Αν δεν είχαν βομβαρδίσει γενιές και γενιές με στιχάκια-τσίχλες, αν με τα τραγούδια τους δεν είχαν εκμαυλίσει κόσμο και κοσμάκη, δεν θα ’πρεπε να γίνεται καν λόγος για τα καμώματα και τις μεγαλοστομίες τους. Κάθε αναφορά σ’ αυτούς θα ήταν περιττή.
Τώρα δεν είν’ το ίδιο. Γιατί, πάμπολλες έφηβες γενιές έχουν γαλουχηθεί με τις ψεύτικες "κατασκευές" τους κι έχουν εμποτιστεί με στίχους όπως το σουξέ: «Μπορείς απόψε να βγεις μ' όλες τις τσούλες της γης / Βγες μπροστά, δυνατά, για νέους έρωτες / Να βρεις κορίτσια σωστά για να χαρεί κι η μαμά /Στην πυρά, στην πυρά, με τις ξενέρωτες».
Δεκαετίες ολόκληρες, μπουκώνουν το κοινό τους με δήθεν παθιασμένα αισθήματα και φτηνά κλισέ που βιδώνονται στο μυαλό του νεαρόκοσμου σαν σφήνες. Με γλώσσα τετριμμένη που καταγράφει το απολύτως τίποτα, χωρίς κανέναν ειρμό· και διαμορφώνοντας αντίστοιχα αισθήματα, στρεβλώνει τη ματιά πάνω στα πράγματα, παραχαράσσει την εικόνα της ζωής.
Δεν έχουν άραγε μερίδιο ευθύνης όλοι αυτοί για το γενικότερο ευτελισμό; Δεν έχουν βάλει το χεράκι τους κι αυτοί στον συναισθηματικό μας ξεπεσμό, στον ευνουχισμό της σκέψης;
Αν για τις αυθαιρεσίες των πολιτικών αναζητούνται ευθύνες –και πολύ σωστά– δεν πρέπει, άραγε, να αποτιμάται η δράση ανθρώπων που ο λόγος τους διαβρώνει συνειδήσεις, αλλοιώνει αισθήματα; Εξουσία είναι κι αυτό. Τεράστια. Επηρεάζουν κόσμο, διαμορφώνουν το (νεανικό) κοινό τους και προπαντός θησαυρίζουν απ’ αυτό. Μια μελέτη για τη συμβολή τους στη μετάλλαξη τού αισθήματος και την προώθηση του "αισθητικού" λαϊκισμού, θα είχε ενδιαφέρον.
Διάβαζα πρόσφατα, σε κάποιο σάιτ, δηλώσεις μιας από τις ελληνίδες σταρ, για τον λόγο που αποφάσισε να πουλήσει την αγαπημένη της Πόρσε:
«Αισθανόμουν ότι ήταν προκλητικό να κυκλοφορώ με λευκή Πόρσε σε τέτοιες εποχές. Βαρέθηκα την καταναλωτική μανία που χαρακτήριζε πολλούς, μαζί κι εμένα… Φάγαμε όλοι μας ένα γερό "χαστούκι", που σαν να μας ξύπνησε. Πρέπει να εστιάζουμε στην ουσία».
Με εντυπωσίασε το ηθικόν δίδαγμα τής Πρωθιέρειας και κόλλησα στη λέξη «ουσία». Πού τη θυμήθηκε ύστερα από 40 τόσα χρόνια την «ουσία»; Την οποία ξαπόστειλε νωρίς-νωρίς, από το ’74, αφότου ερμήνευσε (με εξαιρετική ευαισθησία, όντως) ένα-δυο τραγούδια στις «Μικρές Πολιτείες» του Σταύρου Κουγιουμτζή, σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου.
Έκτοτε αναμάσαγε ένα σωρό μεταλλαγμένα, στιχάκια πλαστικά, εμποτισμένα με τοξίνες. Και πλούτιζε. Δεν ήταν βέβαια η μόνη. Πανομοιότυπα αντίγραφα ενίσχυαν κατά καιρούς κι εδραίωναν το πρότυπό τους. Ανάγοντας σε life style μια παρακμιακή αντίληψη ζωής κι ισοπεδώνοντας κάθε έννοια στιχουργικής.
Τώρα είναι αργά κι ας λέει ότι "ξύπνησε". Αν είχε πράγματι ξυπνήσει, θα ’πρεπε να διερωτηθεί -κι η ίδια και όλες οι ‘απόλυτες’ ελληνίδες σταρ- πόσο συνέβαλαν στην άμβλυνση του νου, στην αλλοίωση των αισθημάτων του κοινού (τους). Αυτό θα ήταν ξύπνημα και μάλιστα γερό. Τα υπόλοιπα είναι εξίσου επιδερμικά, όσο και οι επίπλαστες στιχουργικές προτάσεις τους.
Καταγράφοντας αυτές τις σκέψεις, επιθυμώ περισσότερο να κάνω μιαν αναφορά, μια μνεία μικρή σε καλλιτέχνες που όλα αυτά τα χρόνια δεν ενέδωσαν στη φτήνια. Ο Μητσιάς, η Αφροδίτη Μάνου, ο Μάλαμας, η Γαλάνη, κάποιοι ακόμα. Σεβάστηκαν το κοινό τους, και το ταλέντο τους δεν το αντάλλαξαν με Πόρσε. Ενώ ήταν εύκολο να θησαυρίσουν πουλώντας κίβδηλα αισθήματα σε συσκευασία τσίχλας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News