Η δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Posso Entrare? Το An Ode to Naples», που έκανε πρεμιέρα στο 18ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης στις 23 Οκτωβρίου, είναι ηθοποιός, κινηματογραφική παραγωγός, περιβαλλοντική ακτιβίστρια, μητέρα τεσσάρων παιδιών και σύζυγος του διάσημου Στινγκ.
Βασικά, όμως, η Τρούντι Στάιλερ είναι πιο γνωστή με την τελευταία της ιδιότητα και δεν την ενοχλεί καθόλου να είναι κυρία του κυρίου, όπως έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή της στους βρετανικούς Times: «Είμαι το ίδιο χαρούμενη όταν με αποκαλούν κυρία Στινγκ αντί για Τρούντι Στάιλερ» εξήγησε τονίζοντας πως το όνομα δεν είναι αυτό που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου, αλλά η προσωπικότητά του.
Οσοι αναρωτιούνται, εξάλλου, για τη σχέση της με την Ιταλία, το πιθανότερο είναι ότι συνδέουν στο μυαλό τους την κυρία Στάιλερ με το οινοποιείο «Il Palagio» που διατηρεί μαζί με τον διάσημο σύζυγό της στο Μονταλτσίνο της Τοσκάνης.
«Με φώναζαν Σημαδεμένη»
Πολλοί λιγότεροι, δε, γνωρίζουν ότι γεννήθηκε στο Μπρομσγκρόουβ του Γούστερσαϊρ, ήταν η μεσαία από τις τρεις κόρες ενός εργάτη εργοστασίου –συσκεύαζε λάμπες– και μιας οικονόμου σε πλούσια σπίτια, και πως όταν ήταν δύο ετών είχε ένα τρομερό τροχαίο ατύχημα που της άφησε σοβαρά σημάδια στο πρόσωπο και χρειάστηκαν αρκετές πλαστικές επεμβάσεις για την αποκατάστασή της. Τα άλλα παιδιά στο σχολείο «με φώναζαν Σημαδεμένη. Είχα μόνο μια φίλη που είχε εκ γενετής ένα τεράστιο κόκκινο σημάδι στο πρόσωπο. Ηταν η σύμμαχός μου: εγώ ήμουν η Σημαδεμένη και εκείνη το Παντζάρι» αποκάλυψε.
Η υποκριτική ήταν η λύτρωσή της, παρά τις άγριες αντιρρήσεις του πατέρα της, που ήθελε να την κάνει «γραμματέα στο εργοστάσιο που δούλευε και ο ίδιος». Την ευτυχία τη βρήκε όταν κέρδισε μια υποτροφία για σπουδές υποκριτικής στο Bristol Old Vic Theatre School και μετακόμισε στο Λονδίνο.
Λίγο αργότερα, όταν έπαιξε τη νεαρή τσιγγάνα Εμα Τρίγκερλς στη σειρά «Poldark» (1975-1977), «οι πόρτες άρχισαν να ανοίγουν», ενώ σύντομα θα έμπαινε στη ζωή της και ο Στινγκ, με τον οποίο είναι παντρεμένη από το 1992 –αφού είχαν προηγηθεί δέκα χρόνια σχέσης και συμβίωσης– και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
Οπως έγραψε η Στάιλερ στον λογαριασμό της στο Facebook την επόμενη ημέρα της πρεμιέρας του ντοκιμαντέρ της, «η Ρώμη του επιφύλαξε μια υπέροχη, θερμή υποδοχή (με ένα μωρό ενός μηνός και έναν σκύλο να συμμετέχουν επίσης στο κοινό!)».
«Κάνοντας γυρίσματα επί δύο χρόνια, ερωτεύτηκα τη Νάπολη καθώς περπατούσα στους δρόμους της και γνώριζα τους ανθρώπους της. Η πόλη έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη εξαιτίας της εγκληματικότητας και της αστάθειας, ως ένα μέρος που οι άνθρωποι εγκατέλειψαν για να κάνουν μια καλύτερη ζωή αλλού. Αλλά αυτό που ανακάλυψα εγώ είναι ένας λαός περήφανος για την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης του, [άνθρωποι] που βάζουν όλη τους την ενέργεια και τη δύναμη στην οικογένειά τους, στην κοινότητα και στην τέχνη τους, και θέλουν να μείνουν και να εμπλουτίσουν την πόλη που αγαπούν. Συμμετέχουν οι Ντον Αντόνιο Λοφρέντο, Φραντσέσκο Ντι Λέβα, Ρομπέρτο Σαβιάνο, Κλεμεντίνο Ιένα και άλλοι» πρόσθεσε.
Το ντοκιμαντέρ, γράφει στον Guardian η Αντζελα Τζουφρίντα, ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας στη Ρώμη, ξεκινά στην υποβλητική συνοικία Σανιτά, όπου η Στάιλερ συναντά τον Αντόνιο Λοφρέντο, έναν ιερέα που μεταμορφώνει τις ζωές νεαρών ατόμων τα οποία διαφορετικά θα είχαν πέσει θύματα της εγκληματικής οργάνωσης Καμόρα· επισκέπτεται επίσης οικογένειες πολλών γενεών, που ζουν σε ισόγεια σπίτια, συνήθως μόνο με ένα δωμάτιο και μια πόρτα που ανοίγει στον δρόμο και είναι η μοναδική πηγή αέρα και φωτός.
Από το Μπρομσγκρόουβ στη Σανιτά
Η εξερεύνηση της Νάπολης θύμισε στην Τρούντι Στάιλερ την ανατροφή της: «Οταν ήμαστε παιδιά μπαινοβγαίναμε στα σπίτια του ενός και του άλλου, οι μαμάδες κουτσομπόλευαν, όλοι οι γείτονες είχαν την άδεια να σου βάλουν τις φωνές ή να σταματήσουν έναν καυγά και όλοι έπιναν τσάι όλη μέρα» είπε σε συνέντευξή της στον Guardian, πριν από την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο Auditorium Parco Della Musica της Ρώμης, το βράδυ της Δευτέρας.
«Υπήρχε ένα υπέροχο πνεύμα κοινότητας» θυμήθηκε, «Η μαμά μου βοηθούσε να γεννηθούν παιδιά όταν η μαία ήταν πολύ απασχολημένη· έτσι είχαμε αυτή τη ζωή και νομίζω ότι αυτό μου έδωσε την αυτοπεποίθηση να περιπλανηθώ στη Σανιτά… Μπορούσες να δεις τη ζωή να συνεχίζεται· χτυπούσα το ρόπτρο στην πόρτα και ρωτούσα: «Posso entrare?» (Μπορώ να μπω;)· μου απαντούσαν «certo» (φυσικά). Το επόμενο λεπτό ερχόταν ο καφές, ένα παιδί καθόταν στα γόνατά μου και αρχίζαμε να μιλάμε».
«Εχω ακούσει όλες τις ντόπιες ιστορίες που γεννούν την πολιτική του τόπου, ποιες είναι οι ανάγκες και τα δυνατά σημεία, και κομμάτι-κομμάτι έφτιαξα το καστ των χαρακτήρων μου» εξήγησε.
Η Στάιλερ είχε επισκεφθεί τη Νάπολη μόνο μία φορά στο παρελθόν, τη δεκαετία του 1990, για μια συναυλία του Στινγκ. «Δεν είχα καμία προηγούμενη εντύπωση από τη Νάπολη. Αλλά αναρωτήθηκα: “γιατί δεν έχω πάει;” Η πόλη είναι ασφαλής και γίνεται όλο και ασφαλέστερη. Είναι ένα πολυσύχναστο μέρος που ακμάζει. Νομίζω πως η Νάπολη βιώνει Αναγέννηση».
Μεταξύ των ανθρώπων που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ είναι και η Νόρα Λιέλο, μια 90χρονη που κολυμπάει μία ώρα την ημέρα στη Μεσόγειο «ό,τι καιρό κι αν κάνει» γράφει η Αντζελα Τζουφρίντα στον Guardian. H κυρία Λιέλο θυμάται την ημέρα του 1938, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ περιόδευσε στην πόλη μαζί με τον Μπενίτο Μουσολίνι, πριν οι δύο δικτάτορες σχηματίσουν στρατιωτική συμμαχία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο τέλος του πολέμου, επαναστάτες Ναπολιτάνοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, ξεσηκώθηκαν ενάντια στους ναζί κατακτητές τους, απαλλάσσοντας την πόλη από τα γερμανικά στρατεύματα χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων· και ο ξεσηκωμός τους έμεινε γνωστός ως «le quattro giornate di Napoli» («Οι τέσσερις μέρες της Νάπολης»). Η Λιέλο θυμάται ακόμη ότι παρακολούθησε την έκρηξη του Βεζούβιου το 1944, που στοίχισε τη ζωή σε 1.200 ανθρώπους.
Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται ακόμη ο ναπολιτάνος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο, διάσημος για το βιβλίο του «Γόμορρα» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), η δημοτική σύμβουλος της Νάπολης Αλεσάντρα Κλεμέντε, της οποίας η μητέρα σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τη Μαφία, καθώς και γυναίκες που συμμετέχουν στην οργάνωση Forti Guerriere, για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας και των γυναικοκτονιών.
«Εστιάζω πραγματικά στους ανθρώπους που έχουν παραμείνει (στη Νάπολη) επειδή θέλουν να κάνουν την πόλη τους καλύτερη και ασφαλέστερη» τόνισε στη συνέντευξή της στον Guardian η Στάιλερ. «Εχουν μια άγρια, αφοσιωμένη πίστη και εργάζονται όσο πιο σκληρά μπορούν για να είναι βέβαιοι ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι όσο πιο ασφαλείς και επιτυχημένοι γίνεται» τόνισε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News