Ξεσκονίστε λίγο τις μαθητικές γνώσεις σας. Και προσπαθήστε να απαντήσετε στο ερώτημα: μετά τον περίφημο «χρυσό αιώνα» του Περικλέους και της αθηναϊκής δημοκρατίας (που δεν ήταν και αιώνας), δεν υπήρξε τίποτε άλλο; Μόνον «χρυσός» και μετά σιωπή; Λέτε; Δεν υπήρξε, ας πούμε, στον επόμενο αιώνα η Ακαδημία Πλάτωνος, το Λύκειο του Αριστοτέλους, ιδέες, φιλοσοφία; Δεν υπήρξαν μεγάλα πράγματα;
Η κουβέντα με το Βασίλη Παπαβασιλείου έχει πάντα έναν… ερεθιστικό (της σκέψης) χαρακτήρα. Και έναν ιαματικό. Γιατρός σπούδαζε άλλωστε (για λίγο) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έτσι κι αυτή τη φορά. Μόνον που εδώ πρέπει να προσθέσουμε – έντονα – και τον υπαινικτικό χαρακτήρα. Ότι τι; Ότι δεν υπήρξαν μεγάλα μετά τον «χρυσό αιώνα»; Και όμως υπήρξαν. Κι ας τα έχουμε αφήσει στο ημίφως, ποντάροντας στο κλέος του «χρυσού». Ο υπαινιγμός; Μα το ότι μεγάλη δημιουργία, ιδεών κυρίως, μπορεί να υπάρχει μετά τα καλά καγαθά και στα πιο σκοτεινά και δύσκολα. Μάθημα αυτό. Από την αρχαιότητα…
Η κουβέντα λοιπόν με το Βασίλη Παπαβασιλείου μόνον αφορμή είχε το «Relax Mynotis», την παράστασή του που επέστρεψε στο Θέατρο Τέχνης (μαζί με τον Γιάννο Περλέγκα) ή την παλιά «Ελένη» του, του Γιάννη Ρίτσου, που έχει στο ενεργητικό της, χρόνια τώρα, απανωτούς κύκλους θαυμασμού και χειροκροτημάτων από το κοινό. Ακόμη και η πρεμιέρα της «Ελένης» του, το Σάββατο 18 Νοεμβρίου, στη Φρυνίχου, μόνον αφορμή ήταν. Προτιμήσαμε να μιλάμε για αρχαιότητες, λειψανομαχίες και θέατρο της πολιτικής και της… καλλιτεχνικής σκηνής. Και αυτά εν μέσω χειμώνα και ενός «καθεστώτος αδυσώπητης καλοκαιρίας». Με λίγες βροχές.
Από πού να ξεκινήσεις «όταν ένας κόσμος ολόκληρος στην Ελλάδα έχει γαλουχηθεί από τα 18 να έχει το όραμα της συνταξιοδότησης στα μάτια». Ειδικά, τότε, σε ημέρες «παχειών αγελάδων», στα τέλη του ’80. Στην Ελλάδα – δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στην κουβέντα μας ο Βασίλης Παπαβασιλείου – υπήρχε πάντα η… «συνταξία». «Τώρα ήρθε η ασυνταξία. Δια του στερητικού Α στη σύνταξη. Σε μια χώρα που έβγαζε στη σύνταξη ανθρώπους στα 40. Προώρως. Αυτό το πρόωρο, και του τοκετού ακόμη, είναι που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Αλλεπάλληλοι πρόωροι τοκετοί από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους μέχρι την ένταξη στην ευρωζώνη. Εξ ου και η εκτρωματική χροιά της ελληνικής εμπειρίας που συνδέεται με αυτούς τους πρόωρους τοκετούς».
Πιάνει στο στόμα του τα δημοσιογραφικά καταντήματα των ημερών. Και τα θέτει σε παραλληλία με τα θεατρικά: «Θητεύουμε και οι δύο σε πρώην επαγγέλματα που διαφυλάσσουν μια λαχτάρα, ένα αίτημα για κάποιες λειτουργίες. Όπως υπάρχει μια παλλαϊκή λαχτάρα να ανεβούμε σε σκηνή», προσθέτει καθώς μιλάμε για την πληθώρα ηθοποιών, παραστάσεων, την πλημμύρα θεάτρου ακόμη και σε ημέρες κρίσης. «Όλοι λαχταρούν να ανεβούν σε σκηνή. Και στην πολιτική σκηνή. Ο κόσμος μας υπάρχει μέσω αυτών των σκηνών».
Και μέσω της εικόνας. Παντού. Σε αυτές τις σκηνές, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που είχε θίξει ο Φωκίωνάς του, ο ήρωας της παράστασής του «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή». Όλα εικόνα. Σπεύδει να μου αποκαλύψει μια φράση ηρωίδας από ανέκδοτο ακόμη μυθιστόρημα: «Αν δεν γίνεις οθόνη, δεν θα σ’ αγαπήσω».
Πάντα θα υπάρχει, το συνεχίζει, μιλώντας για το θέατρο, «ένα λείψανο της φυσικής συμπαρουσίας των ανθρώπων, που είναι συμπαρόντες σωματικά την ώρα που κάποιος ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει». Μάρτυρες ο ένας της παρουσίας του άλλου. Όμως αυτό «θα είναι και ένα λείψανο της αρχαίας δημοκρατίας, που ήταν συμπαρουσία ζωντανών σωμάτων». Σε δύσκολες ώρες, όπως ας πούμε στην Κατοχή που λένε ότι ήταν από τις καλύτερες εποχές για το θέατρο, ή μέσα στη χούντα (π.χ. με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το ’70), παράγεται τελικά μια ανάγκη, η οποία «εκλύεται μέσα από τα σώματα των ανθρώπων». Από αυτή τη συνύπαρξη.
Τι να πει κάποιος για το σήμερα; «Όταν η πολιτική σκηνή υπάρχει ως καρικατούρα και ως πεδίον λειψανομαχίας». Η κρίση, προσθέτει, «έχει βάση υπαρξιακή. Και είναι η ήττα του κυρίαρχου πολιτικού τρόπου». Στην πολιτική σκηνή. Που, κατά τον ίδιο επισφράγισε ο Αλέξης Τσίπρας. Λειψανομαχίες λοιπόν; Ναι. Με λείψανα «ενός κόσμου που διατηρείται στο προσκήνιο για ευνόητους λόγους. Υπάρχει όμως το αίτημα της ποιότητας μιας άλλης σύναξης που έρχεται σαν υποκατάστατο την ώρα που οι μορφές της συνύπαρξης, οι επίσημες και αναγνωρισμένες, έχουν αποτύχει ή εκφυλιστεί. Γι’ αυτό και υπάρχουν ακόμη 150 άνθρωποι που στις 9 η ώρα λένε θα πάμε εκεί που υπάρχει ένας Σαίξπηρ, ένας Ψαθάς, ένας Μπέκετ, ένας Παπαβασιλείου. Αυτοί είναι μοχλοί που επιτρέπουν την εκδήλωση αυτής της ζήτησης, του να είμαστε μαζί. Είναι αυτό που λέει ο Σαίξπηρ: Η παράσταση δεν απευθύνεται σε όλους. Ο καθένας νιώθει διαφορετικά. Αλλά η συνύπαρξη των ανθρώπων μπροστά από μία σκηνή είναι πιστοποιητικό ύπαρξης. Εκεί έχουμε μάρτυρες γι’ αυτό που μας συμβαίνει. Έχουμε μάρτυρα το διπλανό μας ότι νιώσαμε, συγκινηθήκαμε, γελάσαμε…»
Μέσα από το «Σιχτίρ ευρώ», το «Relax Mynotis» ή την «Ελένη» που ανακάμπτει, τι έμαθε εκείνος, ή τι μαθαίνουμε εμείς για την Ελλάδα και τον Έλληνα, τελικά; «Απλώς κρατάμε την απορία για το τι είναι Έλλην. Τι είναι αυτή η παθολογική μοναδικότητα. Ένας κοινός παρονομαστής και των τριών έργων είναι αυτό, το κατόρθωμα του εαυτού. Ο εαυτός ως κατόρθωμα. Που είναι η άλλη όψη του νομίσματος στο οδυσσεϊκό μας στοίχημα, για την πολύτροπη νόηση. Διότι τελικώς το ελληνικόν συνδέεται με κάτι που το προσωποποιεί ο Οδυσσέας. Ανήκουν στον άνθρωπο, άλλωστε, και τα δύο ομηρικά έπη. Συνοψίζουν την ανθρώπινη περιπέτεια και την ανθρώπινη μοίρα. Γι’ αυτό και τα συνδέω με την έννοια του κατορθώματος. Και να μπεις στην Τροία, αλλά και να γυρίσεις από κει». Και στη μέση πάντα είναι ένας δημιουργός. «Με την έννοια του υψηλόφρονος καταφερτζή, δηλαδή του πρωταθλητή της επιβίωσης».
Η πολύφερνη «Ελένη» του, του Γιάννη Ρίτσου, πρωτακούστηκε σε αναλόγιο στην Πνύκα – μια και με έναν τρόπο όλο και κάτι αρχαίο παρεισφρέει σε τούτη την κουβέντα – και στήθηκε ως παράσταση το 2001. Λίγο προτού μπούμε στο ευρώ και «στην εποχή του πρόσκαιρου ελληνικού θριάμβου», όπως την χαρακτηρίζει ο αιχμηρός Βασίλης Παπαβασιλείου. Με πρώτο διδάξαντα το Νίκο Σακαλίδη (και του δραστήριου θεατρικού σχήματος της Θεσσαλονίκης «Ακτίς Αελίου»), συμπαίκτη και συνομιλητή στο αναλόγιο της Πνύκας. Επανήλθε δε η «Ελένη» οκτώ χρόνια μετά, στημένη για υπαίθρια θέατρα και χώρους στο εξωτερικό. Και τώρα επανακάμπτει, επίσης οκτώ χρόνια μετά την αναβίωσή της. Συμπυκνώνοντας πια «την εμπειρία των δύο πρώτων εκδοχών». Έχει λοιπόν αυτή η «Ελένη» μια ταυτότητα μνήμης για τους θεατές, που την είχαν αγκαλιάσει με θέρμη στις προηγούμενες εκδοχές. Του έχει μείνει, με δυο λόγια, αυτή η άφυλη (ουσιαστικά) εικόνα με το κραγιόν.
«Το θέατρο, πριν από την αναπαραγόμενη εικόνα των ειδώλων (σ.σ.: ιδέ σινεμά) ήταν μια υπόθεση θρύλου. Η ειδωλοποίηση άρχισε από την ώρα που η εικόνα του ηθοποιού, του σταρ όπως λέμε πια, έφτανε σε άπειρα σημεία προβολής ανά τον πλανήτη. Και αυτό συνδέεται με ένα είδος ευτελισμού», μποϊκοτάρει ακόμη και την εικόνα που έχει από την «Ελένη» του το κοινό που την χειροκρότησε. «Για να έχεις μια εικόνα της Σάρα Μπέρναρ, φερ’ ειπείν, θα έπρεπε να είσαι τη νύχτα που έπαιζε στο Μιλάνο ή στη Μαδρίτη. Και ως τεκμήριο είχες μόνον την αφήγηση εκείνου που την είδε και εκείνων στους οποίους αφηγήθηκε τις εντυπώσεις του από εκείνη τη βραδιά. Όταν αυτό που έχεις να δείξεις ως καλλιτέχνης πηγαίνει σε μεγάλο αριθμό, με αυτή τη συνθήκη πηγαίνεις και με το μικρότερο μέρος του φορτίου που κουβαλάς. Ίσως αυτός είναι ο νόμος κάθε μαζικότητας. Το έχω πει ξανά για τους σταρ. Έχουμε αστέρια άνευ στερεώματος». Θυμίζει, λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, αυτό που συμβαίνει με την πλημμύρα, τον πλουραλισμό αν το θέλετε πιο ευγενικά, στο θέατρο (μας). «Η αύξηση των σημείων εκπομπής παράγει στην καλύτερη περίπτωση αστερόσκονη».
Από την άλλη πλευρά, έχουμε την «τυραννία της γνώμης και του σχολίου». Δείτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ένα δίκιο θα του το δώσετε του σκηνοθέτη της ιστορίας μας. «Είναι η άλλη όψη του νομίσματος στην παγκόσμια εκφραστική δημοκρατία μας». Καθένας μας θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα και διεκδικεί να ανεβαίνει «στο προσκήνιο της φευγαλεότητας της γνώμης και γίνεται πρωταγωνιστής σε ένα θέατρο, στο οποίο παίζει ο εαυτός του». Και μπορεί να μην αφορά ή να μην αγγίζει, στα αλήθεια, τον κρινόμενο ή σχολιαζόμενο. «Είναι ζωτική ανάγκη για τον άνθρωπο η ανάγκη του θαυμασμού». Και κάπως έτσι, με like φευγαλέα και επιπόλαια, φτάνει να την διεκδικεί ή να την εισπράττει. Ψευδαίσθηση; Το ζήτημα πάντως για το Βασίλη Παπαβασιλείου είναι άλλο σε αυτή την «τυραννία του σχολίου». Πως μπορούμε να γίνουμε «φορείς μιας ευρυχωρίας που θα μπορεί να υποδεχθεί την επίδοση του Άλλου». Έλα ντε. Μπορούμε σε αυτές τις σκηνές (θεατρικές, πολιτικές και άλλες) που παίζουμε, με κάκιστες επιδόσεις, όλοι, να το καταφέρουμε; Ή θα συνεχίσουμε να παίζουμε και να σχολιάζουμε τις κάκιστες παραστάσεις μας;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News