887
|

Το γαλλικό σινεμά κέρδισε τα όσκαρ; Δεν νομίζω

Το γαλλικό σινεμά κέρδισε τα όσκαρ; Δεν νομίζω

Σαν τους πρωθυπουργούς μας που πανηγύριζαν τα ευρωπαϊκά κύπελλα στο μπάσκετ, ο Νικολά Σαρκοζί δεν παρέλειψε να συγχαρεί τους δημιουργούς του Artist για τον γαλλικό θρίαμβο και τα 4 σημαντικά Όσκαρ που απέσπασαν, τονίζοντας μάλιστα πως ο πρωταγωνιστής Ζαν Ντυζαρντέν είναι τεράστιος ηθοποιός- εξαιρετικός στο ρόλο του, δεν λέω, αλλά τότε, ο Ντεπαρντιέ τι είναι; Στο Χόλιγουντ πρέπει να είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι που μια ξένη ταινία επικράτησε, θέλοντας έτσι να τονίσουν ένα άνοιγμα στο παγκόσμιο σινεμά και την έλλειψη προκατάληψης απέναντι στις διαφορετικές τάσεις. Ποτέ ο θεσμός αυτός δεν επιβράβευσε άμυαλες περιπέτειες. Τις σέβεται, αλλά μόνο στις τεχνικές κατηγορίες (οι υπερπαραγωγές του Μάικλ Μπέι τύπου Transformers πάντα διεκδικούν τα όσκαρ ήχου και οπτικών εφέ, για παράδειγμα) και μέχρι εκεί. Απο αυτό, μέχρι το γεγονός της διείσδυσης μιας γαλλικής ταινίας στα άδυτα του Χόλιγουντ, υπάρχει μεγάλη κουβέντα και ελάχιστες αποδείξεις δια του λόγου το αληθές.

Το Artist ήταν μια καλοφτιαγμένη ωδή στις ρίζες του αμερικάνικου σινεμά, μια ερωτική επιστολή των Γάλλων στους καλλιτεχνικά άσπονδους φίλους τους και μαζί μια παραδοχή πως το λαϊκό σινεμά της διασκέδασης όντως προέρχεται απο τον βωβό, όπως τον επινόησαν οι εμιγκρέδες της δυτικής ακτής των ΗΠΑ, τα μεγάλα στούντιο και οι σταρ που γεννήθηκαν μέσα σε αυτά (καθ’ υπόδειξη των κατασκευαστών εικόνας) όπως ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, ο Τζον Τζίλμπερτ, ο Βαλεντίνο φυσικά, και οι άλλοι που ακολούθησαν. Ο Τζορτζ Βαλεντίν του Ντυζαρντέν ήταν ένας απο εκείνους και η υπόθεση του έργου ήταν μια απο τις αγαπημένες και πιο διασκευασμένες του Χόλιγουντ, το Ένα Αστέρι Γεννιέται, χωρίς λόγια και με πολλή μουσική, η άνοδος και η πτώση ενός ειδώλου. Η νοσταλγία του Αρτίστα κούμπωσε γάντι με το συγκρατημένο κλίμα των καιρών μας, αλλά και το σύνθημα της βιομηχανίας του σινεμά για επιστροφή στις αίθουσες- άτιμη πτώση των εισιτηρίων… Όποτε χτυπάει την πόρτα η κρίση, τείνουμε να επιστρέψουμε στη ζεστασιά του παρελθόντος. Το ίδιο είχε συμβεί και στις αρχές της δεκαετίας του 70 στο Χόλιγοουντ, αμέσως μετά το Βιετνάμ, εν μέσω πετρελαϊκής κρίσης: Το ρετρό Κεντρί με τον Ρέντφορντ και τον Νιούμαν είχε σαρώσει τα Όσκαρ (7 στο σύνολο) το 1973, ενώ την ίδια χρονιά βραβεία είχαν πάρει τα Καλύτερα μας Χρόνια για τη μουσική και το τραγούδι, αλλά και το Χάρτινο Φεγγάρι, για την Τέιτουμ ο Νιλ στον δεύτερο ρόλο- όλα τοποθετημένα στα 30ς.

Και παρά το προπέρσινο, μάλλον ανώμαλο και τελείως αναπάντεχο, τιμητικό Όσκαρ στον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το οποίο φυσικά δεν καταδέχτηκε ποτέ να παραλάβει ο ίδιος, το Χόλιγουντ ήταν ανέκαθεν τόσο μακριά απο το γαλλικό σινεμά όσο μπορεί να φανταστεί ο κάθε σινεφίλ που γνωρίζει τις σημαντικότατες διαφορές τους. Το γαλλικό νέο κύμα των Γκοντάρ, Τριφό, Ρενέ και Μαλ δημιουργήθηκε για να σπάσει τα στεγανά και τη φαυλότητα, υποτίθεται, των ακαδημαϊκών συμπατριωτών τους, αλλά λάτρεψε το παλιό αμερικάνικο στιλ των φιλμ νουάρ, του Φορντ και του Χίτσκοκ. Η εξέλιξη ήταν διαφορετική. Οι γαλλικές ταινίες έγιναν συνώνυμες του σινεμά της σκέψης, της κουλτούρας, της ενδοσκόπησης, της σεναριακής έλλειψης, του υπαρξιακού προβληματισμού, των αργών ρυθμών. Εκτός απο την κατηγορία του καλύτερου σεναρίου και της ξενόγλωσσης ταινίας, οι γαλλικές ταινίες δεν έφτασαν ποτέ στα «μεγάλα» Όσκαρ ταινίας ή σκηνοθεσίας. Ούτε καν οι ερμηνείες μεγάλων ηθοποιών, με εξαίρεση κάποιες της Ιζαμπέλ Ατζανί, του Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο Συρανό, της Κατρίν Ντενέβ στην Ινδοκίνα- η Σιμόν Σινιορέ το είχε πάρει για αγγλόφωνη ερμηνεία στον Ανεμοστρόβιλο των Παθών. Και έφτασε η Μαριόν Κοτιγιάρ στη βιογραφική Ζωή σαν Τριαντάφυλλο να σπάσει το ρόδι. Αλλά μιλάμε για την περίπτωση Πιάφ, μια γυναίκα γνωστή στην Αμερική για τα ιδιότυπα μπλουζ της και την δραματική της πορεία προς την αυτοκαταστροφή.

Δεν θα υπήρχε ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο, μια κανονική γαλλική ταινία και όχι σαν κι αυτές που γυρίζει ο Λυκ Μπεσόν και οι νεωτεριστές που βάλθηκαν να αποδείξουν πως το γαλλικό σινεμά μπορεί να γυρίζει είδη για τον πολύ κόσμο, απο κωμωδίες μέχρι περιπέτειες, να χωθεί στα Όσκαρ και να συναγωνιστεί τα δράματα, ή τους Άρχοντες των Δαχτυλιδιών, που συνήθως χτυπάνε τα σημαντικά αγαλματίδια. Ο Μισέλ Χαζαναβίσιους είναι ένας απο τους νέους, αν και όχι πιτσιρίκος, που πιστεύει στην χρυσή τομή ανάμεσα στο σοφιστικέ και το εμπορικό. Οι προηγούμενες επιτυχίες του είναι κατασκοπικές παρωδίες, πάντα με πρωταγωνιστή τον Ντυζαρντέν. Το Artist δεν φτιάχτηκε ως δόλωμα για Όσκαρ, ωστόσο πληροί τις προδιαγραφές για καλλιτεχνική επιτυχία στη χώρα που έχει στο μυαλό της μια δική της, ρομαντική εικόνα για το εξωτερικό. Εκτός απο αυτήν, το Hugo που απέσπασε 5 τεχνικά Όσκαρ, και το Μεσάνυχτα στο Παρίσι του Γούντι Άλεν που κέρδισε στην κατηγορία του σεναρίου, χτίζουν  μια εξιδανικευμένη εικόνα ενός κινηματογραφικού Παρισιού, έτσι όπως το θέλει το Χόλιγουντ: με ένα παιδάκι που πεινάει αλλά συναντάει τον μάστορα της επιστημονικής φαντασίας Ζορζ Μελιές και όλοι δυστυχούν με φωτογένεια και τρεις διαστάσεις, ή με έναν Αμερικάνο που βουτάει στη φανταστική συνάντηση με τους γίγαντες της μουσικής και της λογοτεχνίας που έζησαν στα μποέμικα παριζιάνικα σαλόνια του 30.

Όπως είδαμε και στην παρέλαση των νεκρών, στο βιντεάκι που συνηθίζει η Ακαδημία για τους ανθρώπου του σινεμά που πέθαναν στην χρονιά που πέρασε, ο Μιχάλης Κακογιάννης ήταν ανάμεσα σε αυτούς, όχι όμως και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ελληνότατοι αμφότεροι, αλλά το σινεμά του Κακογιάννη ήταν κατά κάποιον παράξενο τρόπο, αναγνωρίσιμο και αναγνώσιμο απο τους Αμερικανούς, που τον είχαν φιλοδωρήσει στο παρελθόν με 5 υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Του Αγγελόπουλου ήταν ευδιάκριτα γαλλοπρεπές, αν και πάντα μιλούσε για την Ελλάδα και την ιστορική της μνήμη- αν ζούσε, θα ασχολιόταν με την συλλογική μας αμνησία.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News