Πώς μία προσωπική ιστορία μπορεί να είναι συλλογική, ή αλλιώς του καινούριου βιβλίου του Αυγούστου Κορτώ με το Τρίτο Στεφάνι η θαυμαστή συγγένεια.
Το Τρίτο Στεφάνι
Η ιστορία της Ελλάδας από το 1936 ως και τη Μακρόνησο μέσα από δύο εκπεσούσες αστικές οικογένειες. Τόπος δράσης του Στεφανιού, πρώτα η Θεσσαλονίκη, κατόπιν η Αθήνα. Πλήθος προσώπων γεννώνται και αναπτύσσονται ως ήρωες. Ο πεζογράφος τους «τρώει» στην πορεία. Στην θέση της μίας ιστορίας αλληλοκαλυπτόμενες αφηγήσεις ξεδιπλώνονται, σαν ομόκεντροι κύκλοι. Συνεχείς εκκρεμότητες αφήνονται, μιας αγωνιώδους καθημερινότητας μέσα από έναν φλεγόμενο, προφορικό λόγο, που βρίθει «κλισέ» εκφράσεων. Από το πρώτο ήδη κεφάλαιο δίδεται ήδη ένα πλήθος ηρώων, ενδεχομένως αποθαρρυντικό για τον αναγνώστη. Μια τεράστια οικογενειακή σάγκα δείχνει να ακολουθεί. Ο λόγος ρέει όμως, και το ύφος κουβεντιαστό αίρει την όποια δυσκολία συναντά κανείς στους χαρακτήρες.
Η Ελλάδα του Στεφανιού αλλάζει ιστορικά, πεδίο δράσης για συγκρουόμενες οικογένειες, ανήμπορες να προσαρμοστούν μέσα στο δράμα της αλλαγής. Η αφηγήτρια Νίνα μισεί την κόρη της, θρέφει απέραντο θυμό. Έναν θυμό αναιτιολόγητο, τον δομεί μονάχα συναισθηματικά. Τόσο, ώστε να χάνεσαι στην αφήγηση και να μην μπορείς εξαρχής να καταλάβεις ποια μιλάει για ποια και πού ακριβώς βρίσκεσαι χρονικά.
Ο λόγος του Κώστα Ταχτσή – Πλοκή
Ονόματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται απότομα. Μα ύστερα ο χείμαρρος του λόγου του Ταχτσή σε παρασέρνει σε ένα λογικοφανές παραλήρημα. Δείχνουν όλα τόσο αληθή, σα να τα έχεις ζήσει και εσύ. Η Νίνα μιλάει μόνη της, μόνη της καταλαβαίνει. Δε νιώθει καμία υποχρέωση να σου εξηγήσει περισσότερο. Εσύ τη διαβάζεις ακούγοντας, κι απολαμβάνεις. Οι συνειρμοί την πηγαίνουν αναρχικά όπου θέλουν. Το συναίσθημα καθορίζει και τον συγγραφέα και την ηρωίδα του.
Μία Αρσακειάς, καλής οικογενείας, σου δημιουργεί τόσες απορίες, λύνοντάς τες με νέους κόμπους, μέσα σε έναν αέναο κύκλο ερωτηματικών. Γι' αυτό και πρόκειται για παραλήρημα. Τα συνεχή ερωτηματικά, σαν ερωτικές εκκρεμότητες, σε κομποδένουν μέσα στην ιστορία ώστε ενώ δεν καταλαβαίνεις, να μην μπορείς να ξεφύγεις από τη δίνη. Οι ήρωες πράττουν ακατανόητες πράξεις, γιατί ο Ταχτσής δεν κάνει ψυχανάλυση, αλλά ψυχογραφία. Αν προχωρούσε σε ψυχανάλυση, ίσως μας έβγαζε την αιτία.
Μια κάποια λύση παρουσιάζεται λίγο πριν το τέλος, όπου και ο απολογισμός. Η Νίνα δείχνει να κατανοεί πόσο έσφαλε η κυρα-Εκάβη, λίγο πριν πεθάνει. Όμως, η κάθαρση είναι πλαστή. Η ηρωίδα τίθεται στη διάθεση του αναγνώστη. Κι άλλον άντρα παίρνει. Παρασύρεται στα δικά της, κάνει τα ίδια λάθη και η λύση χάνεται μέσα στην ανεξήγητη οργή. Τελικά ο Ταχτσής το γυρίζει στο σκότος, και λύση στην τραγωδία δεν υπάρχει. Η Νίνα καταλήγει κάνοντας εκείνα για τα οποία κατηγορεί την Εκάβη.
Ειλικρινής λόγος, αληθινό ξεγύμνωμα ψυχής, με τις διαστρεβλώσεις των γεγονότων που επιφέρει η απόλυτα συναισθηματική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Η Νίνα αναπλάθει τον λόγο της Εκάβης, μεταφέροντάς μας στα πάθη μιας άλλης οικογένειας. Ο λόγος της Νίνας δεν αφήνει χώρο στους άνδρες. Οι άνδρες στο Στεφάνι είναι μόνο θύματα και συνάμα αντικείμενα μίμησης από τις γυναίκες. Δηλαδή, οι γυναίκες οικειοποιούνται τον ανδρικό λόγο, τον εκφέρουν ως γυναικείο και δικό τους. Το παρελθόν εισβάλει στο παρόν, μπολιάζοντάς το με αληθινές αφηγήσεις που μοιάζουν πλαστές. Τη μια θέλεις να χρεώσεις στη Νίνα τα όσα τραβάει, την άλλη την πιστεύεις. Οι αλήθειες της καθημερινότητας είναι περισσότερες από μία. Εύκολα συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν. Οι ανακολουθίες αφήνουν ένα κενό στον αναγνώστη, κενό τόσο γεμάτο από αντικρουόμενα δεδομένα, που σε γοητεύει.
Μία τραγωδία δίχως κάθαρση – η θέση της ιστορίας
Το κενό, βέβαια, έγκειται στην έλλειψη κάθαρσης. Διότι το Τρίτο Στεφάνι είναι μια τραγωδία δίχως κάθαρση. Η μεροληψία της αφήγησης ανατρέπεται από την προβολή των γεγονότων στα καθ' ημάς. Λόγου χάρη, λέει κάτι η Νίνα για την Αριστερά. Διαφωνείς μαζί της, διότι το αιτιολογεί συναισθηματικά και μικροαστικά. Λες, ορίστε, μία ξεπεσμένη Αρσακειάς, αναμενόμενο. Έπειτα το προβάλλεις στα δικά σου βιώματα, νιώθεις να συμφωνείς. Μα πριν προλάβεις να αποφασίσεις, έρχεται στην αφήγηση ένα άλλο συμβάν, σεξουαλικό αυτή τη φορά, και μπαίνει άλλο ερώτημα.
Καθώς ο Ταχτσής δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά το συναίσθημα, τις αντιδράσεις των γυναικών απέναντι στα συμβάντα, τις βάζει να αναλύουν εκτενέστερα γεγονότα τα οποία σήμερα θεωρούμε επουσιώδη και να ξεπετάνε «σημαντικότερα». Και η ιστορική αλήθεια δεν είναι μία, σίγουρα όχι η μία της σχολικής ιστορίας.
Το Τρίτο Στεφάνι ή το λατρεύεις ή το μισείς. Αν γυρεύεις να διαβάσεις νεοελληνική ιστορία, θα απογοητευτείς από το μικροαστικό παραλήρημα. Αν γυρεύεις να διαβάσεις αιτιολογημένη αφήγηση, θα απογοητευτείς από τις αλλοπρόσαλλες εγγραφές ιστορικών γεγονότων πάνω σε ναυαγισμένους ανθρώπους. Αλλά αν γυρεύεις απλώς να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο, θα σε γοητεύσει. Γιατί ο Ταχτσής, ενώ δεν θέλει να σε διασκεδάσει, σε διασκεδάζει με την προφορικότητα, σου ψιθυρίζει στο αυτί ένα παράλογο μίσος μανάδων προς τις κόρες τους αλλά και προς τους άνδρες τους, τόσο ρεαλιστικά που αρχίζει να μοιάζει λογικό.
Το βιβλίο της Κατερίνας
Στο βιβλίο του Κορτώ η ιστορία έχει παρόμοια θέση. Η ιστορία δύο οικογενειών και εδώ, με τις δυσκολίες και τις χαρούμενες στιγμές της να μη τις χαίρονται. Ο λόγος είναι ιδιαίτερα προφορικός, με ύφος κουβεντιαστό και εξομολογητικό. Ρέει φυσικά, ενώ η χρήση παροιμιών και δημωδών εκφράσεων μας κάνει, μέσα σε επιτυχημένα περικείμενα, να συγκινούμαστε. Τα χρονικά άλματα συνεχή, αφού ο συνειρμός οδηγεί την αφηγούμενη. Ωστόσο, υπάρχει και μία ψύχραιμη γραμμικότητα, κάνοντας το βιβλίο περισσότερο αναγνώσιμο. Τα γλωσσικά άλματα είναι επίσης συνεχή, από την καθαρεύουσα στον εκκλησιαστικό λόγο, από τα καλιαρντά στα Σαλονικιώτικα και τούμπαλιν. Παράδειγμα: Στην ίδια σελίδα η ύπαρξη εκκλησιαστικού «σύλληψις, καίτοι μη άμωμος» λόγιου «μαγικήν εσπέρα» και τελικά η ανατροπή με μια σαρκαστικά γαλλιστί «κλου». Τα γαλλικά ανατρέπονται εκ νέου με σαλονικιώτικο ιδίωμα και βιωματικότερη αφήγηση «μελέκι μου». Έτσι μιλάμε όμως. Δεν μιλάμε με όρια όταν εξομολογούμαστε, όλα μαζί βγαίνουν, τουρλού! Το υβρεολόγιο, η επιθετικότητα της μητέρας, όλα εκείνα τα οποία λέμε στη καθημερινή ζωή, μα δεν τολμάμε να γράψουμε είναι εδώ. «Σιχαμένο πλάσμα!» αναφωνεί, ενώ η Κατερίνα μας δείχνει πώς στα αδύναμα πλάσματα τα λόγια μπορούν να τα τσακίσουν, όταν σε άλλους δεν σημαίνουν τίποτα.
Η ιστορία στον Κορτώ δεν υπάρχει τόσο στο παρασκήνιο, γεγονός το οποίο κάνει το βιβλίο ευκολότερα αναγνώσιμο. Τα πάμπολλα πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται εντός των αντικρουόμενων αφηγήσεών τους αρκετά όμοια με τον Ταχτσή. Ωστόσο, το ίδιο το αφηγούμενο Κατερινάκι δεν προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα στον αναγνώστη. Παρά την έλλειψη γραμμικότητας, τη συμπαθείς από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς διαλείμματα. Επίσης, οι άνδρες στο βιβλίο της Κατερίνας δεν ευνουχίζονται όπως στο Τρίτο Στεφάνι. Χάνουν τις ιδιότητές τους μεν, η Κατερίνα οικειοποιείται τον λόγο τους, αλλά δεν τους θάβει όπως η Νίνα. Η γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο και εδώ, με ένα απολαυστικό μείγμα Σαλονικιώτικων, Πολίτικων και καλιαρντών. Ωστόσο, ενώ στο Τρίτο Στεφάνι η οικειοποίηση του λόγου των ανδρών από μια γυναίκα και το εκφερόμενο παραλήρημα οδηγεί τους άνδρες στην ανυπαρξία, στο βιβλίο της Κατερίνας, η ίδια η αφηγήτρια πληρώνει την επιλογή της.
Ο βλαβερός έρως
Ο έρωτας, η νυμφομανία, το μακρύ ερωτικό νήμα που τραβά μακριά πίσω στην ιστορία της οικογένειας, το παρακλάδι της παράνοιας, εθνικής ή οικογενειακής, παρουσιάζεται δίχως αναστολή από τον Κορτώ. Ο Ταχτσής περιγράφει πώς η Νίνα «τρώει» το ένα μετά το άλλο τα στεφάνια της, αλλά απλώς υπονοεί αυτή τη μανία. Ο Κορτώ την καταγράφει σε όλο της το μεγαλείο. Η ιστορία της Κλειώς προσομοιάζει (μέχρι και στον τίτλο του κεφαλαίου) με εκείνη της Νίνας. Είναι ένθετη όμως, αφού η Κατερίνα επιλέγει ένα στεφάνι μόνον, έναν έρωτα μη βλαβερό και αντί να καταστρέφει τους άνδρες, όπως η Κλειώ, καταστρέφει τον εαυτό της. Οι ήρωές του λειτουργούν βάσει συναισθήματος. Το θυμικό (θετικό ή αρνητικό) έχει όλη την εξουσία πάνω τους, όπως και στην Εκάβη του Στεφανιού. Η αρέσκεια στην αφήγηση της δυστυχίας, εκείνο το βίτσιο της Εκάβης να δραματοποιεί όσα της συμβαίνουν και να υπερβάλει, είναι επίσης εδώ, αφού «όταν σκορπάς τη δυστυχία σου σαν τη γρίπη, σ' όποιον βρεθεί μπροστά σου, κάπως σαν να λιγοστεύει».
Όσοι θέλουν να γλιτώσουν από την παράνοια, αποχωρούν. Η Μαριάν στο βιβλίο της Κατερίνας, η Ελένη στο Τρίτο Στεφάνι. Στο Στεφάνι οι στιγμές γαλήνης δείχνουν να απουσιάζουν. Ενδεχομένως στο Τρίτο μέρος δημιουργείται μια εύθραυστη ισορροπία. Μα εκ των έσω βράζει η δυνατότητα της αφηγήτριας να τα τινάξει όλα στον αέρα. Στο Βιβλίο της Κατερίνας, από την άλλη, υπάρχουν στιγμές γαλήνης, αληθινές στιγμές ευτυχίας και δημιουργίας. Ένα παιδί γεννιέται, μαθαίνει να μιλά, μεγαλώνει και μας συγκινεί η άφατη αγάπη της Κατερίνας για εκείνο. Το παιδί του Στεφανιού, αντίθετα, τραβά των παθών του τον τάραχο. Αυτά τα ενδιάμεσα διαλείμματα φωτός δίνουν περισσότερη ελπίδα στον αναγνώστη της Κατερίνας.
Απενοχοποιημένη διακειμενικότητα
Ο Κορτώ δεν ντρέπεται να δηλώσει τις πηγές του. Το βιβλίο της Κατερίνας είναι σχεδόν ναός της διακειμενικότητας. Ταινίες, βιβλία, τραγούδια, όλα δίνονται, κατά το σεφερικόν «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» . Ο Ταχτσής, αντίθετα, τα κρύβει, τοποθετώντας μιαν αόριστη συνάντηση της ηρωίδας του με λογοτέχνες της εποχής σε ένα συσσίτιο. Δηλαδή, ο Κορτώ παραδέχεται τη διακειμενικότητα του έργου του, ενώ ο Ταχτσής μοιάζει να θέλει να δηλώσει «αυτοφυής» και έξω από όλα. Πάλι versus το κάναμε. Σόρι.
Η ηρωίδα της αφήγησης, η Κατερίνα, είναι τρυφερή απέναντι στο παιδί της και δεν το κατηγορεί διαρκώς όπως η Νίνα του Στεφανιού. Γι' αυτό και του δίδει το μακάβριο δώρο της αυτοκτονίας της. Το ίδιο τρυφερή είναι και απέναντι στους πολλούς ήρωες των οποίων τις ένθετες ιστορίες αφηγείται. Δείχνει κατανόηση καθώς καταγράφει ετούτη την πολυπρόσωπη σάγκα, από μία οπτική γωνία πολλαπλής σκοπιάς. Γι' αυτό εν τέλει χάνει το μυαλό της, γιατί σκέφτεται και κατανοεί τους πάντες, ενώ ουδείς κατανοεί την ίδια, πλην του Τάσου. Ο Κορτώ, ίσως λόγω της ιατρικής του σπουδής και της ενασχόλησης με την ψυχανάλυση καταφέρνει να δίνει ορισμούς του προβλήματος. Κάτι το οποίο ελλείπει από το Τρίτο Στεφάνι. Παρ' όλα αυτά, όμως, δεν κάνει ψυχανάλυση, αλλά λογοτεχνία, αφού είναι οι λεπτομέρειες της περιγραφής που φέρνουν την κάθαρση.
Η θέση της ιστορίας
Η ιστορία στο Βιβλίο της Κατερίνας βρίσκεται στα μετόπισθεν, αλλά πανταχού παρούσα, με περισσότερο κοινωνικές εκφράσεις της. Η Καταστροφή ξαποστέλνει μια οικογένεια στο Κουλέ Καφέ της Σαλονίκης. Ο εμφύλιος, για τους καθηγητές «συμμοριτοπόλεμος», ενώ ήταν «πόλεμος κανονικός, με ήρωες και καθάρματα» είναι λογικό για ένα παιδί να βλέπεται ως αρχαία τραγωδία με θεία δίκη και την πρέπουσα κάθαρση στο τέλος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι επικαλούνται εμπλοκή στα ιστορικά γεγονότα. Έγινε πόλεμος, πήρα μέρος. Αλλά η Κατερίνα «ο πόλεμος θα καταπιεί την Ελλάδα, μα ο πατέρας μου δεν θα υπηρετήσει». Αυτή η ιστορία του ελάσσονος, του απλού μέσου ανθρώπου που έτυχε να βρεθεί πέριξ ενός συμβάντος ιστορικού, είναι πειστικότατη και απολαυστική. «Και τι έκανες εσύ;». Ωσάν να λέμε πως δεν υπήρξε καμία οικογένεια με αντικρουόμενες πολιτικές αφετηρίες και δεν υπήρξαν αντιφάσεις. Και η Χούντα την οποία έχουμε λυσσάξει να λέμε ότι δεν τελείωσε το '73; Το σύνηθες και πολιτικώς ορθό εθνικό αφήγημα είναι «καταπίεση- συνταγματάρχες- έκανα κι εγώ αντίσταση». Η αφηγήτρια Κατερίνα, αντίθετα, δεν έχει να πει αντιστασιακές πράξεις και πολιτικές παράτες. Με αφτιασίδωτη ειλικρίνεια, παρουσιάζει έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος επιλέγει την «ενοχή της απραξίας». Μια απραξία κατανοητή και περισσότερο ανθρώπινη. Όλοι έχουν να αφηγηθούν τα απίστευτα από την Επταετία. Αληθινά ή όχι. Όμως η Κατερίνα, αντίθετα με το πολιτικώς ορθό, παραδέχεται την εκ των υστέρων πολιτικοποίηση.
Μία τραγωδία με κάθαρση
Ο Ταχτσής επιλέγει να μη δώσει λύση στην τραγωδία, προβάλλει τα ίδια λάθη της μιας ηρωίδας του πάνω στην άλλη, η οποία συνεχίζει καβάλα στο συναίσθημα της οργής και όπου πάει «έτσι για να σε κάνω να σκάσεις!».
Ο Κορτώ, αντίθετα, δίδει τη λύση, δομώντας το τελευταίο κεφάλαιο χρονολογικά, ως την έξοδο της αγαπημένης μας ηρωίδας του. Στο Βιβλίο της Κατερίνας υπάρχει κάθαρση, όσο και αν η κάθαρση αυτή είναι τραγική. Μέσα από τη σκέψη του ψύχραιμου Τάσου, ανιχνεύεται η αιτία της παθολογίας. Η απραξία. Αργία μήτηρ πάσης κακίας. Προφανές; Όχι πάντα. Ο Κορτώ δίδει τη λύση, καθώς το Κατερινάκι πετά προς το μεγάλο τίποτα. Επίσης, η λογικότερη δόμηση των κεφαλαίων προς το τέλος, αντίθετα με το κρεσέντο παραληρήματος του Ταχτσή, μαζί με την ψυχραιμότερη αφήγηση κάνουν το έργο πιο ολοκληρωμένο. Δίκαια ή άδικα, θα μπορούσες να το καλέσεις Το Τρίτο Στεφάνι της γενιάς μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News