Hταν το πιο ανταγωνιστικό, το πιο απρόβλεπτο Ευρωμπάσκετ όλων των εποχών. Τα τρία μεγαλύτερα φαβορί για το «στέμμα» (η Σερβία, η Σλοβενία και η Ελλάδα, σύμφωνα με τα power rankings της FIBA) αποκλείστηκαν πολύ νωρίς. Οι τρεις «σούπερ-σταρ» της διοργάνωσης (Γιόκιτς, Ντόντσιτς και Γιάννης Αντετοκούνμπο) δεν έφτασαν, καν, στους ημιτελικούς. Την ίδια, κακή τύχη είχε και η τέταρτη επικρατέστερη για τον τίτλο, Λιθουανία. Μόνον η Γαλλία, η πέμπτη στη σειρά υποψήφια πρωταθλήτρια Ευρώπης, κατόρθωσε να διανύσει ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι τον κυριακάτικο τελικό του Βερολίνου. Την Κούπα, όμως, την κατέκτησε η Ισπανία (88-76), την οποία ελάχιστοι, εφέτος, είχαν πάρει στα σοβαρά, παρά τους πρότερους θριάμβους της.
Στα φιλικά ματς του περασμένου Αυγούστου την είχε νικήσει, με άνεση, και η Εθνική μας. Ιδίως μετά τον τραυματισμό του Σέρχι Γιούλ, που ήρθε να προστεθεί σε εκείνον του Ρίκι Ρούμπιο, το σενάριο ότι οι «φούριας ρόχας» θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μετάλλιο, έμοιαζε με… επιστημονική φαντασία. Στη θεωρία, το ρόστερ της ισπανικής ομάδας στο 41ο Ευρωμπάσκετ ήταν το πιο «φτωχό» των τελευταίων ετών. Οι παίκτες της, άπειροι. Μόνο τρεις (ο Ρούντι Φερνάντεθ και οι αδελφοί Ερνανγκόμεζ) από τους «12» είχαν παραστάσεις από ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Οι υπόλοιποι εννέα ήταν πρωτάρηδες. Αλλά στην πράξη, αυτή η -«ξεγραμμένη» από πολλούς- εθνική Ισπανίας, η οποία ακόμη βρίσκεται υπό κατασκευήν, κράτησε ψηλά το λάβαρο της μπασκετικής αυτοκρατορίας που την τελευταία 20ετία σαρώνει μετάλλια και τρόπαια.
Αυτό το τέταρτο «χρυσό» των Ισπανών στο Ευρωμπάσκετ λάμπει περισσότερο από τα τρία προηγούμενα (2009, 2011, 2015). Επειδή δεν κατακτήθηκε από τον Ναβάρο, τον Πάου και τον Μαρκ Γκασόλ, τον Ρέγιες, τον Μίροτιτς, τον Γιούλ, ή τον Ρούμπιο, αλλά από παίκτες που, στην πλειονότητά τους, δεν μας είχαν εκπλήξει με το ταλέντο τους. Η μεγαλύτερη επιτυχία του 61χρονου κόουτς, Σέρτζιο Σκαριόλο, του πραγματικού πρωταγωνιστή του τουρνουά, είναι ότι παρουσίασε μια ομάδα με «ποιότητα» μεγαλύτερη από το άθροισμα της ατομικής αξίας των παικτών της. Κάποιοι ξεχώρισαν, βεβαίως, όμως ο ιταλός προπονητής είχε τον τρόπο να πάρει πολλά από όλους.
Και στους τρεις νοκ-άουτ αγώνες της, η Ισπανία κατάφερε να «επιστρέψει» από διψήφιες διαφορές. Στο ματς με τη Λιθουανία, «μπροστάρης» της ανατροπής ήταν ο Λορέντζο Μπράουν. Ο φοβερός αμερικανός πλέι-μέικερ της Μακάμπι έγινε Ισπανός αυτό το καλοκαίρι, και το «θαύμα» του Σκαριόλο στην περίπτωσή του είναι ότι κατάφερε να τον εντάξει σε χρόνο – ρεκόρ στη «La familia», όπως περήφανα αυτοαποκαλείται η εθνική Ισπανίας. Με τη Φινλανδία έλαμψε ο Μπριθουέλα. Στον ημιτελικό με τη Γερμανία, ο Γκαρούμπα και ο Αλμπέρτο Ντίαθ. Στον τελικό με τη Γαλλία, ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ.
Η Ισπανία θριάμβευσε απρόσμενα στο Βερολίνο, για πολλούς και διάφορους λόγους. Επειδή διαθέτει μια μεγάλη δεξαμενή εξαιρετικών παικτών, ικανών να γεμίσουν αξιοπρεπώς τα κενά που παρουσιάζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Ντίαθ, ο οποίος κλήθηκε στην εθνική μετά τον τραυματισμό του Γιούλ. Επειδή οι σύλλογοι της λίγκας της δεν περιφρονούν γηγενείς μπασκετμπολίστες που μπορούν να διακριθούν σε δεύτερους ρόλους. Επειδή παίζει με τρομερό πάθος και απόλυτη συγκέντρωση στο στόχο. Επειδή ο Σκαριόλο, ο οποίος έχει κατακτήσει 8 μετάλλια στον πάγκο της, στο Βερολίνο έδωσε ρεσιτάλ διαχείρισης των παικτών του. Και -το κυριότερο- επειδή όλοι έχουν μάθει να παίζουν το ίδιο, μυαλωμένο μπάσκετ και να συνεργάζονται άψογα.
Αυτό είναι το μεγάλο «μυστικό» της διαχρονικής επιτυχίας των Ισπανών στο μπάσκετ: η μεθοδική δουλειά που την τελευταία 15ετία κάνει η ισπανική ομοσπονδία με το αναπτυξιακό της πρόγραμμα, όπως υπογράμμισε και ο προπονητής της Γερμανίας, Γκόρντον Χέρμπερτ. Από την ομάδα U14 μέχρι την U20, που αποτελεί τον προθάλαμο της εθνικής Ανδρών, τα νεαρά ταλέντα διδάσκονται το ίδιο στιλ παιχνιδιού, προπονούνται με τον ίδιο τρόπο, ακολουθούν τους ίδιους κανόνες (για παράδειγμα, να μην είναι ατομιστές και να μοιράζονται την μπάλα με τους συμπαίκτες τους), και όταν φτάνουν στη «μεγάλη» εθνική, «βρίσκονται όλοι στην ίδια σελίδα», όπως τόνισε ο Σκαριόλο. Η συνοχή της ομάδας που παρακολουθήσαμε στο Βερολίνο, ήταν αξιοθαύμαστη.
Η μεγάλη του μπάσκετ σχολή, γνωστή και ως «ισπανική πυραμίδα», αυτό το καλοκαίρι καμάρωσε τους μαθητές της, αγόρια και κορίτσια, να «σαρώνουν» σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις, όλων των ηλικιακών κατηγοριών. Εφτασαν σε 8 τελικούς, και κατέκτησαν 8 χρυσά ή αργυρά, παγκόσμια ή ευρωπαϊκά μετάλλια. Το ένατο, το χθεσινό στο Ευρωμπάσκετ, ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» γι’ αυτήν την υπερδύναμη, που κυριαρχεί στο άθλημα από την αυγή του 21ου αιώνα.
Από το 1999 μέχρι σήμερα, στα 11 πιο πρόσφατα Ευρωμπάσκετ, μόνο το 2005 έμεινε με άδεια χέρια (τερμάτισε τέταρτη). Στο διάστημα αυτό πανηγύρισε 4 χρυσά, τρία αργυρά και τρία χάλκινα ευρωπαϊκά μετάλλια – 10 στο σύνολο, ενώ από το 1935 έως το 1999 μετρούσε, μόλις, 4 (αργυρά και χάλκινα). Εχει κατακτήσει, επίσης, 2 χρυσά σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (2006, 2019) και 4 μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες (1984, 2008, 2012, 2016). Είναι, με διαφορά, η πιο επιτυχημένη εθνική ομάδα μπάσκετ του καιρού μας, η πιο… βαριά φανέλα της Ευρώπης. Ασφαλώς, ένα case study.
Η Γαλλία επένδυσε περισσότερο στο ατομικό ταλέντο συγκεκριμένων παικτών της, και στην άμυνα. Προχώρησε, ίσως, πιο μακριά απ’ όσο, πραγματικά, άξιζε, εκμεταλλευόμενη δυο… αυτοχειρίες: της Τουρκίας και της Ιταλίας. Η Εθνική μας πήγε στο Ευρωμπάσκετ με «όπλο» τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος, μάλιστα, περιλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης (ενώ ο Ντόντσιτς και ο Γιόκιτς, όχι). Οι εποχές που ένας δυο εξαιρετικοί μπασκετμπολίστες αρκούσαν για να κάνουν τις ομάδες τους ευτυχισμένες, ανήκουν στο παρελθόν. Με τον ανέλπιστο θρίαμβό της, η Ισπανία μας το θύμισε ξανά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News