Η ερμηνεία της Εμιλι Μπλαντ στην ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν «Οπενχαϊμερ» της έφερε φέτος την πρώτη της υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. Μπορεί να έχασε το πολύτιμο αγαλματίδιο, που πήγε την Ντι Βάιν Τζόι Ράντολφ για τον ρόλο της μαγείρισσας στην ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «Τα παιδιά του χειμώνα», ωστόσο τα βραβεία δεν λείπουν από την βρετανίδα ηθοποιό, η οποία είχε ήδη μια Χρυσή Σφαίρα και ένα βραβείο του Σωματείου των Ηθοποιών (Screen Actors’ Guild) για την καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς, για να μην αναφέρουμε τέσσερις υποψηφιότητες για Bafta και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Forbes, το 2020 ήταν μια από τις πιο ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς στον κόσμο.
Στα 41 της, η Εμιλι Μπλαντ περιβάλλεται από μια αύρα κύρους το οποίο, μερικές φορές, δεν αντιστοιχεί στις ταινίες που κάνει, παρατηρεί στον Guardian ο Γκάι Λοτζ, κριτικός κινηματογράφου της βρετανικής εφημερίδας και επικεφαλής κριτικός των βρετανικών ταινιών στο Variety. Και αν μοίραζαν τα Oσκαρ όχι για μεμονωμένες ερμηνείες, λέει, αλλά για τη συμπεριφορά του ηθοποιού, αναμφίβολα θα είχε πάρει αρκετά μέχρι τώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η αναμονή προκαλεί λιγότερη έκπληξη αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά στην φιλμογραφία της Μπλαντ, με εμπορικά μπλοκμπάστερ όπως τα franchise «Περιπέτεια στη Ζούγκλα» και «Ενα Ησυχο Μέρος», με εισπράξεις σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ η συμμετοχή της στο συγκριτικά υψηλών προδιαγραφών «Οπενχάιμερ» είναι πρόσφατη.
Εκεί που παλιότερα η καριέρα της Μπλαντ φαινόταν ομοιόμορφα μοιρασμένη ανάμεσα στην εκλεπτυσμένη αγγλική τέχνη και το εμπορικό Χόλιγουντ, επέλεξε σε μεγάλο βαθμό το δεύτερο χωρίς να κοιτάζει πίσω. Η τρέχουσα αξία της εκτιμάται στα 80 εκατ. δολάρια και πολλοί θα συμφωνούσαν ότι της αξίζουν επίσης μερικά βραβεία.
Εχουν περάσει 20 χρόνια από τότε που η βρετανίδα ηθοποιός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, μετά από κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις. Η άγνωστη μέχρι τότε Εμιλι Μπλάντ έλαμψε πρωταγωνιστώντας μαζί με την Νάταλι Πρες στο γλυκόπικρο «Καλοκαίρι του έρωτά μου» (2004) του Πάβελ Παβλικόφσκι, μια ωδή στον εφηβικό έρωτα, που μπορεί μεν να είναι εφήμερος αλλά παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.
Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκε στο Χόλιγουντ. Είχε πάει στο στούντιο της 20th Century Fox για να περάσει από οντισιόν για μια άλλη ταινία, όταν κάποιος τη ρώτησε αν θα έκανε δοκιμαστικό για έναν άλλο ρόλο που περιέγραψε ως «αυτό το μικρό πράγμα με τη Μέριλ Στριπ», γράφει το People. Παραλίγο να χάσει την πτήση της διαβάζοντας για τον ρόλο της πρώτης βοηθού της Μιράντα Πρίσλεϊ (Μέριλ Στριπ), που ονομαζόταν επίσης Εμιλι στην ταινία «Ο Διάβολος Φοράει Prada» (2006) η οποία θα γινόταν μεγάλη επιτυχία και η Μπλαντ γνωστή διεθνώς.
Οταν της τηλεφώνησε ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντέιβιντ Φράνκελ για να της ζητήσει να περάσει για άλλη μια οντισιόν της είπε: «Κοίτα, θα σου έδινα τον ρόλο, αλλά το στούντιο αναρωτιέται αν θα μπορούσες να φορέσεις κάτι πιο κομψό», θυμάται η Μπλάντ στη συνέντευξή της στο People, «Για να είμαι δίκαιη, φορούσα ένα φούτερ με κουκούλα και τζιν όταν πέρασα από οντισιόν», είπε.
Στην ταινία, η Μπλάντ υποδύεται την Εμιλι Τσάρλτον, που τρέχει συνεχώς αγχωμένη προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Μιράντα Πρίσλεϊ και να κρατήσει σε τάξη την Αντι Σακς (Αν Χάθαγουεϊ), τη νέα υπάλληλο και δεύτερη βοηθό της Μιράντα. Η Μπλάντ δήλωσε ότι η ταραχή της όταν ανησυχούσε για το αν θα προλάβαινε την πτήση μπορεί να λειτούργησε προς όφελος της τελικά, αλλά σίγουρα όχι το ντύσιμο της. Γεγονός, όμως, είναι ότι μπήκε στο καστ και όταν το έμαθε έκλαψε από συγκίνηση, όπως αποκάλυψε, προσθέτοντας ότι τα γυρίσματα ήταν πραγματικά απολαυστικά.
Η Μπλαντ εκμεταλλεύτηκε τον ρόλο της στο έπακρο. Η Εμιλι Τσάρλτον της αντιπροσώπευε μια γενιά νεαρών γυναικών, «πεινασμένων» για δουλειά στη μεγάλη πόλη και πρόθυμων να υποστούν οποιαδήποτε εκμετάλλευση προκειμένου να ανέβουν έστω και ένα σκαλοπάτι. Ηταν αρκετά καυστική, πνευματώδης και συγκινητική ταυτόχρονα ώστε να κερδίσει με την ερμηνεία της υποψηφιότητες για Bafta και Χρυσή Σφαίρα, μαζί με την πιο μακροπρόθεσμη ανταμοιβή της ποπ κουλτούρας που έχει διαφυλάξει τις ατάκες της.
Τα επόμενα χρόνια η καριέρα της Μπλαντ απογειώθηκε, με την ηθοποιό να διαλέγει ρόλους σε μια σειρά από διαφορετικά είδη, από ταινίες τρόμου μέχρι ρομαντικές κομεντί. Τα κατάφερε στους «Εγκλωβισμένους» («Wind Chill», 2007), που κυκλοφόρησε κυρίως σε DVD, αν και χωρίς να αναδειχθεί σε βασίλισσα του τρόμου. Και έκανε ό,τι έπρεπε στην ταινία εποχής «Βασίλισσα Βικτώρια: Τα Χρόνια της Νιότης» (2009), στον ομώνυμο ρόλο, αλλά η ερμηνεία της ήταν άνευρη, παρατηρεί ο Γκάι Λοτζ στον Guardian.
Βούτηξε για τα καλά στο αμερικάνικο indie (ανεξάρτητο κινηματογράφο), δίνοντας ωραίες ερμηνείες στις κωμωδίες «Στεγνό Καθάρισμα» (2008) και «Η αδερφή της αδερφής σου» (2011), αλλά οι ίδιες οι ταινίες δεν κατάφεραν να απογειωθούν. Και ενώ αποδείχτηκε κορυφαία του romcom στα «Ψαρεύοντας σολομούς στην Υεμένη» (2011) και «Ο πενταετής αρραβώνας» (2012), οι ταινίες κυκλοφόρησαν ακριβώς τη στιγμή που το ενδιαφέρον του mainstream κοινού για το είδος εξασθενούσε.
Το «Αντιμέτωποι με τον χρόνο» («Looper», 2012), ωστόσο, της άνοιξε έναν δρόμο για ταινίες δράσης, που δεν ήταν προφανής μέχρι εκείνη τη στιγμή. Στο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Ράιαν Τζόνσον, η Μπλαντ είναι σοφά επιλεγμένη για τον ρόλο της Σάρα, σκληροτράχηλης αγρότισσας από το Κάνσας και ανύπαντρης μητέρας, που μπορεί να κρατήσει ένα κυνηγετικό όπλο όσο οι καλύτεροι σε αυτό. Επιπλέον έδωσε στην ταινία το είδος της ζεστής ανθρώπινης διάθεσης, που έλειπε από τους συμπρωταγωνιστές της, Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ και Μπρους Γουίλις.
Ακολούθησε το υπέροχο blockbuster «Στα Ορια του Αύριο» (2014), του Νταγκ Λίμαν, στο οποίο υποδύθηκε την διάφανη συναισθηματικά Ρίτα Βρατάσκι, μια πολεμίστρια, που εξολοθρεύει αμέτρητους εξωγήινους στο πλευρό του Τομ Κρουζ, που παίζει τον στρατιωτικόν Μπιλ Κέιτζ.
«Στις ταινίες δράσης υπάρχει η συνήθεια να ισοπεδώνονται οι “ισχυροί γυναικείοι χαρακτήρες” υιοθετώντας μια υπερβολικά κυριολεκτική προσέγγιση του “ισχυρού” στοιχείου και παράλληλα παρέχοντας ελάχιστο βάθος στον χαρακτήρα αλλού», λέει στον Guardian η κριτικός κινηματογράφου Χάνα Φλιντ, επισημαίνοντας ακόμη ότι «Αυτό που μου αρέσει στη Μπλαντ σε ταινίες, όπως το “Στα Ορια του Αύριο”, είναι ότι οι χαρακτήρες της δεν είναι απλά αντίγραφα ο ένας του άλλου, ή ανδρικοί χαρακτήρες που αλλάζουν με βάση το φύλο, αλλά πολύπλευρα άτομα».
Στο κομψό αστυνομικό θρίλερ «Sicario: Ο Εκτελεστής» (2015) του Ντενί Βιλνέβ, η νέα κινηματογραφική περσόνα της Εμιλι Μπλαντ σε έναν ρόλο τυπικά αρσενικό. Υποδύεται αξιόπιστα μια νεαρή πράκτορα του FBI, η οποία προσπαθώντας να αποδείξει την αξία της και να κερδίσει τον σεβασμό ενός σκληροτράχηλου ανδροκρατούμενου περίγυρου, συνεργάζεται με τη CIA σε μια παράτολμη επιχείρηση εξάρθρωσης ενός πανίσχυρου μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών.
Στο σημείο αυτό η Μπλαντ είναι ήδη πολιτογραφημένη πολίτης των ΗΠΑ μετά τον γάμο της -το 2010- με τον Τζον Κρασίνσκι, αμερικανό ηθοποιό, σκηνοθέτη κα παραγωγό, πιο γνωστό για τον ρόλο του Τζιμ Χάλπερτ στην κωμική σειρά του NBC «The Office» (προβάλλεται στο Netflix).
Το Χόλιγουντ είναι πλέον η πατρίδα της βρετανίδας σταρ, όπου συνεχίζει να συμμετέχει σε εμπορικές ψυχαγωγικές παραγωγές αμφιβόλου ποιότητας. «Ο κυνηγός: Η μάχη του χειμώνα» (2016) απαιτούσε λίγα πράγματα από το ταλέντο της, ενώ οι διακυμάνσεις του συναισθήματός της ξεπερνούσαν το κατά τα άλλα ανόητο θρίλερ «Το κορίτσι του τρένου» (2016), έστω κι αν η ερμηνεία της της έφερε άλλη μια υποψηφιότητα για Bafta.
Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κρασίνσκι, που πρωταγωνιστεί επίσης μαζί με την Μπλαντ, στην ταινία τρόμου «Ενα Ησυχο Μέρος» (2018), το ζευγάρι υποδύεται τον πατέρα και τη μητέρα μιας κωφής κόρης και δύο γιων που ζουν σε μια απομονωμένη φάρμα στη μέση ενός δάσους βόρεια της Νέας Υόρκης, και προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο που κατοικείται από τυφλά εξωγήινα πλάσματα με οξεία αίσθηση ακοής. Η Μπλαντ διακρίθηκε στην ταινία, ειδικά σε μια σκηνή τοκετού γεμάτη ένταση. Το σίκουελ που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα της απέφερε περισσότερα χρήματα αλλά είχε λιγότερο δράμα.
Παραδόξως, ίσως, υπογραμμίζει ο Γκάι Λοτζ στον Guardian, η Εμιλι Μπλαντ αντιστάθηκε σε franchises υπερήρωων, ωστόσο δούλεψε για τη Disney, επιβεβαιώνοντας την αγγλικότητά της: μιμήθηκε υποδειγματικά την Τζούλι Αντριους στην ταινία «Η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει» (2018) και την θαρραλέα λονδρέζα εξερευνήτρια των αρχών του 20ου αιώνα στον Αμαζόνιο, δίπλα στον Ντουέιν Τζόνσον, στην παλιομοδίτικη «Περιπέτεια στη Ζούγκλα» (2021).
Η συμμετοχή της στο ανόητο βουκολικό ρομάντζο «Wild Mountain Thyme» (2020) ήταν μια αμήχανη στιγμή της καριέρας της. Επιστρέφοντας, όμως, στην τηλεόραση, η Μπλαντ υποδύθηκε τον πιο σημαντικό χαρακτήρα της εδώ και χρόνια, στη σειρά γουέστερν «The English», που διαδραματίζεται το 1890 στη μυθική Αμερικανική Δύση. Σε αντίθεση με άλλα γουέστερν, η σειρά «The English», του BBC σε συνεργασία με τα Amazon Studios (προβάλλεται από την CosmoteTV), επικεντρώνεται όχι σε έναν αμερικανό καουμπόη, όπως συνήθως, αλλά σε μια αριστοκρατική Αγγλίδα, την Κορνίλια Λοκ, που θέλει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο του γιου της.
Η Μπλαντ διοχετεύει την ενέργεια της Λοκ και στον χαρακτήρα της Κίτι Οπενχάιμερ, στη βιογραφική ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν για την ατομική βόμβα, σφραγίζοντας την υποψηφιότητά της για Οσκαρ με μια εκπληκτική σκηνή ανάκρισης, υπογραμμίζει ο Γκάι Λοτζ στον Guardian. Στη συνέχεια θα επιστρέψει στη διασκεδαστική πλην όμως ανόητη κωμωδία δράσης «The Fall Guy» (2024) του Ντέιβιντ Λιντς, βασισμένη στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980.
Ο Ράιαν Γκόσλινγκ υποδύεται τον Κολτ Σίβερς έναν συνταξιούχο κασκαντέρ που αναγκάζεται να επιστρέψει στην δουλειά, όταν ο πρωταγωνιστής σε ένα blockbuster εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Η Τζόντι Μορένο (Μπλαντ), η οποία υπήρξε σύντροφος του εξαφνισμένου, σκηνοθετεί το φιλμ με τη ζωή της να βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς πλησιάζει ολοένα και περισσότερο στην λύση του μυστηρίου γύρω από την εξαφάνιση του πρωταγωνιστή. Συμμετέχει επίσης στην κωμωδία «If» του συζύγου της, για μια νεαρή που ανακαλύπτει ότι μπορεί να «βλέπει» τους φανταστικούς φίλους των άλλων. Η Μπλαντ δεν έχει αποβάλει ακόμη τα λαϊκιστικά της ένστικτα, σχολιάζει δεικτικά ο Λοτζ.
«Το ότι η Μπλαντ κέρδισε σχεδόν 2 δισ. δολάρια χωρίς να έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες υπερήρωων δείχνει την απήχησή της στο box office», λέει στον Guardian η Φλιντ, «άρα θα ήταν κακό να θεωρηθεί πολύ μεγάλη για τον χώρο των blockbuster. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν θα της δίνουν ρόλους. Ωστόσο εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη κινηματογραφικών ιστοριών για τις γυναίκες που μπορούν πραγματικά να πρωταγωνιστήσουν φέρνοντας ένα πολύ ισχυρό αποτέλεσμα». Η Φλίντ θα ήθελε να δει τη Μπλαντ, στη συνέχεια, σε μια ταινία δράσης χωρίς αντίστοιχο ανδρικό πρωταγωνιστικό ρόλο: «Θα ήθελα πολύ να τη δω να χρησιμοποιεί τη δύναμη της σταρ για να υποστηρίξει γυναίκες σκηνοθέτες που εισέρχονται στον χώρο των υπερπαραγωγών».
Στο μεταξύ, αναρωτιέται κανείς, γράφει ο Γκάι Λοτζ στον Guardian (και σίγουρα αναρωτιέται ο ίδιος) αν η Εμιλι Μπλαντ θα νιώσει ξανά την έλξη για μια ταινία τόσο μικρή και ακατέργαστη όσο το «Καλοκαίρι του έρωτά μου» ή αν θα συνεχίσει να διοχετεύει το ταλέντο της σε τεράστιες παραγωγές όπως το «Οπενχάιμερ», καθώς εξακολουθεί να διατηρεί μια σπάνια και αξιοζήλευτα κερδοφόρο ισορροπία στην καριέρα της μεταξύ τέχνης και εμπορίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News