Αν ο Γιώργος Μαυρωτάς έγραφε την αθλητική του αυτοβιογραφία, οι σύλλογοι του υγρού στίβου θα έπρεπε να την τυπώσουν επάνω στο δάπεδο της πισίνας. Τα πιτσιρίκια θα φόρτωναν το κορμί τους με ατελείωτα πενηντάρια και ταυτοχρόνως θα διάβαζαν για χιλιόμετρα διαδρομών, παιχνίδια που πνίγηκαν στην απογοήτευση και νίκες για τις οποίες αξίζει να πνιγείς ο ίδιος. Ο Μαυρωτάς είναι ο ορισμός του θρύλου για το ελληνικό πόλο, κοινώς μία ιστορία που αξίζει να διηγείσαι, να την τραβάς και να τη φουσκώνεις με υπερβολές-κανένας δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει. Συμμετείχε σε πέντε ολυμπιακές διοργανώσεις, έπαιξε 511 παιχνίδια με την εθνική ομάδα και ούτε ο ίδιος δεν θα ξέρει πόσα με τη Βουλιαγμένη. Σήμερα κολυμπάει σε πιο βαθιά, αλλά και πιο ήρεμα νερά: είναι επίκουρος καθηγητής στους Χημικούς Μηχανικούς του ΕΜΠ.
Η συγγραφική λογική, λοιπόν, θα ήθελε τον Μαυρωτά να στύβει το σκουφάκι του και να βγάζει πενήντα χιλιάδες λέξεις από αναμνήσεις και στατιστικά. Στη μέση θα φύτευε φωτογραφίες με διάσημες αγκαλιές, θα πρόσθετε και είκοσι δηλώσεις «επωνύμων» και θα εξασφάλιζε ευτυχισμένες στιγμές για την ταμειακή μηχανή του εκδότη του. Οι αθλητικές βιογραφίες τύπων όπως ο Μαυρωτάς έχουν εξασφαλισμένη επιτυχία. Την αγοράζεις για να ρίξεις ματιά στα αποδυτήρια, να τσιμπήσεις τίποτα πονηρό από το ξενοδοχείο της αποστολής και να μάθεις τι στο διάολο έγινε σε εκείνο το καταραμένο παιχνίδι.Ο Μαυρωτάς δεν το έκανε αυτό ή, έστω, ακόμα και αν το κάνει, δεν το κουνάει στο πρόσωπο του αναγνώστη, το αφήνει στη σκιά.
«Το θεώρημα της επτάδας» είναι μυθιστόρημα. Θα μπορούσατε να το εντάξετε στο βιογραφικό μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Είναι η προσπάθεια του Μαυρωτά να αποτιμήσει τη ζωή του ως σαραντάρης και, κυρίως, να ξορκίσει τον φόβο του, το δέος μπροστά στο χρόνο. Συμβαίνει με όλους, αλλά με τους αθλητές πρέπει να είναι χειρότερο-στην κρίσιμη στιγμή η σωματική ρώμη λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς το φόβο που σου προκαλεί η φθορά. Το σοκ για έναν αθλητή είναι σαφώς μεγαλύτερο καθώς έχει περάσει δύο δεκαετίες υποδυόμενος τον Ντόριαν Γκρέι.
Ο συγγραφέας, λοιπόν, χωρίζει τη ζωή του σε δύο πρόσωπα. Το βιβλίο διηγείται την ιστορία δύο φίλων, ενός πολίστα και ενός ακαδημαϊκού. Είναι οι δύο ζωές του Μαυρωτά. Ασφαλώς ο πολίστας κερδίζει περισσότερες σελίδες και τη γοητεία του χαρακτήρα. Λογικό. Πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα ο Μαυρωτάς θα δυσκολευόταν να προσδιορίσει τον εαυτό του πρώτα ως ακαδημαϊκό. Θα επέλεγε το «πρώην πολίστας». Ισως να κάνω λάθος, αλλά αυτό βγάζει το εξαιρετικό του βιβλίο: την αγωνία ενός ανθρώπου που στέκεται αμήχανος μπροστά στη φθορά, αλλάζει δέρμα και προσπαθεί να αντλήσει ευτυχία, ικανοποίηση και πληρότητα από άλλες πηγές και από άλλα πρόσωπα. Εκεί βρίσκεται το κλειδί του βιβλίου. Σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να διακρίνετε την ιστορία δύο ανδρών που ζουν μέσα σε ένα καλογυμνασμένο σώμα. Ομως η τελική ανάγνωση είναι αγωνιώδης και μελαγχολική για τη νίκη που, με κάθε τρόπο, θα πετύχει ο χρόνος. Ολα τα παιχνίδια του Μαυρωτά δεν πιάνουν μία μπροστά στο ντέρμπι με τον χρόνο.
Η ανάγνωση κυλάει με εξαιρετική ευκολία, αν και δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει το ίδιο για τις γυναίκες αναγνώστριες, εκτός και αν σχετίζονται με αθλητή… Δεν έχει ίντριγκα, δεν περιγράφει πάθη. Εχει την απλότητα που χρειάζεται η συγκίνηση για να βγει στην επιφάνεια της πισίνας. Ο Μαυρωτάς μπορεί να μην μπαίνει σε εξαντλητικές λεπτομέρειες, αλλά συστήνει με επάρκεια τον αθλητή προς τον αναγνώστη του. Δεν τον εξαγνίζει, ούτε τον παρουσιάζει ως υπερήρωα. Τον σαρκάζει, τον δείχνει μέσα από τις αδυναμίες του, περισσότερο τον συμπονά, παρά τον θαυμάζει. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι ελαφρώς παραποιημένα, αλλά οι φίλοι του πόλο θα αναγνωρίσουν αμέσως τις αντιστοιχίες τους στον πραγματικό κόσμο. Αν είστε άνδρας στην αρχή της μέσης ηλικίας να το διαβάσετε οπωσδήποτε. Θα θυμηθείτε την πρώτη νιότη σας και, το κυριότερο, θα καταλάβετε ότι αυτό που σας συμβαίνει βασανίζει και τους δυνατότερους της γενιάς σας. Ασφαλώς αυτό δεν σας παρηγορεί, αλλά εξασφαλίζει μία αίσθηση συντροφικότητας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News