(Ανάμεσα στα νυσταγμένα κεριά / στόματα πεινασμένα άσπρισαν κι όλο βογκάνε:
-Ποια ζωή χόρτασες, λαίμαργε Γαργαντούα;
Γιώργος Κοζίας, «41ος ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ», Στιγμή, 2012)
Γράφω ως θεατής καλόπιστος, όχι σαν κριτικός που βέβαια δεν είμαι. Κι άλλωστε, «ούτε ο Σαββόπουλος σκηνοθέτησε ως σκηνοθέτης που ασφαλώς δεν είναι, αλλά ως τραγουδοποιός» όπως ομολογεί στο προλογικό του σημείωμα.
Η ευφρόσυνη παράσταση του «Πλούτου» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση, αλλά προκαλεί συγχρόνως και εύλογη αμηχανία στο κοινό της, ένα μούδιασμα. Πρώτα απ’ όλα το γλωσσικό ήθος τής μετάφρασης συνιστά μιαν άλλη σχεδόν οπτική του Αριστοφάνη· το κείμενο μεταφρασμένο απ’ τον Σαββόπουλο διατηρεί την Αριστοφανική του αιχμηρότητα, και συγχρόνως διαπνέεται από μια ευγένεια γλώσσας (πλην της αυτοαναφορικότητας του Σαββόπουλου για την οποία θα μιλήσω παρακάτω). Έχουμε συνηθίσει ως τώρα τις πιασάρικες χυδαιότητες που καπελώνουν το κείμενο και κερδίζουνε τις εντυπώσεις. Αλλά αποκλείουν, αλίμονο, το στοχασμό.
Οι ερμηνείες των έμπειρων ηθοποιών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους στηρίζουν την παράσταση. Ο Παπαδημητρίου, ο Κουρής, ένας ευφυής και αεικίνητος Λούλης (Καρίωνας) καθώς κι η Αμαλία Μουτούση ως Πενία· ο λόγος της σαφής και καθαρός: η διαφοροποίηση φιλοπατρίας και εθνικισμού περνάει μέχρι και στον τελευταίο θεατή, ενώ η εύληπτη επιχειρηματολογία της υπέρ «της έντιμης λιτότητας, όχι της εξαθλιωμένης φτώχειας» αυτή και μόνο θα μπορούσε να αποτελέσει πρόταση ζωής. (Ίσως, έπρεπε να απουσιάζει μια υποψία τραγικού στη φωνή της αλλά μπορεί και να κάνω λάθος). Και κοντά σ’ αυτούς τα μέλη του χορού, η πανδαισία των χρωμάτων, η ζωντανή ορχήστρα συμβάλλουν σ’ ένα ευφρόσυνο αποτέλεσμα.
Η παράσταση όμως δεν απογειώθηκε. Γιατί όλως παραδόξως η μουσική τού Σαββόπουλου δεν άφησε κανένα στίγμα, ενώ δυο μεγάλες κοιλιές χαλάρωσαν τον ρυθμό της. Το στοιχείο όμως που μουδιάζει τον θεατή και σχεδόν υποσκάπτει την παράσταση είναι η αυτοαναφορικότητα του Διονύση Σαββόπουλου. Γίνεται ιδιαίτερα ενοχλητική στο σημείο εκείνο που ως Άγγελος-εξάγγελος ο ίδιος απευθύνεται στο κοινό: «… εγώ όταν σας τα έλεγα τότε, εσείς με πήρατε με τις πέτρες».
Όντως τα έλεγε. Αλλά σε τι ωφελεί να το υπογραμμίζει τώρα σαν να ’τανε κάνας Πατέρας-θεός που τα γεγονότα τον δικαιώνουν και βρίσκει ευκαιρία να μας κάνει κήρυγμα; Η κωμωδία διδάσκει λοξά και με χιούμορ πικρό, δεν κάνει ηθικοδιδασκαλία. Κουνώντας ο Σαββόπουλος το δάχτυλο στον θεατή, αποκτά ύφος δασκαλίστικο και χάνει το παιχνίδι.
Άλλωστε, όσοι θυμόμαστε -πολύ έντονα, βεβαίως- τον προφητικό χαρακτήρα της έγκαιρης καταγγελίας του στους Κωλοέλληνες, είναι περιττό να μας το ξαναθυμίζει. Ενώ όποιος δεν ξέρει, δεν πρόκειται να του προσθέσει απολύτως τίποτα (κυρίως τη στιγμή που σέρνεται στο πάτωμα). Ο μόνος που δικαιώνεται είναι ο Πατέρας-αφέντης, που μοιάζει να εκδικείται παίρνοντας τη ρεβάνς.
Επίσης, η κριτική του Σαββόπουλου για τους πολυέξοδους και γκλαμουριάρικους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 ή για τις κρατικοδίαιτες αναθέσεις, κανέναν δεν πείθει. Γιατί ο ίδιος είχε αναλάβει την τελετή λήξης, επιβάλλοντας τις δικές του επιλογές και αισθητική. Αλλά και οι περιοδείες του στα στρατόπεδα επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, με χρήματα από τον κρατικό κορβανά έγιναν. Κοντολογίς, ωραία είναι η κατακριτική, όμως κι η φωλιά μας πρέπει να ’ναι καθαρή.
Φεύγοντας απ’ την παράσταση, όλα τα μέτρησα. Κι ενώ δεν το μετάνιωσα που πήγα, όμως η αμηχανία και το μούδιασμα ζύγιασαν στην ψυχή μου περσότερο από την ευφορία της· βάρυναν μέσα μου σαν το κουρσούμι.
Υ.Γ.: Είδα την παράσταση στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας κι η τιμή του εισιτηρίου (20 ευρώ) παραήταν τσουχτερή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News