Πάθος, αυτοθυσία, βουτιές στο παρκέ. Καλή άμυνα. Εκπληκτικός Καλάθης. Συγκινητικός Θανάσης Αντετοκούνμπο (που είναι «ψυχάρα», κι όχι το «βύσμα» του Γιάννη). Σαφές πλάνο και σωστό rotation. Αλλά, ήταν αργά. Το… πουλάκι είχε πετάξει από την περασμένη Τρίτη, όπως είπε και ο Σλούκας. Από τη μέρα που κάναμε τη Βραζιλία να μοιάζει υπερομάδα, και επιτρέψαμε στον σχεδόν απόμαχο Βαρεζάο να μας μακελέψει, με 22 πόντους (48 ώρες μετά, στο ματς της Βραζιλίας με την Τσεχία, πέτυχε μόλις 2).
Εάν υπήρχε μια πιθανότητα να διορθώσουμε εκείνο το (μοιραίο) λάθος μας και να πιάσουμε το πουλάκι στον αέρα, μας τη στέρησαν οι διαιτητές. Δύο από τα πέντε φάουλ που έβγαλαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο εκτός αγώνα, ήταν εφευρέσεις τους. Ηταν το «ευχαριστώ» στον MVP του ΝΒΑ, που ταξίδεψε στην Κίνα για να γίνει το πρώτο όνομα και η μεγαλύτερη ατραξιόν του τουρνουά. Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει πάψει να «μετράει» για τη FIBA. Κι ας είναι Ελληνας, ο γενικός γραμματέας της.
Φυσικά, δεν φταίνε οι «γκρίζοι λύκοι» για τη νέα εθνική μας απογοήτευση. Δικαίως η Τσεχία μας άρπαξε τη θέση στις οκτώ καλύτερες ομάδες του Παγκοσμίου Κυπέλλου, γιατί σε όλα της τα παιχνίδια απέδωσε καλύτερα από τον μέσο όρο του ατομικού ταλέντου των παικτών της. Εμείς κάναμε το ακριβώς αντίθετο. Το πολυδιαφημισμένο μας «πιο ποιοτικό ρόστερ της δεκαετίας» δεν έφτασε πιο μακριά από τα προηγούμενα, τα λιγότερο ελπιδοφόρα. Στη θεωρία πηγαίναμε μέχρι για μετάλλιο. Στην πράξη, όμως, συμπληρώσαμε εννέα αποτυχημένες απόπειρες διάκρισης σε μεγάλες διοργανώσεις (τρία Παγκόσμια Κύπελλα, τέσσερα Ευρωμπάσκετ και δύο προ-Ολυμπιακά τουρνουά). Το χάλκινο μετάλλιο στην Πολωνία, το 2009, παραμένει ο τελευταίος μας θρίαμβος.
Πήγαμε στην Κίνα με όνειρα και φιλοδοξίες, όμως ο τίτλος του φαβορί, ποτέ, δεν μας βγήκε σε καλό. Ιδίως από το 2010 και μετά, αλλά και παλαιότερα: το 1991 στη Ρώμη, το 1999 στην Ντιζόν, το 2001 στην Αττάλεια, το 2003 στη Στοκχόλμη… Ολα μας τα κατορθώματα ήρθαν όταν κανείς δεν τα περίμενε. Το ’87, το ’89, και στην «άγια» διετία 2005-2006. Από τη στιγμή που το ματς με τη Βραζιλία άρχισε να «στραβώνει», η ομάδα έβγαζε έναν εκνευρισμό που θόλωνε το μυαλό της. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι παίκτες μου δεν έχουν αυτοπεποίθηση», έλεγε ο Θανάσης Σκουρτόπουλος την Κυριακή στη Media Day. Εφταιγε -τι άλλο;- η έντονη επιθυμία των διεθνών για μια διάκριση που όλη η χώρα προσδοκούσε.
Στα media και στα social media οι «κρεμάλες» έχουν, ήδη, στηθεί. Την αγαπάμε πολύ, την Εθνική μπάσκετ, γι’ αυτό στις αποτυχίες της γινόμαστε άδικοι μαζί της. Ισοπεδωτικοί, κυρίως απέναντι στους προπονητές της. Το 2012, που χάσαμε από τη Νιγηρία του Νταγκουντούρο, έφταιγε ο Ζούρος. Το 2013 ο Τρινκιέρι. Το 2014 ο Κατσικάρης. Το 2017 ο Μίσσας. Τώρα, για τους περισσότερους, ευθύνεται ο Σκουρτόπουλος. Αλλά, κακά τα ψέματα. Στα μεγάλα τουρνουά των 15 ημερών, περισσότερο από κάθε τι μετράνε τα… cojones του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Διαμαντίδη, του Σπανούλη, του Καλάθη, του Γιάννη. Οι προσωπικότητες των μεγάλων παικτών.
Το γνωρίζαμε και πριν από το τουρνουά. Ο Σκουρτόπουλος είναι ένας μεσαίου μεγέθους προπονητής, χωρίς εμπειρία head-coach σε υψηλό επίπεδο. Αλλά πριν από ένα μήνα δεν μας πείραζε που θα καθοδηγούσε την ομάδα στην Κίνα, επειδή είχαμε εμπιστοσύνη στους διεθνείς μας. Θυμηθήκαμε ότι είναι «λίγος», όταν οι παίκτες άρχισαν να μην «τα βάζουν». Είναι «τρελό», αν το καλοσκεφτείς. Ο κόουτς έκανε λάθη, και μάλιστα πολλά. Η ομάδα έμοιαζε αβοήθητη στο 5 εναντίον 5. Δεν βρήκε λύσεις, όταν οι άμυνες «ζώνης» μας εγκλώβιζαν. Είχε αστοχίες στο rotation. Αιφνιδιάστηκε από το παιχνίδι των Βραζιλιάνων. Και, κυρίως, ο Γιάννης δεν βοηθήθηκε όσο θα έπρεπε, όπως κι ο ίδιος ομολόγησε. Μακάρι στη θέση του να ήταν ο Ομπράντοβιτς. Ο Πέτροβιτς. Ο Ιτούδης. Ο Γκρεγκ Πόποβιτς, ακόμη καλύτερα. Αλλά, δεν φταίει μόνον ο Σκουρτόπουλος για το χαμένο μας όνειρο.
Στο θέμα του Γιάννη, πρώτα απ’ όλα. Πήρε τρία τέσσερα χρόνια στους Μπακς, πολλά εκατομμύρια δολάρια (για να αποκτήσουν καλούς σουτέρ) και μια αλλαγή προπονητή, προκειμένου να αξιοποιήσουν τον «Greek Freak». Εάν ο Σκουρτόπουλος το έκανε σε ένα μήνα, θα ήταν… ο μάγος Χουντίνι. Μεταγραφές, οι εθνικές ομάδες δεν μπορούν να κάνουν. Ο Ντόρσεϊ, που ήταν στο πλάνο, θα βοηθούσε πολύ, όμως προτίμησε να απέχει.
Ο Σκουρτόπουλος δεν φταίει, βεβαίως, και για την παροιμιώδη αδυναμία της Εθνικής στο μακρινό σουτ. Είμαστε, ίσως, η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει βγάλει έναν «Killer» εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι δουλειά του εκάστοτε ομοσπονδιακού τεχνικού να μάθει τον Καλάθη, τον Παπανικολάου, ή τον Παπαπέτρου να σουτάρουν. Ούτε να μη χάνουν οι παίκτες του τις μισές από τις ελεύθερες βολές.
Είχαμε κι άλλα «θεματάκια». Ο Νικ Καλάθης έκανε ένα πολύ κακό τουρνουά, προτού παίξει «το ματς της ζωής του» με την Τσεχία. Ο Σλούκας δεν ήταν στο 100%. Αγωνίστηκε «σφίγγοντας τα δόντια». Ο Μπουρούσης στα 36 του και ο Βασιλόπουλος βρίσκονται, πια, στη δύση της καριέρας τους. Ο Μάντζαρης δεν έχει ξαναβρεί τον καλό του εαυτό. Κάποια άλλα παιδιά έχουν δρόμο μέχρι να φτάσουν την οροφή τους. Οι δύο «Παπ» είναι υπερπολύτιμοι, όμως φαίνεται πως δεν χωρούν μαζί στην πεντάδα.
Και -πάνω απ’ όλα- ο Γιάννης θέλει χρόνο για να «δέσει» με την ομάδα και να προσαρμοστεί με το μπάσκετ της FIBA. Ουσιαστικά, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπαιξε με την Εθνική Ελλάδας σε ένα μεγάλο τουρνουά. Το 2014 ήταν μόλις 21 ετών. Το 2016, ένα σπάνιο αλλά άγουρο ταλέντο. Προς Θεού, μην τα βάλουμε τώρα και με τον Αντετοκούνμπο. Θα τον ξενερώσουμε. Θα δώσουμε πάτημα στον Χάρντεν και σε όσους ακόμη τον φθονούν. Το μόνο που θα καταφέρουμε, θα είναι να τον… ευνουχίσουμε. Οπως έχει κάνει η Αργεντινή με τον Λίο Μέσι.
Προσπάθησαν όλοι, όσο μπορούσαν. Παίκτες που έχουν κατακτήσει σχεδόν τα πάντα, θυσίασαν για την Εθνική την ξεκούρασή τους έπειτα από μια εξοντωτική σεζόν. Ιδίως ο Γιάννης, που είδε δεκάδες συναδέλφους του NBAers να περιφρονούν τις εθνικές τους ομάδες, και ο Σλούκας, που έκανε 12 ώρες θεραπεία κάθε μέρα για να προλάβει τους αγώνες. Στον πρωταθλητισμό, όμως, όλα -και όλοι- κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Που θα ήταν εντελώς διαφορετικό, εάν είχαμε αποφύγει ένα κακό ημίχρονο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News