1233
|

Το πρόσωπο του πιο ιστορικού φεστιβάλ

Το πρόσωπο του πιο ιστορικού φεστιβάλ

«Εξισώνω το Φεστιβάλ Καννών με σπουδαίες ή μια ιδιαίτερη ερωτική ιστορία. Θυμάμαι να παίζω στην παραλία με ένα όμορφο κορίτσι που το έλεγαν Μπριζίτ Μπαρντό. Ακόμη και σήμερα λαμβάνω αντίτυπα για να υπογράψω από τη φωτογραφία όπου χρησιμοποιώ τα μαλλιά της για μουστάκι. Συνέτρωγα με τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ στο Colombe d’ Or, έπινα με τον Πίτερ Σέλλερς, κουβέντιαζα με τον Σαγκάλ».
Οι αναμνήσεις του σπουδαίου Κερκ Ντάγκλας περιγράφουν επιγραμματικά και γλυκά την εποχή της μεγάλης άνθισης του φεστιβάλ Καννών, τη δεκαετία του 50 και του 60, τότε που το Χόλυγουντ έμοιαζε συνεπαρμένο με την Κυανή Ακτή, και στην περαντζάδα της παραθαλάσσιας πόλης, στην περίφημη Croisette, η απόβαση των Αμερικανών διανθιζόταν με ανέμελα ενσταντανέ, όπου άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, έμποροι του σινεμά και δημοφιλείς σταρ απολάμβαναν το θαύμα. Διότι οι Κάννες είναι ένα θαύμα που αντέχει, το φεστιβάλ που γιόρτασε και διέδωσε τους μεγάλους δημιουργούς, ο θεσμός που ξεκίνησε το 1939 και διακόπηκε μόνο από τον πόλεμο και το Μάη του 68.

Οι Κάννες ήταν ανέκαθεν μια ανδρική υπόθεση, ποσοτικά και ποιοτικά. Το μόνο σημείο όπου οι γυναίκες έχουν λάβει δυσανάλογα (σε σχέση με την ιστορική σημασία του θεσμού) μεγάλη θέση είναι στην προεδρία των κριτικών επιτροπών του επίσημου διαγωνιστικού: H Μισέλ Μοργκάν παλιότερα, η Ζαν Μορό δυο φορές, η Φρανσουάζ Σαγκάν, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, η Λιβ Ούλμαν, η Ιζαμπέλ Υπέρ, η Σοφία Λόρεν και η Ιζαμπέλ Ατζανί, η οποία μάλιστα ηγήθηκε του σούπερ επετειακού 50ου, εκλέγοντας εξ’ ημισείας Ιρανό και Ιάπωνα για Φοίνικα! Σε σχέση με  το μοναδικό Χρυσό Φοίνικα που έχει κερδίσει γυναίκα, η αυστραλή Τζέιν Κάμπιον (και μάλιστα τον μοιράστηκε με το «Αντίο Παλλακίδα μου»), η  παρουσία στις επιτροπές φαντάζει όαση στο αμελητέο ποσοστό προσκλήσεων σκηνοθέτιδων, αν και, ειρωνικά, φέτος είναι ανεβασμένο.

Στις ηρωικές εποχές της διαμόρφωσης του προφίλ του φεστιβάλ, όταν ο ακαδημαϊκός Μαρσέλ Ασάρ μάθαινε καλούς τρόπους και ο πολυμήχανος Ζαν Κοκτό, έπλαθε την ψυχή και το πνεύμα των Καννών, ο τελευταίος έφτιαξε την άτυπη χάρτα του φεστιβάλ, ορίζοντας σαφώς ότι πρόκειται για «απολιτίκ ουδέτερη ζώνη», με αντιρατσιστικά και αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Ο Κοκτό με την ποιητική εκφορά ενός μηνύματος ενθουσιασμού και αισιοδοξίας, άφηνε ανοιχτό το παράθυρο για να αναπνέουν λίγο ρομαντισμό όσοι σχεδίαζαν να   γιγαντώσουν εμπορικά την ερωτική σχέση προς το παγκόσμιο σινεμά που ξεκίνησαν οι Κάννες το 1947. Πολύ πριν καταφθάσει ο πληθωρικός παραγωγός Χάρβεϊ Γουάινσταϊν για να παζαρέψει την πλούσια πραμάτεια του, είχαμε καταλάβει ότι η γαλλική Ριβιέρα δεν είναι μόνο η παραλία μπροστά στο Carlton, όπου ο Κάρι Γκραντ λιαζόταν στο Κυνήγι του Κλέφτη, αλλά ο ιδανικός τόπος για μεγάλες δουλειές, πωλήσεις ταινιών σε πακέτα, συμφωνίες πλουσίων κυρίων. Μπορεί για λόγους προώθησης, η Κυανή Ακτή να δίνει την εντύπωση ότι μοιάζει με καμπυλόγραμμη σειρήνα(σα τη Μπαρντό στο διηνεκές), αλλά στην ουσία αποπνέει τεστοστερόνη- αν έπρεπε να την παρομοιάσω με ταινία θα διάλεγα το «Μονομάχο» σε ηλιόλουστη, καλλιτεχνική εκδοχή. Γίνονται κανονικές μάχες κάθε χρόνο, φανερές και κρυφές. Νικητής ήδη ενός Φοίνικα με τη «Συνομιλία», ο Κόπολα φημολογείται ότι έπεσε στα πόδια του Προέδρου και της κριτικής επιτροπής γιατί αν δε βραβευόταν με το Αποκάλυψη τώρα το 1979, θα καταστρεφόταν οικονομικά- τελικά και βραβεύτηκε και χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Ο Λουί Μαλ το 1992 σε ένα ξέσπασμα αρσενικού απολυταρχισμού, υποχρέωσε όλα τα μέλη της κριτικής επιτροπής να ξαναδούν το «Τόσο μακριά, τόσο κοντά»του Βέντερς διότι τον ενθουσίασε τόσο που φαγώθηκε να του επιβάλει το πρώτο βραβείο- τελικά δεν του πέρασε και ο Γερμανός αρκέστηκε στο μεγάλο βραβείο της παρηγοριάς. Απ’ την άλλη, τη χρονιά του χρυσού Φοίνικα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και μάλιστα με ομοφωνία, φαντάζει απίθανο ένας πρόεδρος κριτικής επιτροπής του διαμετρήματος του Μάρτιν Σκορσέζε να επηρεάστηκε από μέλη όπως η Σιγκούρνι Γουίβερ ή η Γουινόνα Ράιντερ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένας επιβάλλει τη γνώμη του και οι υπόλοιποι συναινούν. Όταν η Σοφία Λόρεν έμαθε ότι «Οι πόθοι κάτω απο τις λεύκες» δε θα προβάλλονταν στη μεγάλη αίθουσα, απείλησε ότι θα αποχωρήσει. Δεν της έκαναν το χατίρι και έφυγε έξαλλη. Ο πρόεδρος είναι άνδρας, ο εκλέκτορας και δεξί του χέρι επίσης, και μαζί συγκροτούν ένα αυτόνομο ντουέτο, σαν το Βατικανό του σινεμά, που εξυπηρετεί τη δεδομένη πολιτική του γαλλικού κράτους για επένδυση στην κουλτούρα και εναλλάσσει τον κινηματογράφο του θεάματος (με μέτρο βέβαια), με πιο δύσκολες ταινίες από όλον τον κόσμο, κρατώντας αξιοζήλευτη ισορροπία.

Παρά τον αρσενικό του χαρακτήρα, το φεστιβάλ των Καννών δεν παύει να διαθέτει τη χάρη ενός αιώνιου θηλυκού, που θέλγει τους καλεσμένους για 15 ημέρες Τέχνης, με τη βιτρίνα ενός ωραίου πάρτι. Πριν ακόμη τα πρώτα ανέμελα κορίτσια χτυπήσουν την πόρτα του αμερικάνικου σινεμά και κάποιες σταρ δειλά- δειλά ένιωθαν τον μαγιάτικο ήλιο και αποφάσιζαν να ξεγυμνωθούν κομψά, μια τολμηρή ενζενί έφερε την τρελή εφηβεία της στο προσκήνιο και έδωσε τη χαριστική βολή σε ένα κόσμο με βαριά αρώματα, μεταξωτά και σιφόν, μπαρόκ κομμώσεις, συγκρατημένα χαμόγελα και σχήμα βιολοντσέλου.

Ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στη ζουμερή γυναίκα και τη συλφίδα ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό, που δεν ξέχασε ποτέ ο Κερκ Ντάγκλας. Η ξέφρενη ηγερία της Κυανής Ακτής κατέχει δυο πρωτιές: Υπήρξε η πρώτη στάρλετ που πέρασε με επιτυχία το τεστ του μπικίνι και πολέμησε με αξιώσεις στο νυχτερινό μετερίζι της τέχνης και των φλας, σταδιακά πρωταγωνιστώντας σε ταινίες υψηλού προφίλ που έτυχαν επίσημης αναγνώρισης στις Κάννες. Επίσης, ήταν κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μοντέλο ηθοποιός, διατηρώντας επί χρόνια μια φιγούρα λιανή, σέξι και νεανική, που δεν απαιτούσε ειδικό χειρισμό και υψηλή ραπτική αλλά μπορούσε να την υποστηρίξει αν η περίσταση το απαιτούσε. Καμία σχέση με την ισχνή, ευάλωτη στάμπα της Όντρεϊ Χέμπορν και τις άλλες όμορφες αλλά ενίοτε  εγκλωβισμένες στην πουριτανική ( και υποκριτική) προπολεμική ανατροφή όπως η Γκρέις Κέλι, η οποία δεν χαιρόταν το ημίγυμνο σώμα της δημοσίως. Η Μπαρντό έδωσε τέλος στις κυρίες και εγκαινίασε τα 60ς μόνη της, πριν καν ξεκινήσει επισήμως η δεκαετία.

Ποτά, ξενύχτια και άντρες, το πρότυπο δεν επαναλήφθηκε αλλά επηρέασε τις πιο άγριες κοπελιές που αγάπησαν αργότερα τους ροκ σταρ, όπως η Μπαρντό ξετρέλαινε και άλλαζε σαν τα πουκάμισα τους πλεϊμπόι του νοτιά και τους γλεντζέδες κληρονόμους. Οι συμπατριώτισσες της, η Σοφί Μαρσό, η Βανέσα Παραντί και πρόσφατα η Λουντιβίν Σανιέ κληρονόμησαν τον αέρα και ως ένα βαθμό την ανεμελιά της, όχι όμως και το συνδυασμό παιδιού με γυναίκα, σταρ και στάρλετ, μιά all around εκπρόσωπος χώρας και φεστιβάλ, που έχει παίξει από γουέστερν μέχρι Γκοντάρ και έχει γλεντήσει ολόγυμνη και πανάκριβα ντυμένη με το ίδιο μεταδοτικό κέφι. Η Μπαρντό παραμένει η θηλυκή στάμπα των Καννών, το σύμβολο που ενώνει την παλιά εποχή με το σήμερα. Πολλές σταρ έχουν περάσει από το φεστιβάλ, από την Αντζελίνα Τζολί και τη Μέριλ Στριπ, την οποία συνόδεψε ο ίδιος ο Φρανσουά Μιτεράν για να την τιμήσει, μέχρι την Νικόλ Κίντμαν και την Πενέλοπε Κρουθ. Εκείνη ωστόσο που χάραξε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο οικογενειακό κλίμα των πρώτων χρόνων, τότε που ο Μπράντο και οι δημοσιογράφοι δειπνούσαν σα μια μεγάλη παρέα, και την απόκοσμη συμπεριφορά των ηθοποιών που κρύβονται στη γαλήνια πολυτέλεια του Hotel Du Cap, για να μην τους βρουν οι παπαράτσι, είναι η Μαντόνα, όταν κατέπλευσε για το ντοκιμαντέρ της In Bed With Madonna, οχυρώθηκε στη σουίτα 644 του συγκεκριμένου resort και δίδαξε στην Κυανή Ακτή ποια είναι η διαφορά του διάσημου με τον απρόσιτο. Οι Κάννες του Βισκόντι, του Φελίνι, του Χίτσκοκ, του Αντονιόνι, του Μπέργκμαν, του Όρσον Γουελς, του Ντασέν και των ηθοποιών τους έχει περάσει ανεπιστρεπτί, και τη θέση τους έχουν δώσει σε καλλιτέχνες που μάχονται για διανομή, σε μια βιομηχανία που καταναλώνει πιο γρήγορα και ψάχνει πιο ανενδοίαστα το επόμενο μεγάλο σουξέ. 
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News