Το «σύνθημα» ήταν ένα κάρφωμα του Κουφού στο καλάθι του Παναθηναϊκού. Πέντε λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, οι θεατές άρχισαν να αδειάζουν το Κλειστό του ΟΑΚΑ. Αμέσως μετά ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες. Για τους παίκτες της ομάδας αυτή τη φορά, κι όχι για τον Μπερτομέου, όπως είχε συμβεί κατά την παρουσίαση των «πεντάδων», υπό τον ήχο του ύμνου της Euroleague. Το θέαμα που παρουσίασε ο «Εξάστερος» ήταν τόσο οικτρό, ώστε κάθε διαμαρτυρία προς οιονδήποτε τρίτον είχε χάσει τη νομιμοποίησή της.
Χιλιάδες άδεια καθίσματα («κόπηκαν» μόλις 7.031 εισιτήρια) υπενθύμιζαν τη ζοφερή πραγματικότητα: ο Παναθηναϊκός έχει πολύ καιρό να παίξει ικανοποιητικό μπάσκετ. Δεν ενθουσίαζε, ούτε όταν κέρδιζε: την Μπάγερν Μονάχου, τη Ζαλγκίρις, τη Ζενίτ. Στην πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή του νίκη (επί της Ζενίτ στο ΟΑΚΑ) το ημερολόγιο έγραφε 7 Φεβρουαρίου. Υστερα ήρθαν οι ήττες. Εξι στα επτά τελευταία του παιχνίδια, και τέσσερις διαδοχικές. Η χθεσινή (Πέμπτη), από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας (66-97), ήταν η πιο βαριά. Οχι μόνον του αγωνιστικού του «κατήφορου», αλλά και της ιστορίας του. Με 31 πόντους διαφορά δεν είχε ηττηθεί ποτέ στο παρελθόν. Ούτε, καν, εκτός έδρας.
Στις 24 Ιανουαρίου, με ρεκόρ 13-8, η κατάκτηση μιας από τις τέσσερις πρώτες θέσεις της regular season έμοιαζε εφικτή. Αλλά, στη συνέχεια, κάποιο αόρατο χέρι γύρισε τον διακόπτη. Τώρα κινδυνεύει να μην τερματίσει ούτε στην «οκτάδα». Η εφετινή του πορεία, από τον Φεβρουάριο κι έπειτα, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την περσινή του -εκπληκτική- αντεπίθεση, που τον είχε οδηγήσει στα πλέι-οφ. Ο Ρικ Πιτίνο του 2019 ήταν ο «μάγος», που με δύο κινήσεις τακτικής και μερικές ενέσεις αυτοπεποίθησης τον είχε μεταμορφώσει σε νικητή. Ο Πιτίνο του 2020 τον βλέπει να βουλιάζει, ανήμπορος να αντιδράσει.
Ο κόουτς που σε όλη του την καριέρα φημιζόταν για την ικανότητά του να εμπνέει τους παίκτες του, τώρα καταφεύγει σε «τιτιβίσματα» για Θερμοπύλες και Σπαρτιάτες, τα οποία δεν βρίσκουν καμία, απολύτως, ανταπόκριση. Από την αρχή της χθεσινής αναμέτρησης ο Παναθηναϊκός έχασε σχεδόν όλες τις μάχες για την κατοχή της μπάλας, και το γύρισε στην «εύκολη λύση»: τα μακρινά σουτ. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να… σπάσει τα καλάθια. Στα δύο τελευταία παιχνίδια του είχε 8/50 τρίποντα. Και στα τέσσερα τελευταία, 24/102.
Ο παίκτης πιστεύει στον προπονητή του, όταν διαπιστώνει ότι το σχέδιό του τον οδηγεί στη νίκη. Και, αντιθέτως, τον απομυθοποιεί όταν η μια αποτυχία διαδέχεται την άλλη. Τότε, κάνει «του κεφαλιού του». Αυτό έχει πάθει ο Παναθηναϊκός, εδώ και αρκετές εβδομάδες. Δεν είναι ομάδα, αλλά ένα σύνολο ατόμων που παίρνουν πρωτοβουλίες στην επίθεση, αδιαφορώντας για τις συνεργασίες και -ακόμη περισσότερο- για την άμυνα. Το μαρτυρούν και οι αριθμοί. Οι «πράσινοι» διαθέτουν -μέχρι στιγμής- την καλύτερη επίθεση στη διοργάνωση, αλλά και τη χειρότερη άμυνα. Σε κάθε τους ματς δέχονται, κατά μέσον όρο, 85,5 πόντους. Με τέτοιο παθητικό και τόσο μεγάλη αστοχία στα σουτ πίσω από τα 6,75μ, είναι αδύνατο να νικήσουν.
Πριν από λίγες μέρες ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος προέτρεψε τους παίκτες του Παναθηναϊκού να «ματώνουν» τη φανέλα. Μακάρι, το πρόβλημα να ήταν τόσο απλό: η έλλειψη πάθους. Αλλά, δεν είναι. Ο Καλάθης, ο Παπαπέτρου, ο Τόμας, κι άλλοι, «τα δίνουν όλα». Είναι πολύ πιο περίπλοκο. Αυτή η ομάδα δεν μπορεί να παίξει το μπάσκετ του προπονητή της και, αντιστρόφως, αυτός ο προπονητής δεν διαθέτει παίκτες κατάλληλους για να υποστηρίξουν το σχέδιό του. Οχι επειδή οι επιλογές δεν είναι δικές του -ούτε πέρυσι ήταν-, αλλά γιατί το ρόστερ είναι πολύ φτωχό σε χαρισματικούς αμυντικούς.
Το παιχνίδι του Πιτίνο βασίζεται στη σκληρή άμυνα, την αθλητικότητα και τα περιλάλητα «deflections», που είναι… η πατέντα του. Ο περσινός Παναθηναϊκός έδινε μάχες στη ρακέτα του, σάρωνε τα ριμπάουντ, «αλλοίωνε» τις πάσες και τα σουτ των αντιπάλων του, έκλεβε μπάλες και έβγαινε συχνά στο ανοιχτό γήπεδο. Οι αιφνιδιασμοί ήταν το μεγάλο του πλεονέκτημα. Ενώ ο εφετινός, σχεδιάστηκε ανισόρροπα, μονοδιάστατα και επιπόλαια. Γέμισε με επιθετικό ταλέντο, όμως κανείς δεν σκέφτηκε πώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν τόσες αμυντικές «τρύπες» στην ίδια ομάδα: ο Φριντέτ, ο Ράις, ο Τόμας. Λείπει (πολύ) και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο…
Με τις μεταγραφές να έχουν ολοκληρωθεί, αυτό το κατασκευαστικό λάθος είναι πολύ δύσκολο να διορθωθεί, πλέον. Ούτε η αλλαγή προπονητή θα έλυνε το πρόβλημα. Κανένα «ηλεκτροσόκ», σαν αυτά που κατά καιρούς σκαρφίζεται ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, δεν μπορεί να βοηθήσει. Γι’ αυτό και ο αμερικανός κόουτς βρίσκεται σε απόγνωση, όπως άφησε να διαφανεί με τη χθεσινοβραδινή του δήλωση: «Από τότε που γύρισα, δεν είμαι χαρούμενος ούτε μια μέρα. Οχι με την προπόνηση, αλλά με το πώς αγωνιζόμαστε». Ο Ιαν Βουγιούκας περιέγραψε την κατάσταση (στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων) με μια γενναιότητα που σπανίζει στους έλληνες αθλητές: «Είμαστε άρρωστοι… Δεν ξέρω ποιο είναι το φάρμακο για να γιατρευτούμε… Θα ήμουν αστείος, αν έλεγα ότι θα πάμε στη Φενέρ να κερδίσουμε… Δεν θυμάμαι και δεν ξέρω αν έχω ζήσει στον Παναθηναϊκό τόσα άσχημα αποτελέσματα, και μάλιστα διαδοχικά».
Το ματς στην «Ούλκερ Αρίνα» (13/3) θα είναι κομβικό. Ακόμη κι αν σήμερα ηττηθεί από τη Χίμκι, η Φενέρμπαχτσε, εφόσον νικήσει τον Παναθηναϊκό, θα τον πιάσει στη βαθμολογία. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δρόμος του «Εξάστερου» προς τα πλέι-οφ θα στενέψει ακόμη περισσότερο, στις πέντε αγωνιστικές που θα απομένουν μέχρι το φινάλε της κανονικής περιόδου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News