Οταν ακόμη και οι βιομήχανοι αναγνωρίζουν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα πρέπει να ανεβούν αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού, να γίνουμε Ευρώπη και να παραμένουν επιστήμονες και εργαζόμενοι στην πατρίδα τους, τότε υπάρχει ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει.
Παρά το γεγονός ότι η περίοδος των μνημονίων έχει τελειώσει και η Ελλάδα αναπτύσσεται ταχύτερα (σχεδόν τέσσερις φορές) από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, οι μισθοί εδώ εξακολουθούν να είναι κατά πολύ χαμηλότεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Το νέο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε εξελίξεις. Δέκα ημέρες μετά από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, ακολουθούν κάλπες για την ανάδειξη νέας διοίκησης στον μεγαλύτερο συνδικαλιστικό φορέα των επιχειρηματιών, τον ΣΕΒ.
Οι μονομάχοι για την ηγεσία του ΣΕΒ, η Ιουλία Τσέτη της Unipharma και ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος της Chipita, θα αναμετρηθούν στις κάλπες της 19ης Ιουνίου για τη θέση του προέδρου, αλλά ήδη συμφωνούν σε πολλά. Το κυριότερο, μιλούν δημόσια, χωρίς ταμπού, για την ανάγκη αύξησης των αμοιβών με παράλληλη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και των ασφαλιστικών εισφορών, και με ευελιξία στον χρόνο απασχόλησης.
Η στάση αυτή από κάποιους αποδίδεται στο ότι η νέα εποχή της οικονομίας που θέλουν να φέρουν και στον ΣΕΒ επιβάλλει μια επιχειρηματική ηθική που έχει συμμάχους (οικογένεια) τους εργαζόμενους, και από άλλους στο γεγονός ότι αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερα και οξυμένα μάλιστα προβλήματα, όπως είναι το κόστος της ενέργειας για τις βιομηχανίες, τομέας στον οποίο η Ελλάδα φιγουράρει (δυστυχώς) στις πρώτες θέσεις της ΕΕ.
Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή», η Ιουλία Τσέτη μίλησε ανοικτά για την ανάγκη βελτίωσης των αποδοχών των εργαζομένων, σε συνδυασμό με τη μείωση του μισθολογικού κόστους (δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών και του κόστους της γραφειοκρατίας) από την πλευρά του Δημοσίου.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της “Κ” (“η Ελλάδα επέστρεψε στην κανονικότητα μετά τα μνημόνια, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας όχι ακόμα, μήπως είναι η ώρα;”), είπε:
«Είναι γεγονός ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότεροι συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Καθώς έχουμε αφήσει πίσω μας τα δύσκολα μνημονιακά χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μισθοί πρέπει να αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω, πάντοτε όμως σε συνάρτηση με την αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής θέσης των επιχειρήσεων, οι οποίες δρουν σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό, ρευστό και απρόβλεπτο περιβάλλον.
»Ο ΣΕΒ ήδη το έχει πράξει, υπογράφοντας σχετικές συμβάσεις που αφορούν σε γενικούς και επιμέρους τομείς (σ.σ.: κλάδους) της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με γνώμονα τη δημιουργία συνθηκών εργασιακής ειρήνης και την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας».
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και ο συνυπόψηφιός της για την προεδρία του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος έχει δηλώσει σχετικά:
«Στον βαθμό που και οι εργαζόμενοι έχουν πλέον αντιληφθεί ότι ο στείρος συνδικαλισμός δεν οδηγεί πουθενά, αποδίδει καλύτερα μια συνεννόηση που θα είναι και προς το συμφέρον των επιχειρήσεων και προς την ασφάλεια της απασχόλησης, εφόσον μπορέσουν να δώσουν κάποια ευελιξία στις επιχειρήσεις, με αντάλλαγμα καλύτερες αμοιβές, περισσότερα χρήματα.
»Το δε κράτος χρειάζεται να συνειδητοποιήσει ότι δουλειά του δεν είναι να λέει πόσες ώρες θα δουλέψουν οι επιχειρήσεις και πόσες οι εργαζόμενοι. Αλλά να βεβαιώνεται ότι όταν ο εργαζόμενος εργάζεται παραπάνω ώρες, παίρνει τα λεφτά που δικαιούται»
«Ακουσαν» τον Μητσοτάκη
Με τις δηλώσεις αυτές, που απηχούν πλέον την αντίληψη που διαπνέει τους δύο διεκδικητές της προεδρίας του ΣΕΒ μετά την οριστική αποχώρηση του Δημήτρη Παπαλεξόπουλου, την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος, φαίνεται ότι ο συνδικαλιστικός φορέας των ελληνικών βιομηχανιών και επιχειρήσεων περνά σε μια νέα εποχή.
Και οι δύο φαίνεται ότι «άκουσαν» τις θέσεις που έχει διατυπώσει επανειλημμένως ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την ανάγκη «να υπάρξουν καλύτεροι μισθοί» ώστε να αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού σε επιχειρήσεις και κλάδους ολόκληρους (π.χ. τουρισμός), αλλά και τις σχετικές δημόσιες παρεμβάσεις του οικονομικού συμβούλου του Αλέξη Πατέλη.
Με τον τρόπο αυτόν εκφράζουν τη σύγχρονη αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι αποτελούν «κεφάλαιο» της επιχείρησής τους.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι η υπογράμμιση της κυρίας Τσέτη ότι «ενώ όλοι μιλάμε για την έλλειψη εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα εξειδικευμένου, κωφεύουμε στο να βελτιώσουμε τις οικονομικές απολαβές ώστε να έχουμε και καλύτερη πρόσβαση στο εργατικό δυναμικό, και καλύτερες εργασιακές συνθήκες”.
Τα «θεσμικά υπολείμματα» των μνημονίων
Ως πρός την εργασία, οι νομοθετικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων καταρρέουν ένας πρός έναν (από τις αρχές του 2024 επανήλθαν οι τριετίες και τα οικογενειακά επιδόματα, έχουν υπογραφεί κλαδικές συμβάσεις που ισχύουν για όλους μέχρι και το 2026 σε κλάδους όπως ο τουρισμός και οι εταιρείες πετρελαιοειδών, καθώς και δεκάδες επιχειρησιακές συμβάσεις με αυξήσεις και μπόνους παραγωγικότητας). Ο μοναδικός περιορισμός που απέμεινε είναι ο διοικητικός καθορισμός των κατωτάτων μισθών και ημερομισθίων με τον νόμο 4093/2012.
Ομως μετά από πέντε χρόνια πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, με μια ισχυρή κυβέρνηση που έχει μπροστά της άλλα τρία χρόνια διακυβέρνησης, το ζήτημα αυτό, όπως και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος –το οποίο επιβαρύνει τη μικρή επιχειρηματικότητα–, είναι ζητήματα τα οποία θα έπρεπε να έχουν αντιμετωπιστεί.
Ο πραγματικός «πονοκέφαλος» των βιομηχάνων
Αντιθέτως, για τους έλληνες επιχειρηματίες το μεγάλο ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν στη χώρα οι συνθήκες ώστε να ανταγωνιστούν με ίσους όρους τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της βιομηχανίας είναι το ενεργειακό κόστος, το ακριβό ρεύμα.
Στην Ελλάδα, το κόστος της MWh ανέρχεται στα 95 ευρώ, έναντι 46 ευρώ στη Γερμανία και 32 στη Γαλλία, λόγω του χαμηλού κόστους της πυρηνικής ενέργειας. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από έρευνα της ολλανδικής κυβέρνησης για τη σύγκριση των τιµών ηλεκτρικής ενέργειας σε µεγάλες βιοµηχανικές επιχειρήσεις στη Γερµανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, καθώς το πρόβλημα του άνισου ανταγωνισμού είναι μεγάλο και διογκώνεται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News