Πόσο ενδιαφέρον να έχει η ιστορία μιας συνηθισμένης εξωσυζυγικής απιστίας στη σημερινή Ιρλανδία; Τι το συναρπαστικό να υπάρχει στο χρονικό της, όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων το άδοξο τέλος της; Και πώς γίνεται να κρεμιέσαι από το στόμα εκείνης που την έζησε και την αφηγείται, όταν δεν μπαίνει καν στον κόπο να σου γίνει συμπαθής;
Κι όμως, στο “Ξεχασμένο βαλς” της Αν Ενράιτ -οι πρώτες σελίδες του οποίου προδημοσιεύτηκαν στο protagon- υπάρχει τόση ειλικρίνεια, τόση αμεσότητα και τόσο καυστικό χιούμορ, που δεν τ' αφήνεις από τα χέρια σου. Αλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η Ενράιτ, μαθήτρια της Αντζελα Κάρτερ και του Μάλκομ Μπράντμπερι στο φημισμένο τμήμα δημιουργικής γραφής του Εast Anglia και βραβευμένη με Βooker γιά το μυθιστόρημά της “Η συγκέντρωση” (2007), είναι από τους συγγραφείς που παίζουν στα δάχτυλα τα ζητήματα της αγάπης και του έρωτα, και οι οποίοι, εστιάζοντας στις πιό περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις, είναι ικανοί να μεταφέρουν το σφυγμό μιάς ολόκληρης εποχής.
Το μεγαλύτερο μέρος του “Ξεχασμένου βάλς” διαδραματίζεται στο Δουβλίνο εν μέσω οικονομικής κρίσης, όσο τ' ακίνητα χάνουν με αστραπιαία ταχύτητα την αξία τους, οι απολύσεις σ' ελπιδοφόρες ως τότε επιχειρήσεις δίνουν και παίρνουν και οι μοντέρνοι αστοί των τριάντα ή σαράντα και κάτι, γεμάτοι ανασφάλεια για το μέλλον τους, προσπαθούν να διατηρήσουν την αυτοεκτίμησή τους. Η περιπέτεια ωστόσο της νιόπαντρης Τζίνας με τον Σον, τυπικό υποτίθεται υπόδειγμα πατέρα και συζύγου, έχει ξεκινήσει πριν κυριαρχήσει η αίσθηση ότι τα χρήματα της χώρας εξατμίζονται “σαν καπνός από τις καμινάδες”. Κι από τη στιγμή που τα βλέμματά τους διασταυρώνονται μέχρι να συντονίσουν τα βήματά τους στους ρυθμούς της “υπέροχης, παράνομης λαγνείας”, μοιάζουν ανίκανοι να υποψιαστούν ότι μια μέρα τα παιχνίδια τους θα σταματήσουν.
Μουλωχτοί “όσο κι ένας υπουργός με τραπεζικές καταθέσεις στις Νήσους Κέιμαν”, οι παράνομοι εραστές χορεύουν το βαλς τους σε οικογενειακές μαζώξεις πλάι στη θάλασσα, σ' επαγγελματικά συνέδρια και σε ντιζαϊνάτους χώρους εργασίας, σε χλιδάτα ή ταπεινά ξενοδοχεία, ακόμα και στο περιθώριο μιάς κηδείας, έχοντας για πρωταρχικό τους μέλημα να διατηρήσουν τη φλόγα του πάθους τους, όχι να γίνουν φίλοι. Στα μάτια της Τζίνας, ο έξω κόσμος, είτε πρόκειται για το θορυβώδες, πολυπληθές σόι του άντρα της, είτε για την τσακισμένη “από την μετριότητα και τη μητρότητα” αδελφή της, παίρνει σχεδόν γελοιογραφικές διαστάσεις. Κι όταν το μυστικό της έρθει στο φως κι “όλος ο πληθυσμός του Δουβλίνου” αηδιάσει μαζί της, εκείνη θα παραμένει αγκιστρωμένη στον έρωτά της γιά τον Σον, παρ' όλο που φλέγεται πατόκορφα από τη ντροπή της.
Το τυφλό σημείο της ιστορίας που ξεδιπλώνει η Ενράιτ έχει δοθεί από την εισαγωγή κιόλας του βιβλίου. Έχει να κάνει με την κόρη του Σον, ένα παράξενο κορίτσι στο κατώφλι τώρα της εφηβείας, που στα τέσσερα χρόνια της, μια πτώση από την κούνια της, έφερε τα πάνω κάτω στον εγκέφαλό της. Πίσω από τη φαινομενικά ανέμελη σχέση των δυο εραστών, κρύβεται ένα παράλληλο οικογενειακό δράμα που η Ενράιτ αποκαλύπτει σταδιακά, μέσα από αλλεπάλληλα φλας μπακ, δίνοντας καινούριες διαστάσεις στις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωές της. Μέσα από τον μακρύ μονόλογο της Τζίνας, η ιρλανδή συγγραφέας δεν αποσκοπεί στο να μοιράσει ευθύνες, να ζυγίζει ηθικές επιλογές, να καταδικάσει. Κάποια πράγματα συμβαίνουν χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Κάποια στιγμή ξεβράζεται στη ζωή σου ένας άνθρωπος σαν να τον σήκωσε και να τον παρέσυρε ως τα πόδια σου ένα παλιρροϊκό κύμα. Αναμετριέσαι με το κύμα, κι όπου σε βγάλει. Το πικρό συμπέρασμα της Τζίνας είναι πως “οι ερωμένες αντικαθίστανται, τα παιδιά, όχι”. Κι ακόμη, ότι το πάθος ενδέχεται να είναι “εξαρχής και πάντοτε ένα σφάλμα της λογικής”…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News