Μπορεί να συνδυαστεί μια αντιπαράθεση με σοβαρά επιχειρήματα από –κατά τεκμήριο– σοβαρούς ανθρώπους και για ένα σημαντικό θέμα, με κίνητρα και επιδιώξεις που δεν είναι ούτε τόσο ακριβά και υψηλά ούτε υπεράνω υποψίας; Οσα ακολούθησαν στο ζήτημα της γνωμοδότησης Ντογιάκου (Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της απάντησης Ράμμου (πρόεδρος της ΑΔΑΕ) έδειξαν ότι αυτός ο κίνδυνος υπάρχει.
Η επόμενη μέρα της θεσμικής αντιδικίας μεταξύ των επικεφαλής των δύο θεσμών, του Αρείου Πάγου και της ΑΔΑΕ, βρίσκει όσους δεν μπορούν να συμμετάσχουν επί της ουσίας στον διάλογο (τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που δεν είναι συνταγματολόγοι) αρκετά μπερδεμένους.
Για δύο λόγους: Πρώτον, είναι αντικειμενικά δύσκολο ο μέσος πολίτης να κρίνει επί της ουσίας ποιος έχει δίκιο. Δεύτερον, τα επιχειρήματα που εκφράζονται μετατρέπονται σε κομματική παντιέρα και υπηρετούν τελικά συνθήματα τα οποία παραπέμπουν περισσότερο στην παραδοσιακή προεκλογική αντιπαράθεση παρά στην έκφραση θεσμικής ανησυχίας.
Ετσι, το ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο για το θέμα παρουσιάζεται με όρους διαφημιστικής καμπάνιας που αναζητά αξιοπιστία στους αριθμούς: «16 Συνταγματολόγοι εναντίον Ντογιάκου», διατυμπανίζει το πρωτοσέλιδο εφημερίδας προσκείμενης στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αναμενόμενο ήταν η απέναντι πλευρά να αποδομήσει αυτές τις προσεγγίσεις, υποστηρίζοντας για τους «16 Συνταγματολόγους» ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πρόκειται για πρόσωπα που είτε έχουν γνωστές κομματικές ταυτίσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, είτε διατηρούν προσδοκίες για μια καριέρα στην πολιτική με ένα από τα δύο κόμματα. Παράλληλα, πηγές σχολίαζαν ότι ένα από τα πρόσωπα που παρενέβη με θεσμικά επιχειρήματα «έφτασε να κάνει παραπομπές στον εαυτό του για να τεκμηριώσει την άποψή του».
Το θέμα έχει ασφαλώς συνέχεια. Οπως ανέφεραν την Πέμπτη «Τα Νέα», σε ρεπορτάζ της Μίνας Μουστάκα, υψηλά ιστάμενες πηγές της Δικαιοσύνης σημείωναν ότι η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου «είναι απόλυτα νόμιμη», εφόσον στηρίζεται στις αλλαγές που επέφερε προσφάτως ο νομοθέτης. Από την πλευρά των «αντιφρονούντων», η γνωμοδότηση χαρακτηρίζεται «αντισυνταγματική». Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο του ρεπορτάζ είναι οι εκτιμήσεις ότι το ζήτημα μπορεί να φτάσει σε βάθος χρόνου ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, «ακόμα και στο Συμβούλιο της Επικρατείας».
Επομένως, ενδέχεται να υπάρχει και εδώ θεσμική οδός που θα επιλύσει ένα ζήτημα το οποίο πολιτικοποιήθηκε με όρους ποδοσφαιρικού ντέρμπι, όπου αντί για τις αντίπαλες ομάδες, οι επισπεύδοντες στην πολιτική κονίστρα στρατεύονται πίσω από τα ονόματα λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Τον κίνδυνο από την πόλωση αυτού του τύπου ανέδειξε την Πέμπτη, με άρθρο του στην «Καθημερινή», ο συνταγματολόγος ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Αντώνης Μανιτάκης. Ο πρώην υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην τρικομματική κυβέρνηση του 2012 (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), ο οποίος ανέλαβε αυτή τη θέση μετά από πρόταση της Δημοκρατικής Αριστεράς, ανέφερε ως «ανησυχητικό» το γεγονός ότι μια «θεμιτή, κατά τα άλλα, αντιδικία (…) γίνεται αντικείμενο ανενδοίαστης κομματικής εκμετάλλευσης».
Ο ίδιος υπογράμμισε τους κινδύνους που προκύπτουν όταν «όταν η μια ή η άλλη ερμηνευτική θέση χρωματίζονται κομματικά και οι διαφωνούντες αντιμετωπίζονται από την κοινή γνώμη ως μίσθαρνα όργανα του ενός ή του άλλου κόμματος ή ως εγκάθετοι της κυβερνητικής ή της αντιπολιτευτικής παράταξης». Σε αυτή την περίπτωση «ο διάλογος βιώνεται ως πολιτικό-ιδεολογικό γεγονός και όχι ως μια διαφωνία θεσμικών παραγόντων».
«Θεσμικές διέξοδοι ευτυχώς υπάρχουν. Τελικός κριτής θα είναι, ούτως η άλλως, η Δικαιοσύνη. Σχετικά σύντομα και ο λαός. Μέχρι τότε τι εξυπηρετεί η ένταση;» διερωτάται ο κ. Μανιτάκης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News