιών, που είναι ένας από τους βασικότερους στόχους του υπουργείου μας, θα αντιμετωπιστούν αγκυλώσεις μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών, που φέρνουν αποτελέσματα σαν αυτά που διαβάζουμε στην έρευνα».
Επισημαίνει, ωστόσο, ότι «η ψηφιοποίηση από μόνη της δεν αρκεί για την πάταξη της γραφειοκρατίας. Πρέπει να πηγαίνει μαζί με την απλοποίηση των διαδικασιών. Εάν δεν συνδυαστούν, το μόνο που κάνεις είναι να καταλήγεις να ψηφιοποιείς την γραφειοκρατία. Αυτό πρέπει σταδιακά να το σκοτώσουμε».
Πόσο κοστίζουν τα βήματα;
«Το συνολικό κόστος της διαδικασίας της απευθείας προμήθειας χωρίς την υπογραφή σύμβασης με τον προμηθευτή, δηλαδή δαπάνη προμήθειας μικρότερη των 2.500 ευρώ, ανέρχεται σε 70 ευρώ και αυξάνει σημαντικά και μπορεί να πλησιάσει τα 200 ευρώ σε συμβάσεις άνω των 10.000 ευρώ», εξηγεί ο συντονιστής της έρευνας. Το ετήσιο κόστος για το ΑΠΘ εκτιμάται πως ξεπερνά το ένα εκατομμύριο ευρώ.
«Το 2013 με τα λιγότερα βήματα είχαμε υπολογίσει με την οικονομική υπηρεσία -με βάση το πόσα αιτήματα είχαν και πόσες τέτοιες πράξεις είχαν καταγραφεί- ότι το κόστος της διαδικασίας για ό,τι ήταν κάτω από 20.000 ξεπερνούσε το 1 εκατομμύριο ευρώ. Όταν έχουμε πάει από τα 32 βήματα στα 40, αν κάνουμε μια αναλογική διαδικασία το κόστος ανεβαίνει στο 1,2 εκατ. ευρώ. Αν σκεφτούμε ότι έχουμε 50 πανεπιστήμια μπορούμε να αντιληφθούμε την επιβάρυνση για το ελληνικό κράτος», εξηγεί ο κ. Βαρσακέλης.
Δεδομένου μάλιστα ότι η διαβίβαση των εγγράφων δεν γίνεται πλήρως με ηλεκτρονικό τρόπο, στο σύνολο των ωρών που δαπανώνται για την ολοκλήρωση μιας παραγγελίας σημαντικό κόστος έχει και ο χρόνος που χάνεται στις διαδρομές των υπαλλήλων από κτίριο σε κτίριο, ή από γραφείο σε γραφείο, από τη μία υπηρεσία στην άλλη και ο αντίστοιχος χρόνος αναμονής στη σειρά εξυπηρέτησης. Το κόστος αυτό είναι επιπλέον των 70 ευρώ ανά προμήθεια.
Ενα ακόμη σημείο από τα παράδοξα της διαδικασίας, που εκτός από το ότι ανεβάζει το διαχειριστικό κόστος, έχει και επιπτώσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Σε ολόκληρη τη διαδικασία των 40 βημάτων μόνο σε πέντε δεν απαιτείται φυσική υπογραφή σε χαρτί. Στα υπόλοιπα βήματα απαιτείται τόσο ψηφιακή όσο και φυσική υπογραφή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News